Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη απαντούσε: «στο σπίτι μου».
Κι όταν επέμεναν εκείνοι (για να την καθυστερήσουν, για να την συνεφέρουν από την υπνοβασία της), όταν τη διπλορωτούσαν «μα πώς είναι αυτό το σπίτι σου;», εκείνη τους απαντούσε μάλλον διστακτικά και συγκρατημένα (από το παμπάλαιο φόβο ίσως μην την περάσουν για τρελή)… κι εκείνη λοιπόν τους περιέγραφε έναν θολωτό τάφο των Μυκηνών με όλα τα κτερίσματά του, που τα περιέγραφε με εξονυχιστική λεπτομέρεια, σα να τα είχε φορέσει μια ολόκληρη ζωή, ή – καλύτερα – σαν… σα να τα είχε πλέξει με χρυσοκλωστές, η ίδια, με τα χεράκια της. Φυσικά, αυτός ο τάφος δεν έχει ανασκαφεί ακόμη. Τα κοκκαλάκια της (αποσαθρωμένα από τη οστεοπόρωση) αναπαύονται στο μικρό κοιμητήριο κάτω από το βουνό όπου γεννήθηκε κι έτρεχε μικρή, νοσταλγώντας μετά, σαν παντρεμένη, κλαίγοντας με δάκρυ πικρό, μαύρο και μιλώντας για «τις τελετές μας». Τι να υπονοούσε άραγε; Αρχαίες γονιμολατρικές τελετές για τις στείρες γυναίκες και τα άκαρπα ζευγάρια; Εκεί που κάθε σχετικό πρόβλημα πολλαπλασιασμού και διαιωνίσεως του είδους λυνόταν με τρόπο ταχύ και μυστικό κάτω από το σεμνό Φως της Νυκτός, της μητρός των Πάντων. Αγίων και μη. Υπάρχει όμως κάτι που δεν έχει αγιάσει σ’ ετούτη την πλάση; Μετά από τόσες ταλαιπωρίες, τήξεις και τύψεις;
*Ποιος ξέρει τι ονειρευόσουν όταν σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Ξέρω όμως τι ονειρευόμουν εγώ όταν μου έλειψες εσύ. Για πάντα. Ανεπιστρεπτί. Θα ήθελα να υπάρχει ένας τάφος για σένα. Κάπου. Κι ας μην τον ξέρω εγώ. Θα συναντηθούμε στον χώρο εκείνο τον άχρονο, στις ρωγμές από ονειροφαντασιές και μπαλωμένες πληγές, ξηλωμένες τύψεις κι ενοχές, που όσο κι αν τις μαντάρεις, σε ξύλινο αυγό κι αν της τεντώνεις, πάντα τους φεύγει ένας πόντος.
*Θυμάμαι το ψωμί το ζυμωτό (με μαγιά) στον χτιστό πέτρινο φούρνο με τα ξύλα. Και για προσάναμμα ξερές αφάνες από το βουνό. Τους έβαλα φωτιά μετά την πρώτη ερωτική εμπειρία. Ευτυχώς, δεν το έκαψε το σπίτι. Εκείνη με έδειρε. Για πρώτη φορά ήταν το μάτι της αγριεμένο. Αλλόκοτο. Τώρα μόλις καταλαβαίνω γιατί. Ήξερε. «Από μικρός στα βάσανα κι εσύ;». Ήμουνα δεν θα ήμουνα έξι χρονών.
*«Τι τα αναθυμάσαι τώρα όλ’ αυτά και το μολογάς;» θα μου έλεγε η γιαγιά μου. Η Αγγελική. Όταν πέθανε την είδα να καλλιεργεί τον κήπο της στη θάλασσα. Κι ήταν γεμάτος ολάνοιχτα λουλούδια. Πρόστυχα. Με τον ύπερο καμαρωτό και τον κάλυκά τους ξεχειλωμένο. Ναι, τα θυμάμαι καλή μου γιαγιούλα και νοσταλγώ την μακρινή εκείνη εποχή που ψήναμε τις πατάτες στη χόβολη. Με ολάκερη τη φλούδα τους. Ακαθάριστες. Άθιχτες. Έτσι όπως τις πέταξε η γη. Έξω στο Φως. Είχα πάντα μια μεγάλη αγάπη για το Φως, όταν τρύπωνε πάντα απρόσκλητο ανάμεσα από χαραματιές (στο πάτωμα, στο πορτοπαράθυρα), σε χαραμάδες (μέσα από τα κεραμίδια). Ο σεισμός δεν μας τρόμαζε. «Ο κουνημένος δεν κουνιέται, ο βρεγμένος δεν βρέχεται κι ο τρελαμένος δεν τρελαίνεται», χρησμοδοτούσες. Έλεγες… και τι δεν έλεγες. «Ανθηρόστομη», έτσι σε φώναζε η γειτόνισσα η Ευανθία που την ξεπαρθενέψανε πριν την παντρειά και γύρεψε ο άντρας της από τον πατέρα της πανωπροίκι για να μην του την γυρίσει πίσω άναυλη. Και με την προίκα της φαγωμένη, φυσικά. Δεν τα νοσταλγώ καθόλου εκείνα τα χρόνια. «Ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας». Κουραφέξαλα! Ο παράδεισός μου εμένα είναι τα βιβλία. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν καθοριστική. Έρωτας κεραυνοβόλος. Από την τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών. Δύο χρόνια πριν γνωρίσω τον έρωτα. Και συστηθούμε… και αγγιχθούμε, όχι όπως δίνουν οι άνθρωποι χειραψία. Κι εδώ σιγώ. Το χώμα ας θάψει κι ετούτη την αλήθεια. Συνέβησαν και σε άλλους. Καλύτερους από εμένα. Και σε χειρότερους βεβαίως. Εγώ επιβίωσα – και μάλλον κάλλιστα – χάρη στα βιβλία. Σας αντιγυρίζω τώρα ετούτη τη χάρη.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας