Για 24 ώρες λένε (ή μήπως για 48;) μετά την επώδυνη καρδιολογική εξέταση, πρέπει να αποφύγεις τις στενές επαφές με άλλους. Πόσω μάλλον το σεξ. Σα να του είπες αυτουνού να πάρει τρία (!!!) βιάγκρα, να κλείσει ραντεβού με ισάριθμες γκόμενες – όλες παντρεμένες και με παιδιά – και να βγάλει τα μάτια του μαζί τους, αμέσως με το που βγήκε από το νοσοκομείο. Τι να του πεις τώρα; Τι να του πεις, που «μπενάκης-βγενάκης», «από το ένα αυτί μπαίνει από το άλλο βγαίνει».
Η τυχερή όμως – τρόπος του λέγειν – ήταν η τρίτη, που ήταν και διευθύντριά του στο γραφείο, στην ιδιωτική επιχείρηση όπου εργάζετο ο και η ατυχής. Όχι, έτσι, για να μη λέτε ότι κάτι τέτοια γίνονται μόνο στο κατασυκοφαντημένο δημόσιο. Όχι, φίλοι μου. Γίνονται και αλλού. Όπου υπάρχει ψωλή και το πάνω κεφάλι είναι άδειο, ενώ το κάτω κεφάλι διατάζει και διατάσσει (γενικώς!).
Με την τρίτη ερωμένη λοιπόν που φυστίκωσε ο μερακλής, ο μπαγλαμάς, μέσα στην ίδια μέρα, αμέσως μετά που βγήκε από τον στεφανιογράφο, τέσσερις ώρες εξέταση, έμεινε στον τόπο ο χριστιανός, που ήταν κι ενίοτε (όταν τον βόλευε) ειδωλολάτρης. Έμεινε μέσα και σφήνωσε ο φαλλός του (τρόπος του λέγειν) στον κόλπο της δυστυχούς κι ούρλιαζε εκείνη και φώναζε, αλλά ποιος να τρέξει εις βοήθειάν της εις το φτηνό συνοικιακό ξενοδοχείο, που δέχονται με την ώρα, τσιτώνουν λίγο και ξαναστρώνουν τα κακοπαθημένα και καταλερωμένα σεντόνια χωρίς να τα αλλάζουν, βεβαίως – δεν συμφέρει κάτι τέτοιο, δεν συμφέρει, με είκοσι ψωροευρουδάκια, άτιμη Κρίση – «μπα που να έρθει η Δευτέρα Παρουσία να ησυχάσουμε με εσάς ρεμάλια», φωνάζει μια θεούσα από απέναντι ακούγοντας τα φριχτά ουρλιαχτά της ερωτοχτυπημένης που της βγήκε ξινό το εξωσυζυγικό γαμήσι και τρέχει τώρα με τα σεντόνια αλλόφρων στο αυτοκίνητο, όμως πού να το βρει που της το κλέψανε οι ληστές και μένει αυτή άφωνη με το κλειδί στο χέρι, στη μέση του συνοικιακού πεζοδρομίου, ενώ επάνω ο ξενοδόχος καλεί την αστυνομία και το ασθενοφόρο (με αυτή τη σειρά) και τρέχουν οι γείτονες να κουτσομπολέψουν και τα παιδιά να πάρουν μάτι κι οι δημοσιογράφοι να στήσουν πανηγύρι κι είναι όλοι ευχαριστημένοι, εκτός από την παθούσα, τον σύζυγό της και την αυταρχική μανιάτισσα πεθερά της, που είχε μείνει χήρα νωρίς και τον μεγάλωσε τον κανακάρη της με τα χίλια ζόρια, και δώσ’ του τον μπούκωνε με τα σφιχτά δίκροκα αυγά για να καρδαμώσει, να γίνει γιατρός, χειρούργος, επιστήμων άνθρωπος.
Όχι βεβαίως ότι η οικογένεια του εκλιπόντος, του πεσόντος πάνω στο …καθήκον, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, αλλά κάπου τον είχε βαρεθεί κι η γυναίκα του με τα τόσα ξενοπηδήματα, τρόλλεϋ την είχε κάνει τη γυναίκα από το τόσο κέρατο που της είχε ρίξει. Αφού συναντούσε το τρόλλεϋ «Κολιάτσου-Παγκράτι» και το χαιρετούσε με την εξής αλλόκοτη και περίεργη, βεβαίως, φράση: «Γεια σου συνάδελφε!». Από χιούμορ κι αυτοσαρκασμό πήγαινε καλά η χρονίως παθούσα. Τώρα όμως ησύχασε το κεφαλάκι της. Δεν θα ξυπνάει από χτυπήματα κινητών, σταθερών, με τάμπλετ που αναβοσβήνουν μέσα στη νύχτα «ήρθε μήνυμα! Ήρθε μήνυμα!». Όχι, τώρα, θα βουλιάξει στην αξιοπρεπή μοναξιά της, θα απολαύσει την έλλειψη αγωνίας κι ανασφάλειας, θα ανακουφιστεί κάτι σαν τη Μάννα στο «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, που έθαψε και τον τελευταίο άντρα φαλλοφόρο του σπιτιού και τώρα θα κοιμάται ήσυχη τα βράδια.
Αυτά παθαίνει κανείς όταν πηδάει με βιάγκρα, όντας καρδιοπαθής και ειδικά, αμέσως μετά το …σπινθηρογράφημα!!!. Αυτό δεν είναι πουλί, παιδί μου. Ραδιενεργό καυλί, φονικό όπλο. Καλά, αυτό δεν το σκέφτηκε η σεντονοτυλιγμένη; Αλλά στην καύλα παιδί μου, δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος γρυ. Ντιπ κατά ντιπ. Χριστό δεν καταλαβαίνει. Άντε, βράδιασε. Το κατάφερα και το διήγημα αυτό. Ο θεός να το κάνει ευθυμογράφημα. Εκ του φυσικού πάντα. Εκ του φυσικού. Όσο κι αν λέμε ότι «πάσα ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς συμπτωματική». Ναι, είναι. Βεβαίως και είναι. Τους αλλάζουμε προφίλ, ονόματα, φύλο …ενίοτε, δουλειά, γειτονιά, ειδικότητα, επάγγελμα, ιδιότητα. Εεε, τι άλλο να σου κάνει ο φτωχός ο συγγραφέας; Θεός να γίνει; Δεν μπορεί να επιτύχει και τα αδύνατα.
Πάντως αυτό που έλεγε η κακομοίρα η γιαγιά μου ισχύει εκατό τοις εκατό στα ερωτικά: «Μακριά από τη γειτονιά σου και μακριά από τη δουλειά σου». Αλλιώς γίνεσαι ρεζίλι. Όχι ότι δεν θα γίνεις κι αλλού, αλλά στα ξένα, στην ξενιτιά, ποιος σε είδε ποιος σε ξέρει…