Ομάδες και γκρουπόσκολα αφανών ποιητών, κοινώς …αφάνες για προσάναμμα στο φούρνο της Υψηλής Ποιήσεως

Ομάδες και γκρουπόσκολα αφανών ποιητών, κοινώς …αφάνες για προσάναμμα στο φούρνο της Υψηλής Ποιήσεως

Τα μεγάλα ποτάμια από κάτι ρηχά ρυάκια με βρώμικα νερά θρέφονται. Κι η κοπριά λιπαίνει το λάχανο.
Κι οι αφανείς ποιητές γίνονται προσάναμμα, αφάνες στο καμίνι της Υψηλής Ποιήσεως.
Ο Παρνασσός στέκεται γερά στα πόδια του και δίνει στέγη στις Μούσες γιατί πατάει γερά τα πόδια του στα λασπόνερα.
Και τα νούφαρα παραμένουν λευκά στο βούρκο που τα περιβάλλει. Τι άλλο να πω; Ξέμεινα από μεταφορές κι οι παρομοιώσεις μου φτωχές. Από μετωνυμίες δεν κατέχω και την Αλήθεια ομιλώ. Δεν ψεύδομαι. Καλέ, πού βρέθηκαν σε αυτή τη στενή λωρίδα γης τόσα εκατομμύρια γραφέων,  συν-γραφέων, έξυπνων, καλλιτεχνών, διανοιών, ταλαντούχων ατόμων; Μην έχει κάτι το νερό; Μήπως το λάδι ελιάς; Μήπως τα άγρια χόρτα τα αυτοφυή μυρωδικά;

Μήπως το τεμπέλικο μέλι που κλέβουμε οι νωθροί εμείς από τις προκομένες μέλισσες; Μήπως μας ψεκάζουνε; Δεν ξεύρω. Πάντως, το να τυπώνονται τόσες χιλιάδες βιβλία μέσα στην κρίση, να ανεβαίνουν τόσα πολλά θεατρικά έργα, να ξεφυτρώνουν θεατρικές σκηνές η μία μετά την άλλη, σαν μανιτάρια μετά το πρώτο ψιλόβροχο, που σκαρίζουν τα σαλιγκάρια, δεν εξηγείται παρά μόνο αν διακινείται τόσο πολύ μαύρο χρήμα στη χώρα, που θα εξαγόραζε χίλιες φορές το χρέος της, αν μαζευόταν. Μπααααα, δε νομίζω. Πόσα πια πεντακοσιόευρα να κρύψεις σε σεντούκια, μαξιλάρες και χύτρες ταχύτητος (για να μην τα φάνε τα ποντίκια, τα λερωμένα, τα υπόπτου προελεύσεως χαρτονομίσματα). Δε γίνεται, δε γίνεται σας λέω, να είναι δηλαδή οι Έλληνες τόσο πλούσιο και το κράτος τους τόσο φτωχό. Και καλά, χεσμένο το έχουνε το κράτος, ο χειρότερος εχθρός τους, ούτε στην Τουρκοκρατία να ήτανε… Αλλά τόσο μαύρο χρήμα πού βρέθηκε; Μην ήταν του Μιλόσεβιτς, του Τσαουσέσκου, του Γιαρουζέλσκι, του Καντάφι; Δεν ξέρω. Ότι αλωνίζουνε οι μυστικές υπηρεσίες όλων των εθνών στου κασιδιάρη το κεφάλι, αυτό, ναι, μπορώ να το πιστέψω. Αλλά ότι βρέχει χρήμα και χρυσές λίρες στην Ελλάδα, δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Αυτό λένε συνέβαινε στον Εμφύλιο. Δεν ήμουνα εκεί, δεν ξέρω… Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες τη γιαγιά μου κι έναν θείο μου αγροφύλακα, που έγινε μετά μεγαλογαιοκτήμονας και τσιφλικάς, με δύο Ουκρανές για χαρέμι και τρεις γεωργιανές για μανικιούρ-πεντικιούρ-μασάζ-προετοιμασία του χαμάμ-τζακούζι-σπα…

Τέλος πάντων, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, ή όντως έχουμε κάποια ουσία – σαν το ιχώρ, ας πούμε – που μας κάνει επινοητικούς, εξαιρετικούς, «διαόλου κάλτσα», ή είμαστε όλοι ψώνια και νομίζουμε ότι γεννηθήκαμε κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι – Αϊνστάιν – Ωνάση – Τέσλα και δεν συμμαζεύεται… Ή μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο. Και να είμαστε πολύ εξύπνοι και πολλοί, στριμωγμένα πολλά γαϊδούρια στο ίδιο αχούρι. Τι να πω; Όσο ζω, εκπλήσσομαι. Κι ενίοτε, καταπλήσσομαι… όσο κι αν προϊόντος του γήρατος, τοιούτον τι καθίσταται ολοένα και δυσχερέστερον. Αλλά «ποτέ μη λες ποτέ». «Πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπος και μετά το χούι του». Αυτός παιδί μου «γκαστρώνει γαϊδούρα στον ανήφορο». Κι είναι μόλις ογδόντα τεσσάρων ετών! Ε, λοιπόν, κατέληξα. Σε αυτόν εδώ τον τόπο, είν’ όλα πιθανά. Ειδικά τα …αδύνατα. Τα των  αδυνάτων αδύνατα. Τι να πω; Τι να μην πω; Σταυροκοπιέμαι κι ανάβω το κερί μου για τον εσπερινό. Με τον Παπαδιαμάντη. Τελευταία, κάνουμε συχνά παρέα εδώ πάνω. Εκτιμά το χιούμορ μου. Λέει ότι αν με είχε γνωρίσει εγκαίρως, δεν θα είχε πεθάνει ΚΑΙ πριν την ώρα του ΚΑΙ καταθλιπτικός. Απαπαπαπα! Χαρά της ζωής, αδέλφια. Πάση θυσία. Κι άνευ όρων. Ακόμα κι αν είναι να τελειώσουν τα χαρτονομίσματα στο ντουλάπι. «Ας πάει και το παλιάμπελο». Θα επανέλθω δριμύτερος, …αύριο. Μα γιατί σταυροκοπιέστε και με ξορκίζετε; «Γιατί άραγε;»

 

 

 

 

 

 

 

Leave A Response