Μία παρανοϊκή αφήγηση από φιλικά χείλη

Μία παρανοϊκή αφήγηση από φιλικά χείλη

Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες γλυκές πτυχές της…

*Αυτή είναι μια ιστορία που σκαρφίστηκα τις ατέλειωτες νύχτες της στέππας. Φωτεινός ουρανός. Ήλιος που δεν δύει. Μπορεί να φταίει και η πλήξη της δημοσιοϋπαλληλικής ζωής.
Μπορεί να φταίει κι εκείνο το χέλι που κολυμπάει στη στέρνα της ψυχής. Ενδέχεται πάλι να είναι απλώς ο μόνος τρόπος να υπάρχουμε. Εμείς, οι ανήσυχοι νόες, που δεν βολευτήκαμε ποτέ εδώ.
Ίσως κι ο έρωτας ο φταίχτης να είναι. Που μας ξεπέρασε και τον ξεπεράσαμε τόσο νωρίς. Τώρα μένει ο κορεσμός της αγριόπαπιας που έφαγε αφρόψαρα πολλά, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να πετάξει μήτε να κολυμπήσει. Επιπλέει απλώς στο νερό με το στόμα ανοιχτό. Αφήνοντας να την παρασύρει το ρεύμα. Αρχίζουμε λοιπόν. Από πού; Και πώς θα τελειώσει τούτο το δράμα; Αν ήταν πραγματικό, θα το περάτωνε η ζωή με το δικό της παράλογο τρόπο. Όμως, καμία φαντασία συγγραφική δεν μπορεί να συναγωνιστεί την Αλήθεια εκεί έξω.
Το Παράλογο, το τελείως Παρ-άλογο. Α-νόητο, πέρα έως πέρα. Η ανθρώπινη λογική τρομάζει με τις άπειρες δυνατότητες της αληθινής ζωής, απεχθάνεται το χάος.
Γι’ αυτό καταφεύγουμε στην Τέχνη. Κι εγώ γι’ αυτό γράφω. Μήτε για να μου δώσετε βραβεία μήτε για να με ανακηρύξετε λογοτέχνη της ημέρας – ή της νύχτας… (θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου), της χρονιάς, έστω – μήτε, βεβαίως,  για να μου δώσετε αξιώματα, αποζημιώσεις, μήτε για να μου καλύψετε έξοδα κινήσεως ή παραστάσεως. Αλλά για να υπάρχω… Ορνιθοσκαλίσματα σε ανακυκλωμένο χαρτί. Πολυτονικό με βαρείες. Τόσον επαχθής κι αφόρητη ήταν η πολύβουη μοναξιά μου. Σας αγαπώ. Φυσικά. Είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει κανείς. Και δεν ομιλώ για τις ανάγκες της σάρκας. Όχι, όχι… Αυτές τις καλύπτω με το τίμιο βιοποριστικό επάγγελμά μου που ανασφάλεια κραταιά δεν μου επιτρέπει να το εγκαταλείψω. Συνέχεια βλέπω εφιάλτες με μηχανογραφικές κάρτες και θαλάσσια τέρατα που ξεφυτρώνουν από μια πισίνα τόση δα. «Πισινούλα», θα τη λέγαμε, αν θέλαμε να αριστοφανίσουμε.

Όλοι είμαστε αλληλένδετοι. Σε μια αλυσίδα που δεν γίνεται να σπάσει. Φαινομενικώς μόνον… Τα φύλλα που πέφτουν από τα φθινοπωρινά δέντρα κατέχουν το μυστικό.

 

Σαν μόττο θα διαλέξω ένα ανατολίτικο γνωμικό:

 

«Κανένα φύλλο δεν σαπίζει παρά με τη βουβή γνώση

Όλου του δέντρου».

*

Μου το θυμίζει το ξενοδοχείο εδώ στο Πόζναν της αγαπημένης μου Πολωνίας. Το μαιευτήριο ήταν (είναι ακόμη) δίπλα στον χείμαρρο που ξεφορτώνει τα λιωμένα χιόνια στη θάλασσα. Δεν ξέρω αν οδηγώ την μνήμη ή μήπως εκείνη οδηγεί εμένα. Είναι οδυνηρό, όμως θα συνεχίσω…

Τι μπορεί να θυμηθεί ένα νεογέννητο; Τα πάντα. Είναι αποτυπωμένα βαθιά μέσα στην ψυχούλα του. Σαν πλαστελίνη η μνήμη. Σκληραίνει με τα χρόνια, ραγίζει, τσακίζεται και πέφτει κάτω… έτοιμη ν’ αποκαλύψει το μυστικό, που όταν το εξομολογηθείς παύει να είναι τρομακτικό. Γι’ αυτό τρέχουν όλοι στα βιβλιοπωλεία. Ανακαλύπτουν ξανά και ξανά πως δεν είναι οι μόνοι που έζησαν σημεία και τέρατα. Τίποτα το προσωπικό. Ξεκινάμε λοιπόν…

Η γυναίκα ήταν απλή και καθαρή. Με ένα τετράγωνο στρογγυλεμένο πρόσωπο, τα μάγουλα κατακόκκινα. Έμοιαζε με μάσκα από το Μεξικό. Κάποια θεότητα των Μάγιας. Τόσο αρχετυπική ήταν. Όμως, αν έξυνες λίγο κάτω από την επιφάνεια, είχες μπροστά σου το πιο περίπλοκο και μυστικοπαθές, το πιο αχανές κι οριοθετημένο, το πιο παράλογο κι αυτοπροσδιορισμένο πλάσμα του κόσμου… [Βλέπετε; Χρονοτριβώ. Ξεφεύγω. Θέλει κι η ανάμνηση τα στολίδια της. Το θυμικό αρέσκεται πάντα στα παιχνίδια].

Κοιτάζει τον γιατρό. Κι εκείνος την κοιτάζει. Η νοσοκόμα, η μαία, η μαμή, της τείνει ένα μωρό, καταματωμένο. Όχι όμως όπως συνήθως είναι τα νεογέννητα. Αρνείται να το πάρει προς το μέρος της. Κοιτάει μια τον γιατρό και μια το «εμπόρευμα». Σα να αγοράζει ρίγανη. Δύσπιστη. Σάμπως ν’ αθετήθηκε μια συμφωνία. Σα να συνωμότησε το Σύμπαν εναντίον της. Σα να ήταν συνεννοημένοι όλοι για να την τρελάνουν.

Δεν ήταν βίαιη. Ακόμα κι όταν στο χωριό, σ’ εκείνο το ψηλό βουνό επάνω, την έβαζαν να σφάζει τα κοκόρια από μικρή προκειμένου να συνηθίζει τη ζωή εδώ. Στον πλανήτη Γη. Εκείνης πάντα της ξέφευγαν κι έτρεχαν οι αλέκτορες με μισοκομμένο το λαιμό να πιτσιλίζουν τις ασβεστωμένες ξερολιθιές πριν ξεψυχήσουν με ένα γελοίο τίναγμα των ποδιών…

Εκείνο όμως το ταλαίπωρο, το ανυπεράσπιστο πλασματάκι, ήθελε να το σφίξει πάνω στο στήθος της και να το πνίξει. Για να μην υποφέρει όσα πέρασε εκείνη μέχρι τώρα (μέχρι τότε) στη ζωή της. Έκανε ένα επιτακτικό νεύμα με το αριστερό της χέρι να το πάρουν μακριά της.

«Μα είν’ αγόρι…», έκανε ν’ αντιτάξει η μαμμή.

Εκείνης έλαμψαν για λίγο τα μελιά της μάτια κι έσβησαν πάλι αργά στη σκοτεινιά του κάρβουνου που δεν ήταν αναμμένο…

Κι όμως είχε πάρει φωτιά κάποτε. Πυρκαγιά. Μ’ εκείνον. Τον αδελφό της. Τον δεύτερο, που δεν την κακοποιούσε. Σιχαινότανε τις φωνές και τη φασαρία. Όταν κάποιος της αγριομιλούσε, τον έκανε αμέσως εχθρό της, για πάντα. Δεν του έδινε ποτέ δεύτερη ευκαιρία. Τόσο απόλυτη ήταν. Μπορεί να μην αντιδρούσε, του το κρατούσε όμως. Τι γινάτι της έμενε στην κατάψυξη ακόμα και μια δεκαετία μετά… Δεν συγχωρούσε. Αμείλικτη. Και με τον εαυτό της τον ίδιο… Σα φίδι… Ή, μάλλον, σαν υβρίδιο οχιάς και σκορπιού, περίμενε υπομονετικά με τον καιρό να χύσει το δηλητήριο μέσα στους εχθρούς της. Κάποτε αυτοτραυματιζόταν. Μα δεν την ένοιαζε. Είχε την ψευδαίσθηση της αθανασίας.

Ετούτο το μωράκι δεν ήθελε να το ξαναδεί μπροστά της. Είτε το γεννήσει είτε όχι, είτε ήταν ξένο είτε δικό της, ακόμα κι αν το είχαν βάλει στην κούνια στην θέση του δικού της, του αποτετανωμένου από το τοξόπλασμα, πώρινο άγαλμα, πηλός που θρυμματίζεται κι αν δεν αποβληθεί πρέπει να γίνει κανονική εγχείρηση, να αφαιρεθεί από τη μήτρα της την κακοφορμισμένη. Ας όψονται οι γάτες που αγκάλιαζε και φύλαγε όταν ήταν μικρή. Ας όψεται το σπέρμα το ζούφιο του κουβαλητή, του σαβουρογάμη. Αλκοολικός και μπινές. Κρυφή αδερφή, που αρέσκεται να επιδεικνύει της κατακτήσεις του σε γυναίκες για να θολώνει τα νερά… Η σουπιά. Η Μαλάμω, η ανεπρόκοπη. Η Κατινιώ… Όχι, ετούτο το παιδί – ακόμα κι αν δεν ήταν δικό της, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ήταν δικό της – έπρεπε να το πάρει, να το δεχτεί και να περάσει στο ληξιαρχείο στη ζούλα σαν παιδί του αντρός της, του συζύγου της, που πήρε νόμιμα, καθώς πρέπει σε μια κόρη από καλή οικογένεια, «με παπά και με στεφάνι». Βέβαια, εκείνος της είχε ήδη μασήσει την προίκα της την παχυλή (παχουλή ήταν κι η ίδια) και θα την έστελνε πίσω στον πατέρα της άναυλη, χωρίς ναύλα. Και πού να την βάλει ο ταλαίπωρος, όσο κι να την αγαπούσε; Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι την αγαπούσε εκείνος ο πράος «μολαΐμικος» άνθρωπος; Το σπίτι το είχε κιόλας δώσει στον γιο του, τον πρωτότοκο, που είχε καλοπαντρευτεί για να στεγάσει τη γυναίκα και τα παιδιά που θα είχαν το όνομά του. Το πρώτο ακριβώς το ίδιο με το δικό του: μικρό όνομα, πατρώνυμο κι επώνυμο. Ο άλλος, ο δευτερότοκος, είχε γίνει αντάρτης. Του έδωσαν τον κήπο για να χτίσει κι εκείνος. Παντρεύτηκε μια χιλιαστού κι έγινε μάρτυρας του Ιεχωβά. Τους αράδιασε κι αυτός δύο παιδιά. Μα δεν ήθελε να τους παίρνουν αίμα, να τους κάνουν εμβόλια κι εξετάσεις. Παρ’ όλα αυτά πήγανε μια χαρά, προκόψανε, σπουδάσανε, προοδεύσανε κι εκάμανε τα δικά τους παιδιά. «Τέρατα υγείας», όλα, όπως έλεγε η νοσοκόμα στο αγροτικό ιατρείο. Τι να την κάνει ο πατέρας της λοιπόν; Να την πάρει πίσω; Και πού να την βάλει; «Στο κεφάλι του;». Έτσι συχνά σιγομιλούσαν με την άλλη αδερφή τους που είχε ανασκελωθεί νωρίς, από μικρή στα βάσανα και το παιδί το δώσανε κρυφά στο ορφανοτροφείο, με άλλο όνομα, «με δίχως όνομα». Χαλάσανε μια περιουσία για την παρθενορραφή. Κι άλλη μια περιουσία για προίκα και πανωπροίκι προκειμένου να την δεχτεί ο γαμπρός, που αν και ήταν λειψός, δεν ήταν όμως ηλίθιος. ..

«Ψύχωση λοχείας», έγραψαν στο βιβλιάριο του Ι.Κ.Α. (δούλευε τότε εργάτρια στου Καρέλια κι αργότερα στην αποθήκη του Λέβις, στα παντελόνια). Της χρέωσαν τα χτυπήματα στην κεφαλή του παιδιού. Και στα πλευρά. Όμως δεν το είχε βαρέσει η ίδια. Θα το θυμόταν. Μήτε η μεγάλη αδερφή του άντρα της, η κακίστρω, η μάγισσα η κακιά του παραμυθιού, η Εικασία με το όνομα. «Μα πού βρήκαν ετούτο το αλλόκοτο όνομα και τη βάφτισαν;» αναρωτιόνταν όλοι. Κανείς δεν έφερε τέτοιο περίεργο παρατσούκλι σε ολάκερη την περιοχή. Κι από κανένα σόι. Μήτε το πατρός μήτε της μητρός της, της Αγγέλως.

Αχ, εκείνη η μεγάλη αδερφή του άντρα της, η Εικασία, ο κακός δαίμονας, «το κακό σπυρί», καραδοκούσε σαν ύαινα να της ρουφήξει τα σωθικά. Δεν της είχε συχωρέσει που στεφανώθηκε τον αδελφό της εν δόξη και τιμή. Έπαιξαν από μικροί αυτοί παιχνίδια σεξουαλικά. «Παιχνίδια με τα σώβρακα δεν γίνουνται», τους απόπαιρνε η μάνα τους. Εκείνα όμως τον χαβά τους. «Παιδιά! Τι περιμένεις;». Εκείνη τον μεγάλωσε. Η Κασσάνδρα-Εικασία. Ήταν δώδεκα χρονώ όταν γεννήθηκε ο διάδοχος. Και στο δικό της βυζί ξαπόσταινε όταν η μάννα τους δεν ήθελε ούτε να τον ακούσει. Είχε πάθει βαριά αρθριτικά και της πέσανε τα δόντια από τη γέννα τούτη την καθυστερημένη. Κόντευε πενήντα χρονώ. «Ούτε η Σάρρα!», σιγοψιθύριζαν οι γειτόνισσες, οι φαρμακόγλωσσες. «Γι’ αυτό της πέσανε τα δόντια ούλα».

Όμως εκείνη ήταν ακόμη νεαρή. Θα είχε δεν θα είχε κλείσει τα είκοσι εφτά. Φυσικά, την ταυτότητα την είχανε αλλάξει για να παντρευτεί μικρότερο. Τρομάρα της. «Ψώνισε από σβέρκο!». Μάλιστα. «Αχαΐρευτος κι ανεπρόκοπος – πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης». Και το μυαλό του όλο στα πονηρά. Κολλημένο. «Αρρώστειαείν’ αυτή. Τι να πεις», έλεγε στην αδερφή της την ξεπαρθενεμένη, την καταντροπιασμένη από τα δεκατέσσερα, το όνειδος της οικογένειας, όπως έλεγε ο παπάς της ενορίας. «Πάλι καλά που βρήκε έναν ανθρωπάκο και την κουκουλώθηκε». Φόρτωμα πάντως δεν του έγινε. Δουλευταρού μέχρι αηδίας. Και οι δυο τους. Ξέδιναν με το νοικοκυριό. Αστράφτανε τα κατσαρολικά. Καθρέφτες. Έβλεπες τη μούρη σου μέσα.

Η Κασσάντρα, η Εικασία την παραφύλαγε νυχθημερόν. Και μπορεί να έκανε πως το χώνεψε, όμως ετούτο το μούλικο άχτι το είχε. Ευχαρίστως θα το έπνιγε με τα ίδια της τα χέρια. Έπρεπε να προσέχει η ηρωίδα μας. Με κακό θεριό είχε να παλέψει. Ερωτευμένη η γυναικαδέλφη της (κουνιάδα το λένε αυτό σε εκείνα τα μέρη), ερωτευμένη με τον αδελφό της, η στρίγγλα, η κακούργα η Εικασία. Βρουκόλακας σωστός… «Ό,τι κι αν σας πω για δαύτηνε θα σας πω ψέμματα – λίγα θα είναι… λιγοστά. Αναρίθμητα τα κακουργήματά της, αποτρόπαια, ειδεχθή, αποκρουστικά…», εξομολογιότανε στην αδερφή της την ξεμπουρλεμένη, που την άκουσε με πολλή προσοχή και με άκρα σοβαρότητα κουνούσε πού και πού το κεφάλι, σα να μην ήξερε ποιαν να λυπηθεί περισσότερο: την αδελφή της ή τον εαυτό της;

Πολλά τα φονικά και τα ατιμώρητα εγκλήματα σ’ εκείνο το μεσαιωνικό χωριό στις υπώρειες του Ταϋγέτου. Πολλοί νεκροί χτισμένοι στους πύργους, στις ξερολιθιές, πολλά πτώματα ριγμένα στα πηγάδια, πεταμένα στα σκουπίδια, στις χωματερές να τα φάνε τα όρνια και τα άγρια σκυλιά. Πολλοί οι αυτοκτονημένοι, οι δηλητηριασμένοι από αρσενικό, ποντικοφάρμακο, κατσαριδόσκονη, ακόμα και με D.T.T., πολλά πρόσωπα παραμορφωμένα από βιτριόλι. Ανάπηρες ψυχές, κακοσήμαδες. Σώματα βιαστικά θερισμένα, πεσμένα κάτω από χαγιάτα, έξω από πόρτες πονηρές, μυστικές, κρυφές, από το πίσω μέρος των κήπων… σώματα ξεματωμένα από ύπουλη μαχαιριά, «στην ηλιαία φλέβα», όπως είπανε μετά το πλέον πρόσφατο φονικό, όταν ήμουνα παιδί μικρό, στο δημοτικό σχολείο.

Θα ήθελε να φύγει, να δραπετεύσει, να πάρει δρόμο, να τρέξει στον κατήφορο και «να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της»… Να μην γυρίσει μήτε να κοιτάξει. Σαν τη γυναίκα του Λωτ και μαρμαρώσει. Σαν την Ευρυδίκη και ξαναγυρίσει πάλι στον υγρό τάφο του συζυγικού της σπιτιού. Μα πού να πάει. Είναι δειλή και μόνη. Μια ζωή εσώκλειστη. Από τα υπόγεια του πατέρα της στα υπόγεια του αντρός της. Είναι αιχμάλωτη δια βίου. Της λείπει η θέληση. Είναι πλασμένη θρασίμι. Γεννημένη θύμα. Να σκύβει το κεφάλι και να κλαίει σιωπηλά πάνω από τη σιδερώστρα που «δεν της έδωσε ο θεός παιδιά». Να το ακούω και να με μαχαιρώνουνε στην καρδιά ετούτα τα λόγια τα παράλογα. Κι εγώ τι ήμουνα; Πόσοι έπρεπε να ήμασταν δηλαδή; Μήπως γι’ αυτό έγινα τόσοι πολλοί κι έκανα τόσα που δεν χωράνε στη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου;

Αιχμάλωτη. Φυλακισμένη. Δεν θα δραπέτευε ποτέ. Μονάχα μέσα στο φέρετρο, πίσω από τα εξαπτέρυγα, με την κουδουνίστρα του θυμιατού μανιασμένη και με του λιβανιού την ασφυξία στα ρουθούνια. Στα δικά μας, όχι στα δικά της. Εκείνη ήτανε για πρώτη φορά στην ταλαίπωρη ζωή της γαληνεμένη, με το μαλλί μαύρο και τα μάτια σφαλιστά για πάντα. Την είχανε πνίξει η Ουκρανή που την κρατούσε (μια εβδομάδα πριν απολυθεί για κακοδιαχείριση) κι ο αλήτης ο άντρας της, που έτρεχε μια ζωή ξωπίσω από τον ποδόγυρο σαν λιπόσαρκο σκυλί που του τρέχουνε τα σάλια.

Σαν την έβγαζαν έξω από τις καμάρες του παλαιού πετρόχτιστου σπιτιού ο πρωτότοκος γιος της Εικασίας-Κασσάντρας με διπλάρωσε και μου είπε με το πονηρό γλυκανάλατο ύφος του καλού Σαμαρείτη: «πότε να φέρουμε τα πράγματά μας εδώ;». «Ποτέ!!!», άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει. Κι όλοι γύρισαν να δούνε τι γίνεται. Κοράκια. Από εκείνη την ημέρα μίσησα εκείνο το σπίτι, και τον δολοφόνο τον πατέρα του και τους πρώην συγγενείς μου και όλο του το σόϊ. Από εκείνη την ημέρα θα ήθελα, ήμουνα σίγουρος πως – δεν μπορεί – ήτανε θετός μου πατέρας ετούτο το θηρίο κι όχι πραγματικός, φυσικός πατέρας, συγγενής εξ αίματος. Συγγενείς εξ αγχιστείας θα ήθελα να είναι για να μπορούσα να τους χωρίσω, να πάρω διαζύγιο από δαύτους, να τους ξεχάσω για πάντα.

Όμως ας γυρίσουμε πίσω στην ιστορία μας. Ας την πάρουμε πάλι από την αρχή. Εκείνη κείτεται στο μαιευτήριο, το μοναδικό ιδιωτικό μαιευτήριο στην ευρύτερη περιοχή. Πανάκριβο. Δυσπρόσιτο για τα συνηθισμένα βαλάντια. Τα κοινά πορτοφόλια δεν άντεχαν τόσα υπέρογκα έξοδα, τόση πολυτέλεια. Τα πατώματα να αστράφτουν από τις χλωρίνες, «να ντρέπεσαι να πατήσεις».

Για την ώρα της χρεώσανε, εκτός από ένα ξένο μωρό («κι ήτανε γαλανομάτικο το μούλικο!!!»), της χρεώσανε και μια δήθεν «ψύχωση λοχείας» για να δικαιολογήσουνε στον φυσικό πατέρα του παιδιού, που ήθελε να κρύψει τον καρπό του μεγάλου έρωτά του (και να κάνει κι αποταμίευση D.N.A. στην περίπτωση που θα του σκοτώνανε τα νόμιμα τέκνα του – όπερ κι εγένετο). Είναι κακιά μητριά η Μοίρα μερικές φορές. Και πάντα εκδικείται. Σιχαίνεται το ψέμα ο θεός. «Κάθε τι κρυφό είν’ αμαρτία», έλεγε μια γριά τσατσά, πρώην πόρνη, που εξομολογιότανε συχνά και το έπαιζε «μετανοούσα Μαγδαληνή», «αφού είχε πηδήξει πολλά παλούκια», όπως έλεγε η γιαγιά μου σε κρίσεις (αριστοφανικής) ειλικρίνειας. Όμως εκείνη δεν είχε να κρύψει τίποτα; Τις πομπές του άντρα της; Καλός ήτανε κι ο συχωρεμένος. Αργοπέθαινε στο μέσα δωμάτιο, στο κατώι. Είχε δική του τουαλέτα. Αργόσβηνε. Κάθε τρεις και λίγο πήγαινε προς νερού του. Ο καρκίνος τον είχε χτυπήσει εκεί χαμηλά. «Εκεί που είχε αμαρτήσει», έλεγαν οι γειτόνισσες και η γραία μαμμή που δεν την είχε τιμήσει με το σπέρμα του. Όχι εκείνην, ποτέ. Εκείνη ήτανε ιερή, γιατί ξεγεννούσε γυναίκες και ζωντανά. Αδιαμαρτύρητα. Όποια ώρα κι αν τη φώναζες, τη μέρα ή τη νύχτα, ερχόταν, πειθήνια, σαν άλογο, εξημερωμένο…

Η λεχώνα μας βιώνει έναν άλλον θάνατο, αργό. «Ψύχωση λοχείας» θα γράψουνε στο βιβλιάριο υγείας. Των αδίκων άδικα. Εκείνη δεν είχε σηκώσει το χέρι της ούτε τον εαυτό της να χαστουκίσει. Ακόμα και τότε που της άξιζε για τα λάθη και τις στραβές επιλογές της. Μα είναι κάτι άλλο, βαθύτερο, που τη στοιχειώνει. Κάτι που δεν θα το εξομολογηθεί σε κανέναν. Ποτές. Μήτε στο γιατρό. Μήτε στο γιο της, τον μονάκριβο, που είχε παράπονα, λέει, πως δεν τον μεγάλωσε σωστά, δεν έδειχνε ενδιαφέρον το πρέπον, πως «μεγάλωσε μόνος του σαν ορφανό». Άκου πράγματα! Ε, αυτά ήξερε, αυτά έκανε. Δεν κάτεχε παραπάνω!!!

*

Η πρώτη νύχτα στον πλανήτη Γη.

Εδώ η μνήμη αγκυλώνει. Όσες τεχνικές κι αν κατέχεις, όσων τεχνασμάτων κι αν μετέλθεις… Ακόμα κι ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη διακινδυνεύοντας όσα δεν τόλμησε στα τείχη τα πανύψηλα της Τροίας, μόνο και μόνο για να μάθει τον τρόπο επιστροφής στην Εστία, στην αρχετυπική μήτρα, που δεν έχει οδό μήτε αριθμό, μόνον αρίφνητο πόνο. Και το τραύμα τούτο δεν κλείνει ποτέ. Πώς πάμε λοιπόν στο πιο σκοτεινό κομμάτι της ψυχής; Ποιον διακόπτη να γυρίσουμε για να φωτίσουμε τα ερέβη; Θα κάνω το πρώτο βήμα εγώ κι εσείς ακολουθήστε με. Ατρόμητος Ηρακλής οδεύοντας προς την πυρά που μόνον νεκρική δεν είναι. Κάθε άλλο…

[Πρέπει να επιστρέψω το κλειδί στη ρεσεψιόν. Check-out από το ξενοδοχείο. Ποιος ξέρει αν θα γυρίσω; Τι σημασία έχει; Πήραμε υπερβολική δόση από τη ζωή εδώ. Καιρός να γυρίσουμε κι άλλα εδάφη. Να πλεύσουμε σε χωρικά ύδατα πρωτόγνωρα, με τα εκεί τέρατα που δεν μπορούν να παραβγούν με τα δικά μας… Ας είναι… Αν αξίζει κάτι στο ταξίδι αυτό είναι η αφοβιά…].

Κι όμως τρέμω μην τσακίσω όλα μεμιάς τα κρύσταλλα της μνήμης. Πολυέλαιος πάνω σ’ άλλο πολυέλαιο πάνω σ’ άλλο πολυέλαιο… Τόσο δύσκολο λοιπόν είναι να θυμηθείς τι έγινε; Τι πραγματικά έγινε; Μωρό, ναι. Μα κάθε άλλο παρά ηλίθιο. Ανόητος δεν ήμουνα ποτέ. Παρορμητικός; Συχνά. Και διέπραξα πολλά λάθη. Ίσως παραπάνω από το κανονικό. Όμως τι σχέση είχα (κι έχω) εγώ με τον μέσο όρο;

Τα πιο κάτω θα τα διαβάσετε με σκεπτικισμό και για την ηδονή της λογοτεχνίας, που είναι – ούτως ή άλλως – ένα κατασκεύασμα, ένα καλοστημένο παιχνίδι. Ακόμα κι αν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ειδικά τότε…

Ήταν λοιπόν νύχτα. Μαύρα μεσάνυχτα. Το νερό ξεχείλιζε στον χείμαρρο. Κάτι λέξεις φλυαρούσαν με τον αγέρα. Οι ευκάλυπτοι μόνο παρέμεναν σκοτεινοί. Τα φύλλα της ελιάς φωσφόριζαν στην πεδιάδα πέρα. Και κάπου έπεσε ένας κεραυνός. Εκκωφαντικός…

Τώρα πρέπει να το πω. Να το γράψω. Τα διηγήθηκα πάμπολλες φορές στα ευήκοα ώτα του ανέμου.

Εκείνη πλησίασε την κούνια του μωρού. Ένα διαμάντι, μονόπετρο, έλαμπε στο μεσιανό της δάχτυλο καθώς κρατούσε το σφυρί με το δεξί της χέρι. Φώτα νυκτός. Πρασινωπός σπαραγμός. Ένα κουμπί από την ιατρική της ποδιά σκάλωσε κάπου (στα μεταλλικά κάγκελα του κρεβατιού, ίσως) κι έπεσε με κρότο στο καλογυαλισμένο πάτωμα.

Μια-δυό-τρεις. Μία στο δεξί βρεγματικόνοστούν. Στο κρανίο. Δεύτερη στο αριστερό μάτι. Από τότε τυφλό. Η τρίτη σφυριά έσπασε τρία πλευρά στη δεξιά πλευρά μου, κάτω από τη μασχάλη. Ο θώρακας παραμορφώθηκε από τότε για πάντα…

«Και γιατί δεν αποτέλειωσες το έργο σου; Γιατί δεν ΜΕ αποτέλειωσες;», τη ρώτησα σαράντα χρόνια μετά, όταν εκείνη ήρθε να μου ζητήσει συχώρεση και να εξομολογηθεί (με αυτή τη σειρά). Με το τσιγκέλι της τα έβγαζα.

«Γιατί είδα έναν δράκοντα, πανύψηλο, τέρας θεόρατο, ίσαμε εκεί πάνω… άγγελος; Δαίμονας; Τον είδα να πετάγεται παρευθύς πίσω από την σπονδυλική σου στήλη, όπου ήτανε κρυμμένος, κουλουριασμένος… άφησε την φωλιά του όπου είχε κουρνιάσει χαμηλά στον κόκκυγά σου (για αυτό έγινες… αυτό) και τον είδα κοψοχολιασμένη να ορμάει κατά πάνω μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Άρχισε να με κυνηγάει, βγάζοντας φωτιές από το στόμα, στους διαδρόμους της πανάκριβης και πεντακάθαρης ιδιωτικής κλινικής (που ήταν και μαιευτήριο και παιδιατρείο και… και….). Από τότε παράτησα την παιδιατρική κι έγινα ψυχίατρος. Ψυχαναλύτρια. Ειδικευμένη στους ανίατους τρελούς. Εκείνους που βλέπουμε οράματα…».

«Σαν κι εσένα», της επιτέθηκα,

«Σαν κι …εμένα», απάντησε δειλά, διστάζοντας.

 

Σιγή. Βλέπετε; Ήταν τόσο απλό. Το είπα. Το έγραψα και τώρα δεν ξεγράφει.

 

«Μα τώρα; Και τώρα; Τι θα κάνεις τώρα που τα έμαθες όλα; Τι ζητάς και τι γυρεύεις; Γιατί σκαλίζεις τα παλιά; Εκδίκηση; Λεφτά;», αντεπιτέθηκε σαν οχιά με τον χαρακτηριστικό της αγενή, ορεσίβιο τρόπο.

«Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά. Σαράντα χρόνια μετά θα σου ευχηθώ να ζήσεις άπειρα χρόνια και να υφίστασαι καθημερινώς τους ίδιους πόνους που μου επέφερες μ’ εκείνο το σφυρί», την καταράστηκα ασύστολα, με ήρεμη φωνή, χωρίς να θυμώσω, δίχως να οργιστώ, όπως λέμε τη συνταγή ενός φαγητού, σα να μιλάμε για ένα γλύκισμα, τετριμμένο, καθημερινό…

«Αντιπεπονθός», διέγνωσεν εκείνη, η σκρόφα. «Είναι ο τίτλος σ’ ένα από τα συγγράμματά μου, εκεί στον μακρινό Βορρά, όπου με έκρυψε ο παππούς σου, ο πεθερός του πατέρα σου για να γλιτώσω την οργή του γαμπρού του»…

«…στον Καναδά κατέφυγες για ν’ αποφύγεις τη σύλληψη από την αστυνομία. Γιατί το έκανες; Τι σε ανάγκασε; Ποιος; Σε εκβίαζαν; Με τι; Μπορώ να φανταστώ σεξουαλικά εγκλήματα, παραβάσεις κι υπερβολές της νιότης… Κι αν όχι μ’ αυτό, τότε με τι;».

 

Εκείνη αποφεύγει να απαντήσει ευθέως. Γυρίζει την κουβέντα τεχνηέντως σε άλλα θέματα, παραπλήσια, εκεί που την συμφέρει και «παίζει στο γήπεδό της».

«Είδα πολλά μωρά παρατημένα στα μαιευτήρια που υπηρέτησα. Θα ήθελα τώρα να μπορούσα τότε να τα έχω υιοθετήσει όλα… όλα…».

«Κι εμένα;».

«Ναι, κι εσένα. Ειδικά εσένα, κυρίως εσένα…».

 

Έχει χάσει τον έλεγχο, έχει ξεφύγει. Η μάσκα της έχει φύγει, έχει πέσει στο έδαφος, στο αριστερό της πόδι και κείτεται εκεί σαν γατί. Μισεί τα ζώα. Και κάθε τι ζωντανό. Ακόμα και τον εαυτό της. Πρωτίστως αυτόν. Της ορμάω ξανά:

«Δεν μιλάς; Τους καλύπτεις ακόμα; Μα έχουν πεθάνει όλοι, προ πολλού. Κι αυτοί και τα αποσπόρια τους. Όλοι τους κακήν-κακώς πήγανε. Από την κατάρα της μάννας μου, της Μαρίας, που καταράστηκε κατά λάθος κι εμένα, μαζί με τα νόμιμα παιδιά του αγαπητικού της. Τόση ειρωνεία λοιπόν; Πώς να την αντέξει ένα φτωχό μυαλό; Πώς να την χωρέσει ένα σωματάκι τόσο δα, ανυπεράσπιστο, ανήμπορο… Πώς μπόρεσες; Τι είσαι εσύ; Θηρίο ή άνθρωπος; Θεός ή δαίμονας; Από ποια Κόλαση βγήκες κι ήρθες εδώ να μας βασανίσεις;».

 

Εκείνη ακούει αδιάφορα. Ακόμα ένα παραλήρημα ασθενούς της. Κάπως έτσι. Μιλάει ήρεμα κι απλά, σα να δίνει οδηγίες για να βρεις ένα μαγαζί με καινούργια φορέματα:

«Η εχεμύθεια μού έγινε στενό πουκάμισο, κορσές. Σαν το πουκάμισο που φόρεσε ο Ηρακλής αφού το πότισε η ζηλιάρα σύζυγός του Διηάνειρα με το δηλητηριασμένο αίμα του εκδικητικού κένταυρου Νέστου… Τόσο ασφυκτικά με έζωσε η επαγγελματική μου συνήθεια να είμαι εχέμυθη, έμπιστη, που ακόμα και τα ραντεβού μου στο μυαλό μου τα σημείωνα. Μήτε ατζέντα δεν είχα. Κι αν κρατούσα κάποια τηλέφωνα ήτανε πάντα με σημαδάκια. Μήτε ονόματα μήτε καν αρχικά. Σε περίπτωση που πέσουν σε ξένα χέρια, στα λάθος χέρια, να είναι εντελώς άχρηστα. Έχει γίνει η εχεμύθεια δεύτερή μου φύση. Έχει κολλήσει πάνω μου σαν παράσιτο, σαν λειχήνα. Μου έχει χωρεθεί. Τόσο που δεν ξεκολλάει από πάνω μου δίχως να πάρει και σάρκα μαζί…».

