Χαζεύω ατελείωτα τον κόσμο κι απολαμβάνω ιδιαίτερα τις συζητήσεις στις στάσεις των λεωφορείων, ειδικά έξω από το μετρό Ελληνικό περιμένοντας (με τις ώρες) το εξπρές (;!;!;!!!) για τη Σαρωνίδα, το περίφημο 122 (πρώην Ε22 και μακρινός απόγονος του Αθήνα-Αλίανθος – έτσι λένε τη Βάρκιζα – που έφευγε από το Ζάππειο και πήγαινε τους επιβάτες σαν κρεμασμένα σταφύλια στα βράχια τα λουσμένα από την αλμύρα…
Αυτά όμως συνέβαιναν στα μακρινά εκείνα χρόνια της χούντας, που «δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» κι ο μέσος μικροαστός δεν είχε δικό του όχημα, χρησιμοποιούσε τα μέσα μαζικής μεταφοράς – μετά εισπράκτορος, παρακαλώ – κι έτρωγε μια ντομάτα χαραχτή στα τέσσερα και κεφτεδάκια σε τάπερ ή μαρίδα τηγανητή, αμέσως μετά το μπάνιο, αυτές οι ποσότητες ήταν υπεραρκετές για κολατσιό ολάκερης τετραμελούς οικογενείας…
Σήμερα όμως, εν έτει 2015 στα χρόνια της Κρίσης, μπορεί να μην συνηθίζεται πλέον η τομάτα χαραχτή, όμως δίνει και παίρνει το κο(υ)λούρι Θεσσαλονίκης (μαλακό ή …σκληρό, για όσους δεν φοράνε μασέλα), με μπόλικους σπόρους σουσαμιού, που είναι κι αφροδισιακοί (η χαρά των περιστεριών).
Προχθές λοιπόν Κυριακή πρωί, είδα κι ευχαριστήθηκα το παραλήρημα ενός άλλου (ακόμα ενός) τρελού. Αυτή τη φορά ήταν ένας σαραντάρης άντρας, αδιαφόρου εμφανίσεως, ντυμένος χειμωνιάτικα μέσα στη ζέστη τη φθινοπωρινή, που πήγαινε πέρα-δώθε κουνώντας τον δείκτη του δεξιού του χεριού προς τον ουρανού και μουρμούριζε εξουθενωμένος (από την επανάληψη; Τι να σας πω; Δεν ξέρω.
Ό,τι και να σας πω θα σας πω ψέματα). Ο τύπος αυτός λοιπόν εκεί που καθόταν ήσυχος-ήσυχος (τρόπος του λέγειν – σ’ αναμμένα καρφιά καθότανε κι όλο έβαζε το χέρι στην τσέπη για να παίξει με το ….τς τς τα…πιπέρι στο στόμα θα του βάλω του άτακτου παιδιού, του συγγραφέως!)… είδε που λέτε ο στερημένος, ο έρημος, ο ενοχοποιημένος… είδε λοιπόν για να μην σας τα ζαλίζω και πολύ, ένα ζευγάρι γκέι, με τα όλα τους, τις ανθηλιακές κρέμες, τις βερμούδες, τα τατουάζ, την έκδηλη χαρά τους [για αυτό δεν τους λένε ελληνιστί και gay;], τους είδε ν’ αγκαλιάζονται και φιλιούνται στο στόμα σαν τα πιτσουνάκια (ήταν προκλητικοί κι αυτοί, οι άτιμοι!
Αλλά ο έρωτας ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται – πάντως ούτε βήχα είχαν ούτε χρήματα, για να περιμένουν το λεωφορείο και να βράζουν μέσα στην πυρωμένη άσφαλτο και να σπρώχνονται με όλους τους βρωμιάρηδες που ζέχνουν σκόρδο, τας-κεμπάπ και ναφθαλίνη…
Εκτός κι αν έκαναν κι αυτοί κοινωνιολογική έρευνα, ή μεταπτυχιακή …εν-τριβή για την ψυχολογία του πλήθους σε μεταβατικές εποχές… Μπα, δε νομίζω. Αυτοί παιδί μου ήταν τόσο αφοσιωμένοι στο σώμα τους (ο ένας στου άλλου κι ο καθένας με το δικό του), που ανέδιδαν μια τέτοια χαρά της ζωής, που έμοιαζε σχεδόν σαν προσβολή για όλους τους κατηφείς και τους συννεφιασμένους.
Τελικά, εκ μέρους όλων μίλησε ο ψυχοπαθής με τα χειμωνιάτικα. Κούνησε ρυθμικά τον δείκτη του δεξιού του χεριού προς τον ουρανό, κι ανεφώνησε με βιβλική παρρησία: «Δεν σας φταίμε εμείς τίποτα να πάμε στο νεκροταφείο εξ αιτίας σας. Σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί… Ο πατέρας εις τους ουρανός φρίττει με τα καμώματά σας.
