Ἡ Ἱ. Μονή τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτη ἀποτελεῖ τόν πνευματικό μαγνήτη γιά τόν πιστό Λαό τῶν Δωδεκανήσων, ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς Πατρίδας μας. Ἡ ἱστορία της συνθέτει ἕνα δραματικό πολύπτυχο ἀγώνων, θυσιῶν καί ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς πρός τό Γένος καί τήν Ὀρθοδοξία. Μέ τήν Χάρη τοῦ Παμμεγίστου Ταξιάρχου, διατήρησε τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλληνικότητα τῆς Νήσου, καλλιέργησε τά γράμματα, πρωτοστάτησε στούς ἐθνικοαπελευθερωτικούς ἀγῶνες καί συμπαραστάθηκε κατά πάντα στόν δοκιμαζόμενο Δωδεκανησιακό Λαό.
Τό ἀποκορύφωμα τῆς ἐθνικῆς δράσεώς της, σημειώνεται στά χρόνια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ὅταν μετεβλήθη σέ κέντρο τῆς συμμαχικῆς ἀντικατασκοπείας, μέ τήν λειτουργία κρυφοῦ ἀσυρμάτου. Τό ἀντίτιμο αὐτῆς τῆς ἐπαναστατικῆς ἐνέργειας, ὅταν τούτη ἔγινε ἀντιληπτή στόν ἐχθρό, ἦταν ἡ ἐκτέλεση τοῦ Ἡγουμένου της Ἀρχιμ. Χρυσάνθου Μαρουλάκη, τοῦ οἰκονόμου της Μιχαήλ Λάμπρου καί τοῦ ἀσυρματιστῆ Φλώρου Ζουγανέλη τόν Φεβρουάριο τοῦ 1944.
Αἰτία ἀνεγέρσεως τῆς Μονῆς, ἦταν ἡ εὕρεση σ’ αὐτόν τόν εἰδυλλιακό χῶρο, τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτου καί τά ἀναρίθμητα ἐπιτελούμενα θαύματα, ἐξ ἀφορμῆς τῶν ὁποίων ὁ θαυματουργός Ἀρχάγγελος καί ἡ περιώνυμη Μονή Του, ἔγιναν πασίγνωστοι. Τήν σημερινή μορφή της ἔλαβε τό 1783 μ. Χ. ὅταν οἱ Συμαῖοι Ἱερομόναχοι Νεόφυτος καί Κάλλιστος ἀνοικοδόμησαν τό κατεστραμμένο ἀπό τίς πειρατικές ἐπιδρομές προηγούμενο Καθολικό καί ἀνοικοδόμησαν τό σημερινό, ἐντός τοῦ ὁποίου φυλάσσεται ἡ ἱ. Εἰκόνα. Ὁ ἀκριβής χρόνος κατασκευῆς της παραμένει ἄγνωστος μέ μόνο γνωστό στοιχεῖο τό ἔτος 1724, χρονολογία δημιουργίας τῆς ἀργυροσκάλιστης ἐπικάλυψης, τήν ὁποία ἐπιμελήθηκε ὁ ἀργυροχόος Ἰωάννης Πελοπονήσιος.
Ἡ ἀρχιτεκτονική τοῦ Ναοῦ ἀνήκει στόν τύπο τῶν μονόχωρων «σταυροθολιακῶν» ναῶν μέ δύο σταυροθόλια, πού ἐπιχωριάζει κατά τούς 18ο-19ο αἰ. στά Δωδεκάνησα καί στήν Μ. Ἀσία, κατάλοιπο ἀπ’ τό πέρασμα τῶν Σταυροφόρων. Τό ἔτος 1788 ὁλοκληρώνεται τό καταπληκτικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, ἔργο τοῦ τεχνίτη μαστρο-Δράκου Ταλιαδούρου ἀπό τήν Κῶ. Οἱ ἐξαιρετικές Δεσποτικές Εἰκόνες Χριστοῦ-Θεοτόκου, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή τους, εἶναι ἔργα τοῦ ἐκ Χίου καταγομένου ἁγιογράφου Σταυριανοῦ καί πιθανόν φιλοτεχνήθηκαν τό ἔτος 1727. Τό 1967 ἡ Μοναχή Ὀλυμπιάδα, μαθήτρια τοῦ Φώτη Κόντογλου φιλοτέχνησε τόν Τίμιο Πρόδρομο, πού τοποθετήθηκε δίπλα στό Μέγα Ἀρχιερέα, καί τήν Πεντηκοστή, πού βρίσκεται δίπλα στήν Ἔνθρονο Θεοτόκο.