«Η εχεμύθεια λοιπόν είναι το επαγγελματικό σου μυστικό;» την ειρωνεύομαι. «Για πόσες μυστικές υπηρεσίες δούλεψες και δουλεύεις ταυτόχρονα; Το βλέπω στο βλέμμα σου. Είσαι γεννημένη φόνισσα. Εκπαιδευμένη. Νιώθεις ηδονή όταν σκοτώνεις, όταν παίρνεις τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, όταν ξεψυχά κανείς μπροστά σου. Σε φαντάζομαι να τρέχεις στα νεκροτομεία και να παίρνεις την πρέζα σου από το αιθερικό σώμα των πεθαμένων που περιπλανιέται για τρεις μέρες παραζαλισμένο πάνω από το νεκρό τους σώμα».

«Αυτό ισχύει μόνο για τους αμύητους, τους ανυποψίαστους, τους ξεχασμένους κι από τον ίδιον τον εαυτό τους», με διακόπτει.

«Είσαι λοιπόν ικανή για όλ’ αυτά, λοιπόν;».

«Και για άλλα πολλά, που δεν μπορείς να διανοηθείς. Όμως όχι, εσύ μπορείς… Και τώρα τι θα κάνουμε; Πήγαινε στην κουζίνα να φέρεις ένα πορτοκάλι μέρλιν. Πάρε ένα μαχαίρι που να κόβει γιατί είναι χοντρόφλουδο. Φέρε ένα πιάτο. Θα το φάμε μαζί. Σαν αδελφάκια. Σαν μάννα με γιο».

«Δεν με τουμπάρεις έτσι εύκολα εμένα. Μόνο αυτό μου έλειπε. Να μου το παίξεις και μαμά. Έλεος!!!».

 

Κάνει ότι δεν ακούει. Εκλεκτική κώφωσις. Όσο είμαι στην κουζίνα μονολογεί:

«Μετά είμαι καλεσμένη σε κάτι γενέθλια απέναντι. Να με βλέπουν από τα παραθύρι τους. Αν δεν πάω θ’ ανησυχήσουν και θα χτυπήσουν το κουδούνι. Εξάλλου, ξέρουν, καλώς γνωρίζουν με ποιαν, με ποιον είχα ραντεβού… Ο γιατρός απέναντι θέλει να του κληροδοτήσω το ιατρείο μου μαζί με το πελατολόγιό μου. Τον βλάκα! Ας περιμένει».

 

Γυρίζω. Κάθομαι απέναντί της και τρώω μόνος μου το μέρλιν. Κρατάω επιθετικά το μαχαίρι, ένα τεράστιο χασαπομάχαιρο προς το μέρος της. Εκείνη με κοιτάει και τρέμει. Βαθιά, στα φυλλοκάρδια της μέσα. Της ξαναορμάω σαν σκορπιός κακοφορμισμένος, που τον έχει ζώσει η φωτιά και δεν ξέρει προς τα πού να πάει να ξεφύγει. Είναι βαρύ πράγμα η Αλήθεια. Και για γερά νεύρα.

«Αυτή λοιπόν είναι η περίφημη εχεμύθειά σου; Πού πήγε το επαγγελματικό σου απόρρητο; Περίπατο; Όποτε σε συμφέρει το θυμάσαι κι όποτε δεν σε βολεύει το λησμονάς;»

«Δεν ήσουν ασθενής μου εσύ. Αλλά φίλος μου. Ισότιμος».

«Μην βαυκαλίζεσαι. Δεν είμαστε ίσα κι όμοια. Με κολακεύεις. Ή μάλλον κολακεύεις τον εαυτό σου. Περίμενε, πάω να αφήσω το μαχαίρι. Να ξεπλύνω τη λαβή του για να μην αφήσω αποτυπώματα. Μην σε σφάξει κανείς κατά λάθος και βρω τον μπελά μου. Κι απ’ ό,τι κατάλαβα είναι μεγάλος ο σύλλογος εκείνων που θέλουν να σε δουν ανάσκελα, στο φέρετρο».

 

Αντί όμως να πάω προς την κουζίνα πίσω δεξιά μου κάνω να πάω προς το μέρος της. Εκείνη τραντάζεται. Σηκώνεται όρθια. Τρομάζει. Με μετράει με το βλέμμα. Χαμογελώ. Την κοροϊδεύω. Της γελάω κατάμουτρα. «Η κυρία καθηγήτρια, η διδάσκουσα χωρίς διδακτορικό, γιατί άφηνε τον μεγάλο να της μαλάζει τα βυζιά, να της τα γλείφει ενίοτε, όταν ήθελε κάτι ξεχωριστό για δώρο…», η κυρία δεσμοφύλαξ, ο δήμιος, ο εκτελεστής τόσων αθώων ψυχών έτρεμε τώρα για τη ζωούλα του, κοίταξε να γλιτώσει το τομάρι της από τη σφαγή. Να την κατακρεουργήσω έπρεπε. Όμως όχι, δεν είναι δυνατόν. Δεν είμαι ικανός γι’ αυτό. Ούτε μυρμήγκι δεν μπορώ να βλάψω. Το ήξερε. Όμως είχε δει πολλά στη ζωή της τη μαύρη. Έτσι ξανάκατσε ήσυχα-ήσυχα στην πολυθρόνα της, αλλά σε ετοιμότητα, χωρίς να σταυρώσει χέρια και πόδια…

 

Όταν γυρίζω από την κουζίνα, το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο. Όμως στριφογυρίζει νευρικά το διαμαντένιο δαχτυλίδι στο κακοφορμισμένο δάχτυλό της. Πρησμένη από την κορτιζόνη… Τώρα δεν είναι στον μέσο αλλά στον παράμεσο. Πάχυνε. Χόντρυνε από τότε. Η καλοπέραση. «Στα μαξιλάρια ξαπλωμένη μασώντας τη μαστίχα». Να ξεκοκκαλίζει τους καρπούς του αμαρτήματός της.

 

Με κοιτάζει. Σα να ποθεί τον θάνατό της. Την κοιτάζω. Όχι, δεν θα της κάνω αυτή τη χάρη. Δεν θα γίνω εγώ ο δήμιός της. Ποτέ!

 

Τρώμε μηχανικά. Δεν θυμάμαι τι. Κάτι κολλάει στο λαιμό και δεν κατεβαίνει. Ίσως καταΐφι (από το βυζαντινό «κατά υφάδην»). Κάτι σιροπιαστό τέλος πάντων. Ξεροβήχω.

 

«Να φέρω νερό; Τι έπαθες;». Ανησυχεί πραγματικά.

 

Το ενδιαφέρον της είναι αληθινό. Ξέρω να διακρίνω και τις ελάχιστες αποχρώσεις της ανθρώπινης έκφρασης. Γι’ αυτό σπούδασα θέατρο. Και συνεχίζω να το ασκώ. Ήξερα πάντα να ξεχωρίζω και τις παραμικρές διακυμάνσεις στα αισθήματα. Έπρεπε να επιβιώσω. Μόνος σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον. Ολομόναχος σε ένα σύμπαν εγκαταλελειμμένο από τον θεό….

 

«Θέλω να μ’ αγαπάς», λέει χαμηλόφωνα εκείνη. Το ανθρωπόμορφο τέρας. Έχει το θράσος να ζητάει, να απαιτεί κάτι τέτοιο.

 

Κεραυνός με χτυπάει.

«Όχι, δεν μπορώ να πω ψέματα. Δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Μπορώ να συγχωρήσω τα πάντα. Όχι όμως κι εσένα, όταν σε φαντάζομαι να χτυπάς με σφυρί ένα ανυπεράσπιστο μωρό, νεογέννητο».

«Ήσουν ήδη τριών ημερών».

«Κι αυτό σ’ απαλλάσσει; Κάνει τη θέση σου ελαφρότερη;».

«Όχι, με παρεξήγησες. Εννοούσα… ήσουνα ήδη τριών ημερών κι έσφυζες από υγεία. Έσκουζες τόσο δυνατά που είχε σηκώσει όλη τη γειτονιά στο ποδάρι. Και ξέρεις πόσο κουτσομπόληδες είναι οι άνθρωποι στην επαρχία. Το έχεις ζήσει. Το έχεις βιώσει στο πετσί σου».

«Αλήθεια είν’ αυτό», συγκατανεύω. Τη θαυμάζω για πολλοστή φορά. Αυτή η διαολεμένη ικανότητά της να αλλάζει θέμα. Να γυρίζει την κουβέντα εκεί που της γουστάρει.

«Από το κλάμα σου δεν μπορούσε να κοιμηθεί κανείς σε ακτίνα χιλιομέτρων».

«Κι είναι κάτι τέτοιο σοβαρός λόγος διαπράξεως φόνου;», της επαναφέρω στις ευθύνες, την ξανακαθίζω στο εδώλιό της. Εκεί που θα έπρεπε να κάθεται τέσσερις δεκαετίες πριν. Όμως η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει ημερολόγια. Πατώματα ναι, έχει. Όμως η ενοχή βιτριόλι, οι τύψεις υδροκυάνειο. Κι, αργά ή γρήγορα, σε σκοτώνουν.

 

Την άκουγα. Ν’ απολογείται. Έκλεισα τα μάτια. Έκανα πως ονειροπολούσα. Ίσως για να της δώσω την ευκαιρία να φύγει. Μα πού αυτή;! Πού θα ξαναεύρισκε τόσο πρόθυμο ακροατή; Να είναι κι ένορκος κι ενάγων και κατηγορούσα Αρχή; Μπορεί να ήθελα να της δώσω την ευκαιρία να με χτυπήσει. Να με ξαναχτυπήσει. Ξανά και ξανά. Μέχρι να μ’ αποτελειώσει. Δεν τόλμησε. Ήταν εκεί όταν ξανάνοιξα τα μάτια. Ακίνητη, στητή, με τις ρώγες του στήθους της να ετοιμάζονται να τρυπήσουν το ολομέταξο πουκάμισο, που ήταν τεχνηέντως ξεκούμπωτο επάνω. Με παρατηρούσε τώρα. Με αμιγές επαγγελματικό ενδιαφέρον. Κάτι τέτοιο δεν το είχε δει. Δεν θα μπορούσε να το φανταστεί.

 

Κι εγώ έπαιξα τον ρόλο μου. Του καθωσπρέπει μεσοαστού κυρίου. Κυριούλης με τα όλα μου. Την εσυνόδευσα στο πάρτι απέναντι. Με αβρότητα. Που έμοιαζε – παραδόξως – αληθινή. Την παρέδωσα στους δημίους της. Εκείνοι ήξεραν. Δεν μπορεί. Θα ήξεραν. Θα τους το είχε εκμυστηρευθεί για δική της προστασία. Κι αν δεν τους τα είχε πει όλα, θα τα ήξεραν κι από αλλού, από άλλες πηγές, μέσες-άκρες. «Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον». Κι η Αθήνα είναι ένα πολύ (μα πολύ) μικρό χωριό γύρω από τον Λυκαβηττό. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια» ή «μικρό χωριό κακοί γειτόνοι» [διαλέγετε και παίρνετε].

 

Την κοίταξα για τελευταία φορά. Με αηδία. Εκείνη κατάλαβε, αλλά δεν παραιτήθηκε από το παράλογο αίτημά της να με κατακτήσει, να με κάνει να την αγαπήσω. «Το σύνδρομο της Στοκχόλμης». Μόνο που εγώ δεν ήμουνα όμηρος κανενός. Θα προτιμούσα να πεθάνω. Αιχμάλωτος δεν ήμουνα ποτέ, μήτε της μοίρας μου μήτε της μητριάς μου μήτε της ώρας της κακιάς που παντρεύτηκα… Όμως αυτό είν’ ένα άλλο θέμα. Κι ένα άλλο κεφάλαιο.

 

Φοβόταν ίσως μια καθυστερημένη εκδίκηση εκ μέρους μου. Ήξερε πως η ψυχή διέθετε άπειρα δωμάτια. Όχι μόνο για να κρύβει τα μυστικά, αλλά και τις αντιδράσεις της.

 

Τη συνάντησα πρωτοχρονιά του ιδίου έτους σε μια θεατρική πρεμιέρα. Ξέρετε, από εκείνες που συσσωρεύονται όλες οι περίεργες και οι περίεργοι προκειμένου να φωτογραφηθούν, να βγάλουν σέλφι, να μπουν στις κοσμικές σελίδες των εφημερίδων και περιοδικών… Ήτανε καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Η μάσκα του προσώπου της παραμορφωμένη. Σα να υπέφερε τα μαρτύρια της Κόλασης. Πόνους που μήτε ο Προμηθέας δεν θα είχε δοκιμάσει. Τα μάτια της γυάλιζαν από τη μορφίνη.

«Όμηρε, δεν μπορείς να μην μου μιλάς εμένα!!!». Με κατακεραύνωσε μπροστά σε όλη την καλή Αθήνα, που με ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Επιχείρησε να με ενοχοποιήσει, για πολλοστή φορά, αφού προηγουμένως – φυσικά – θα με είχε διαβάλλει, κατηγορήσει, συκοφαντήσει… Θα έπρεπε όμως να με ξέρει καλύτερα. Κι από την καλή κι από την ανάποδη. Τι σκατά ψυχολόγος ήταν;

Με έπιασε το κακό μου. Πλησίασα απειλητικά πάνω της, πήρα το γλυκανάλατο κοσμικό μου ύφος και της ευχήθηκα στεντορεία τη φωνή:

«Να ζήσεις χρόνια πολλά!!!», εννοώντας: «έτσι, μέσα στους αφόρητους πόνους – και να ουρλιάζεις σαν κολασμένη».

 

Κανείς όμως δεν θα μπορούσε να με κατηγορήσει ότι ευχήθηκα σε μια μισο-ανάπηρη γυναίκα «χρόνια πολλά», «μέρες που είναι».

 

Από τότε δεν την ξαναείδα. Δεν τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά μου. Με πήρε όμως πολλές φορές τηλέφωνο. Μέχρι που αναγκάστηκα να το αλλάξω.

 

Έβαλε μάλιστα κάποιον κοινό γνωστό, εκείνον με το πάρτι γενεθλίων απέναντι, που τον είχε για κολαούζο και τον είχε φλομώσει στις υποσχέσεις και στα ψέματα… Τον έβαλε λοιπόν, άκουσον-άκουσον, να μου διαμηνύσει την ψεύτικη είδηση του θανάτου της. Τόσο παρανοϊκή ήταν. Μανία καταδιώξεως. Η ένοχη συνείδηση. «Όποιος έχει χεσμένη τη φωλιά του…». Απαξίωσα να ζητήσω λεπτομέρειες ή να επαληθεύσω το γεγονός της κηδείας της. Εκείνη την ώρα μάλιστα μασουλούσα μια ζεστή τυρόπιττα κουρού κι είχα γεμίσει το πουλόβερ μου με ψίχουλα. Ο άλλος έκανε να τα σφουγγίσει, όμως εγώ έκανα πίσω, ασυναίσθητα.