Και το Άγιο Πνεύμα…». Επανέλαβε ρυθμικά το μόττο αυτό πολλές φορές μέχρι να το ακούσουν όλοι, να πάρουν φωτιά τα τεντωμένα-τσακισμένα νεύρα και να ανάψει το ποίμνιο της Βουλής των λεωφορείων και να κορώσει.
«Ααα, καλά το έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος ότι ο αρχάγγελος Μιχαήλ δεν ασχολείται με το τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του», είπε ένας διανοούμενος με σπουδές εις Παρισίους.
«Δεν το είπε ακριβώς έτσι», τον διόρθωσε μια άλλη, πιο …μορφωμένη. Στον Κουραδοκόφτη»…
«Ααα, για σας παρακαλώ, έχουμε και μικρά παιδιά εδώ», είπε μια θεούσα με μακριά φούτσα, επιμελημένο κότσο και γυαλιά με μεταλλικό σκελετό (πανομοιότυπο με χιλιάδες άλλων θρήσκων κυριών – καλά ειδικό οπτικό έχουν με ομαδική σύμβαση;)…
«Πες τα Χρυσόστομε!», αναφώνησε ένας κυριούλης με το σακουλάκι των ούρων να βγαίνει έξω από τη δεξιά του τσέπη.
«Ααααχ, γιατί να μην είμαι ακόμα νέα, να τους ρίξω μία να πάει η μούρη τους από την άλλη μεριά, να τους δείξω εγώ!», ξετσουτσούνισε μια καμπουριασμένη γιαγιά που κόντευε να φιλήσει τη γη με τη μύτη της.
Έκανα λίγο όπισθεν κι απομακρύνθηκα γιατί το ένστικτό μου με προειδοποιούσε ότι θα γίνει κάτι κακό.
Δεν πρόλαβα να αποτραβηχτώ και να αφήσω κάτω το σακίδιο πλάτης – βαρίδια μοιάζουν τα μαγιώ κι οι σαγιονάρες μετά από δύο ώρες ορθοστασία σε τρόλλεϋ, λεωφορεία, μετρό και τα λοιπά και τα λοιπά… ακούω ένα μπααααμμμ, γυρίζω και τι να δω; Δύο αυτοκινητάκια – σαν τα συγκρουόμενα του λούνα-παρκ ένα πράμα – βγήκαν από την πορεία τους, συγκρούστηκαν, αναποδογύρισαν κι έπεσαν επάνω στους ανθρώπους που μαλλιοτραβιόντουσαν στη στάση του λεωφορείου! Φωνές, καπνοί, ουρλιαχτά. Από το δεύτερο αυτοκινητάκι βγήκε έντρομη και σα χαμένη μια μεσόκοπη κυρία, με μπικουτί, ρόμπα και σαγιονάρες, που είχε ξεκινήσει να πάει στο …περίπτερο της Άνω Ηλιούπολης να αγοράσει τσιγάρα και δεν θυμάται πώς βρέθηκε στην Βουλιαγμένης.
Από το μπροστινό φλεγόμενο αυτοκίνητο, βγήκε μαινόμενος ένας εξηντάρης λεβεντόγερος, πρώην συνταγματάρχης, κι ετοιμαζότανε να χειροδικήσει, μέχρι που παρατήρησε τα χάλια της παραβάτιδος και την …ερωτεύτηκε παράφορα.
Όλοι μάζευαν τα κομμάτια, έδεναν τις πληγές τους, τόσα τσιρότα δεν ξέρω πώς βρέθηκαν σε τσάντες θαλάσσης, ήρθαν τα ασθενοφόρα, ήρθαν κι οι πυροσβεστικές, ήρθε και το ανακριτικό της τροχαίας κι ο μόνος που δεν έπαθε απολύτως τίποτα κι ήταν και πανευτυχής από πάνω, που …επαληθεύτηκε η προφητεία του, ήταν ο θριαμβολογών τρελός: «Είδατε που σας τα έλεγα; Θα σας κάψει ο Θεός! Σόδομα και Γόμορρα!!! Σόδομα και Γόμορρα!!!».
Εκεί ήταν που ήρθε καθυστερημένο – όπως πάντα – το λεωφορείο, ξέχασαν όλοι τα τραύματά τους κι όρμηξαν να πιάσουν θέση, προκαλώντας καινούργιες εκδορές, αμυχές και κλοπές πορτοφολιών-κινητών κι άλλων τιμαλφών στον πλησίον τους.
Ουφ. Αγχώθηκα και που τα έγραψα. Φαντάσου να τα ζεις κιόλας. Μα δεν τα ζούμε; Τα ζούμε όλοι μας καθημερινά. Έναν παγκόσμιο πόλεμο ζούμε και δεν το αντιλαμβανόμαστε… Στόόόπππππ!!!
Εδώ αρχίζει το δικό μου παραλήρημα κι ως εχέφρων άνθρωπος τα παρατάω.