Ήταν παρ’ όλα αυτά ετοιμόλογος κι ενίοτε πνευματώδης ο συνταξιούχος ξεναγός με την πτηνοθώρακα, αποτυχημένος λογοτέχνης της μιας συλλογής κι όνειδος της οικογένειας (από γιατρούς, δικηγόρους και καθηγητές πανεπιστημίου διαφόρων ειδικοτήτων). Και πούστης και φτωχός και άσχημος και ατάλαντος και αποτυχημένος κοινωνικώς, ε, αυτό πάει πολύ.
Και καλά, ο Χριστιανός, χάθηκε να αντιγράψει κανένα διδακτορικό, να κλέψει καμία μεταπτυχιακή εργασία, να σκοτώσει – αν είναι ανάγκη – κανένα επιμελές χωριατόπαιδο, και να πάρει την …έδρα, τότε που επικρατούσε πλήρης οικογειοκρατία κι ο νεποτισμός έδινε κι έπαιρνε. Ο καθηγητής τότε ευρίσκετο στο απυρόβλητο, απελάμβανε ιδιοτύπους ασυλίας και μπορούσε να κόβει και να ρέβει ανεξέλεγκτος, πριν από το 1981 και την άνοδο στην εξουσία του Πασόκ, που έδωσε καθοριστικό ρόλο και λόγο στους φοιτητές, οπότε περάσαμε στο άλλο άκρο: ο κάθε συνδικαλιστής της μετριοπαθούς αριστεράς γινόταν ο γραβατάκιας γραφειοκράτης της επόμενης ημέρας που ροκάνιζε ανενδοίαστα τα κοινοτικά κονδύλια. Όμως μέχρι τότε η οικογενειοκρατία και η διαιώνισις της νεότευκτης κι αρχοντοχωριάτας αστικής τάξεως έδινε κι έπαιρνε. Αντί λοιπόν ο υιός καθηγητού εις την Γεωπονικήν Σχολήν να ακολουθήσει τα ίχνη του πατρός και να κληρονομήσει την πανεπιστημιακήν …έδραν του πατρός του, εκείνος έψαχνε για άλλες έδρες, ή μάλλον για ζωντανά εργαλεία προκειμένου να χωθούν εις την ιδίαν εαυτού έδραν. Δεν άφησε Πακιστανό για Πακιστανό στο Λαύριο, συνοδευάμενος από έναν υπάλληλο της ΔΕΗ, γνωστόν με το όνομα «Αγία», μια τραγική φυσιογνωμία, από ένα χωριό της Νότιας Κρήτης, όπου εβιάζεται κατά συρροήν κι εξακολούθησιν απ’ όλην την τάξιν του δημοτικού σχολείου και μετά τα δώδεκα εβιάζεται και από τον ψυχίατρον, όπου τον πήγαν οι ταραγμένοι γονείς του για να τον …θεραπεύσει από αυτό το «κουσούρι», όπως το έλεγαν τότε. Μάλιστα.
Ο ξεναγός μας λοιπόν, που όταν τσακώθηκε μία φορά με την «Αγία» (που ήταν εκτός από …κωλογράφος κι ερασιτέχνις αγιογράφος) απέκτησε συν τοις άλλοις και το παρατσούκλι «ο κινέζος ευνούχος» (γιατί ήταν και τα μάτια του σχιστά – τόσον που υποψιάζετο ο κατ’ όνομα πατέρας του κύριος καθηγητής ότι η χωντροκώλα γυναίκα του, που την είχε πάρει για την προίκα της, θα είχε υποπέσει σε κανένα αμάρτημα και θα είχε «κάνει τα γλυκά μάτια» εις κάποιον σχιστομάτην διπλωμάτην, επεράσαντα εκ της οικίας των, κι εκ της κρεβατοκάμαράς των, πιθανώς, τις ατέλειωτες ώρες που ο μονήρης και ρέκτης επιστήμων ερευνητής εσπαταλούσε εις τον βοτανικόν του κήπο, τόσον πλήρως απορροφημένος, που ούτε έβλεπεν ούτε ήκουεν, ακόμα κι αν επερνούσε ελέφαντας δίπλα του φορώντας το κυλοτάκι της …γυναίκας του).
Ανεξαρτήτως όμως γονιδίων και καταγωγής, ο καλός ξεναγός κι αποτυχημένος λογοτέχνης, ησχολείτο συνέχεια με την διήγησιν ιστοριών ευνουχισμού Κινέζων: «τους χαρίζουν, που λες, ένα ραδιοφωνάκι, για να τους πείσουν να ευνουχιστούν προκειμένου να μην σπείρουν παιδιά παντού. Όταν όμως τελειώσουν οι μπαταρίες, αυτοί μένουν με τη χαρά μισή και τα σκέλια τους άδεια!». Τώρα, που είναι το αστείο σε αυτή την ιστορία δεν έχω καταλάβει.
Όμως είχε πει ένα πραγματικό αστείο, μίαν και μόνην φοράν, έτσι για να μας βρίσκεται. Όταν κάποιος τον είπε «χοντρή» και «στραβοχυμένη πατάτα», αυτός του απήντησεν με πλήρην αγγλοσαξωνικήν φλεγματικότητα: «Κάλλιο αμφορέας παρά φορέας».
Μπράβο του. «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», που λένε. Κι έτσι έμεινε στην Ιστορία, όχι για την ποιητική του συλλογή, με σχέδια του ιδίου, φιλοτεχνημένα επιμελώς με σινικήν μελάνην (αεροπλάνα, τραίνα, πλοία κι άλλα φαλλικά μέσα φυγής). Ότε μάλιστα απέστειλε το πρωτόλειόν του αυτόν σε Θεσσαλονικιόν κακιασμένον ποιητήν και κριτικόν, αυτός του απήντησε με λιλιπούτειο μπιλιέτο, φέρον παχιάν μαύρην μπορντούραν – όπως στις κηδείες και στα μνημόσυνα – με μια ελάχιστη, ολίγιστη, μικρογραμμένη και χαροκαμμένη φράση εντός, που του έδινε την χαριστικήν βολήν του φιλοδόξου λογοτέχνου, μέλους επιφανών συγγραφικών εταιρειών και – γιατί όχι; – του επόμενου Νομπελίστα, που θα δοξάσει την Ελλάδα μας εις τα πέρατα της οικουμένης. Η καταδικαστική και κατακεραυνωτική αυτή φράση ήταν: «ΔΕΝ ΜΟΥ ΆΡΕΣΕ ΤΙΠΟΤΑ».
Δεν είχε ακούσει όμως την μοναδική του ρήσιν: «Κάλλιο αμφορέας παρά φορέας». Τότε, ίσως, να τον είχε εκτιμήσει και θα τον είχε πάραυτα κατατάξει εις την χορείαν των ελευθεριαζόντων φαύνων που τον περιεστοίχιζον ανελλιπώς προκειμένου να κλέψουν κάτι από την δόξαν του.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να κρίνει κανείς από ένα και μόνο βιβλίο το σύνολο του έργο και το …εύρος της προσωπικότητας ενός ατόμου. Γιατί μπορεί να είναι και …ευρύπρωκτος, βρε αδελφέ. Κι αυτό δεν φαίνεται σε ένα τυπωμένο πόνημα. Αχ. Αλλού η Ρόδος, αλλού το …οίδημα. Άλλα αντ’ άλλων δηλαδή. Να σας τα λέγω να ξεχνιέμαι. Μπας και περάσει η Κρίση κι αναρρώσουμε.