Ανεκδιήγητη, γραφική φιγούρα, προ τριαντακονταετίας, ότε έκανα διακοπές στο νησί με τα μανταρίνια, το γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο και τη μαστίχα.
Κοντός, χοντρός, άσχημος, κακοσουλούπωτος, αντιερωτικός, τριχωτός, κομπλεξικός, κακιασμένος… Την είχε στήσει καραούλι έξω από τα ουρητήρια (κοινώς «τζουρά» στα καλιαρντά, στη γλώσσα των τραβεστί και των «περιθωριακών»).
Έπιανε λοιπόν «θέσιν εργασίας» εις εν πορσελάνινον, ημισπασμένον και μυγοχεσμένον ουρητήρα κι ότε το φανταροφορεμένο ή φοιτητοντυμένο αντικείμενο του πόθου του δεν ενέδιδε, άρχιζε να βρίζει, να απειλεί θεούς και δαίμονες, να ξεφωνίζει τις άλλες αδελφές (σοβαρές εκείνες, κυρίες) με τα κάτωθι κοσμητικά επίθετα: «πουτάνες, καργιόλες, ξεσκισμένες, ξεκωλιάρες, γαμημένες πατόκορφα, έτσι και δω καμιά σας να μου παίρνει τη δουλειά, θα σας κρεμάσω ανάποδα στην κεντρική πλατεία έτσι να σας βλέπουν οι τίμιοι άνθρωποι σκατωμένες και να σας φτύνουν πατόκορμα, με αηδία! Γιατί αυτό σας χρειάζεται. Ξέρω εγώ. Α, ρε Χίτλερ, δεν έρχεσαι εδώ να τις βάλεις στο φούρνο και να τις κάνεις σαπούνι, όλες τους;».
Αγριεύτηκα τόσο πολύ που δεν ξαναπέρασα ούτε απ’ έξω. Από τότε κατουρούσε μέσα στη θάλασσα κάτω από την επιφάνεια εννοιείται, χαλαρώνοντας το σχοινί που συγκρατούσε το παλαιομοδίτικο μποξεράκι μαγιά μου. Όπως κάνουν όλοι οι καλοί νοικοκυραίοι δηλαδή, αντί να συγχρωτίζονται στα δημόσια ουρητήρια, ανάμεσα σε κίναιδους κι άλλα βρωμερά υποκείμενα.
Είναι περίεργο. Έχουν περάσει τριάντα χρόνια, αλλά ακόμα ενθυμούμαι αυτή τη σαχλή, αλλοπρόσαλλη φιγούρα που ελυσσομανούσε από οργή και καταπιεσμένη ερωτική επιθυμία στην κεντρική πλατεία της χώρας Χίου, ανάμεσα σε κατάμεστα καφενεία, υπό την σκιάν πλατάνων και με την αύραν της θαλάσσης να μας φέρνει εις τα ρουθούνια φρεσκοψημένο φαγητό από τα ταψιά που σιγοψήνονταν στους φούρνους των αρτοποιείων… Ανάμνησις ηδονική, με ένα …παρατράγουδο.