Τό ἔτος 1792 ὅλος ὁ Ναός ἁγιογραφεῖται ἀπό τούς αὐτόχθονες ἁγιογράφους Ἱερομόναχο Νεόφυτο Συμαῖο καί Κυριακό Καρακωστῆ.
Ἀναμφίβολα τήν ὅλη ἐπιβλητική εἰκόνα τῆς Μονῆς, συμπληρώνει τό μοναδικό πανύψηλο Καμπαναριό της, ἡ ἀνέγερση τοῦ ὁποίου ἄρχισε τό 1905 καί ὁλοκληρώθηκε τό 1911. Ὁ ρυθμός τοῦ καμπαναριοῦ εἶναι Ἀναγεννησιακός καί ἔχει στοιχεῖα Μπαρόκ. Πολλοί μελετητές θεωροῦν πώς τό καμπαναριό τοῦ Πανορμίτη, ἀποτελεῖ ἀντιγραφή ἐκείνου τῆς Λαύρας Ζαγκόρσκ, πού βρίσκεται λίγο ἔξω ἀπό τή Μόσχα.
Στούς χώρους τῆς Μονῆς ὑπάρχουν τά Παρεκκλήσια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ καί τῶν Εὐαγγ. Μάρκου καί Ματθαίου. Ἐπίσης λειτουργεῖ ὀργανωμένο Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο, στό ὁποῖο ἐκτίθενται τά κειμήλια καί τά πάμπολα ἀφιερώματα πού φθάνουν μέχρι σήμερα διά θαλάσσης στόν ὅρμο τῆς Μονῆς. Ἀκόμα ὁ προσκυνητής ἔχει τήν εὐκαιρία νά ἐπισκεφθεῖ τό Λαογραφικό Μουσεῖο μέ τά πολύ ἐνδιαφέροντα ἐκθέματα, τήν ἐντυπωσιακή μεγάλη Τράπεζα, τό Ἀρχονταρίκι κ.ἄ.
Τό Μοναστήρι ἐπίσης, παρέχει τήν δυνατότητα τῆς ὀλιγοήμερης παραμονῆς στούς ἀνακαινισμένους Ξενῶνες της, μέ συνδιασμό τήν μοναδική φυσική ὀμορφιά καί τήν πνευματική ὠφέλεια ἀπό τήν συμμετοχή στίς Ἱερές Ἀκολουθίες πού τελοῦνται στό κατανυκτικό Καθολικό του. Προκειμένου νά ἐξασφαλίσει κανείς τήν διαμονή του, πραγματοποιεῖ ἔγκαιρα τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τό Γραφεῖο τῶν Ξενώνων.
Ἡ Μονή, διαθέτει ἀξιόλογη Βιβλιοθήκη, ἀπόδειξη τῆς σπουδαίας πνευματικῆς της προσφορᾶς στό νησί καί καλύπτει ἕνα εὑρύ φάσμα προσφορᾶς στό κοινωνικό σύνολο, μέ γνώμονα καί κριτήριο τήν Εὐαγγελική ἀγάπη.
Ἀπασχολεῖ σήμερα 30 ἐργαζομένους σέ ἐτήσια βάση, ἐνισχύει ἄπορες καί πολύτεκνες οἰκογένειες, καθώς καί ἐμπερίστατους ἀσθενεῖς, ἀποστέλλει χορηγίες σέ διαφόρους φορεῖς, χορηγεῖ ὑποτροφίες σέ πτωχούς φοιτητές, φιλοξενεῖ στούς ὀργανωμένους Ξενῶνες συλλόγους, μαθητές καί προσκυνητές, ὀργανώνει κατά καιρούς διάφορα συνέδρια καί ἐκδηλώσεις κ. ἄ.