 

Δεν χρειαζόταν να επαληθεύσω κανένα γεγονός. Δεν μου έλειπαν πειστήρια. Ήξερα: οι κατάρες μου πιάνουν. Σαν της συχωρεμένης της μάνας μου. Της φυσικής. Ακόμα κι αν τις λούστηκα εγώ. Κι ο μεγάλος μου αδελφός. Που παρ’ όλο που τον συνάντησα νωρίς δεν γίναμε ποτέ φίλοι και δεν κόψαμε τον πληθυντικό. Εκείνος, τουλάχιστον, ήξερε… Ή μήπως όχι; Είναι αργά πια να τον ρωτήσω. Πέθανε από την αρρώστεια του πατέρα μας. Τη φριχτή. Μυασθένεια gravis. Από εκείνη τη νόσο που λιώνει το πρόσωπο κι όλοι οι μύες αναζητάνε τη γη, σαν κερί που λυγάει κάτω από το βάρος του ήλιου. Της Αλήθειας.

 

Δώδεκα χρόνια πέρασαν από εκείνη τη συνάντηση – το κακό συναπάντημα με τον κολαούζο, με τον ψυχογιό της επαράτου φόνισσας. Δώδεκα χρόνια πέρασαν κι ο ίδιος ο άτιμος άνθρωπος δεν ντράπηκε να μου ομολογήσει το ψέμα του (χωρίς φυσικά να τον ρωτήσω ή να αναφερθώ στο πρόσωπό της): «ξέρεις, φίλε μου [έτσι μ’ αποκάλεσε και φρύαξα εγώ]… ξέρεις, η κακιά μάγισσα του παραμυθιού ζει και βασιλεύει. Δεν ψόφησε ακόμα. Μας πρόδωσε όλους. Πρόδωσε τους πάντες. Κι εμένα, εμένα που της στάθηκα κερί αναμμένο…».

 

Δεν μπορούσα να τον λυπηθώ. Τόσο μακριά δεν φτάνω. Γιατροί σού λέει μετά. Θα είχανε τσακωθεί. Θα είχε αθετήσει τις υποσχέσεις της για δήθεν κληρονομιές κι αμύθητα πλούτη. Δανεικά κι αγύριστα. Δεν έδινε του αγίου της νερό. Ακόμα και την εγχείρηση για αφαίρεση της χολής (αρκετά επικίνδυνη σε μεγάλη ηλικία) κάτι κορόϊδα σαν κι ελόγου του την είχαν πληρώσει… αναμένοντας γενναιόδωρες αντιπαροχές. Όμως, φεύ! Χαχα… Θα τους είχε κάνει όλους πέρα. Σαν την τρίχα από το γάλα.

 

*

 

Η έρευνα. Ποιος όπλισε το χέρι τής δολοφόνας;

 

Και μάλιστα με σφυρί; Πού ακούστηκε; Μα πού το βρήκε αυτό γραμμένο; Γιατί όχι κάτι άλλο, πιο ανώδυνο; Και αθόρυβο; Όποιος και να ήταν, ήθελε να στείλει ένα μήνυμα. Σαφές. Διάλεξε έναν παραδειγματικό, βασανιστικό θάνατο για το εξώγαμο του γαμπρού του. Γιατί όμως; Τόσα ενέσιμα κυκλοφορούν. Ακόμα και μια σύριγγα γεμάτη αέρα κάνει τη δουλειά της. Κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Υποψία καμιά. Τόσα νεογέννητα πεθαίνουν κάθε μέρα. Και τα παραχώνουν σε μια γωνία του νεκροταφείου όταν είναι αβάφτιστα.

Όσα ακολουθούνε θα ήθελα να τα είχα φανταστεί. Ο νους ρετάρει. Παίρνει λοξές διαδρομές. Γέρνει. Κινδυνεύει να πέσει στον γκρεμό. Να εκτροχιαστεί.

Θα προτιμούσα να τα είχα φανταστεί όλ’ αυτά. Έτσι θα μπορούσα να σας τα αφηγηθώ καλύτερα. Όμως «η μνήμη πονεί», όπως λέει ο Σεφέρης, ο αγαπημένος μου. Που του οφείλω πολλά. Και πάνω απ’ όλα, πρώτ’ απ’ όλα, την αγάπη μου για την ποίηση, την έντεχνη, την κουβεντιαστή.

Ναι, θα προτιμούσα να τα είχα φανταστεί όλα ετούτα. Ούτως ή άλλως είναι απίστευτα. Η ζωή, η ανθρώπινη ζωή στη γη είναι το πιο απίθανο, το πιο τρελό γεγονός στο σύμπαν όλο, στο σύμπαν το όχι και τόσο πλατύ, τελικά, ομολογουμένως…

Κάνω κύκλους. Γύρω από το θήραμα. Παιχνίδια που μας παίζει το μυαλό. Κυνηγός και κυνηγημένος είμ’ εγώ, ο ίδιος.

Ναι, το μυαλό μας παίζει παιχνίδια. Είναι πιο φτηνό να πληρώσεις μια κάποια θεραπεία (οποιαδήποτε θεραπεία, όσο πανάκριβη κι αν είναι), παρά να πληρώνεις για τα κρίματα άλλων, πριν καν γεννηθείς εσύ. Κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο, άδικο πολύ. Άδικο, όμως πραγματικό. Να πληρώνεις εσύ για τα κρίματα άλλων που – μάλιστα – δεν θα τους συναντήσεις ποτέ για να ζητήσεις τα ρέστα, μια αποζημίωση, έστω. «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν τέκνα». Δεκατρείς γενιές μετά, απ’ ό,τι λένε.

Μα πώς ξεκίνησαν άραγε όλ’ αυτά;

«Στη μακρινή Σκανδιναβία, στον εντέκατο αιώνα», σου χρησμοδότησε μια διάσημη ψυχοερευνήτρια, με το όνομα Αγγελική (κι εκείνη – ακόμα μια Αγγελική στη ζωή σου).

Τα Θυέστεια δείπνα…

 

Εδώ σταματάει ο λογισμός. Ανακωχή. Παραστράτημα. Παράκαμψις (deviation, που λέμε εμείς στα …ελληνικά).

 

Συνεχίζω… ακάθεκτος… αλλά όχι χωρίς ένα αγκάθι στα στήθια, που όσο προχωρώ τόσο πιο βαθιά χώνεται στην καρδιά που έχει πάψει πια να ματώνει. Πέτρα γένηκε με όλα ετούτα.

 

Ήταν εκεί στον μακρινό Βορρά. Στην εποχή των Βίκινγκς. Που κάθε άλλο παρά βάρβαροι ήσαν. Αλλά ακόμα και βάρβαροι να ήταν δεν θα θανάτωναν παιδιά και να τα φάνε βρασμένα στο μεγάλο λεβέτι. Να προσφέρουν μάλιστα στις καλοβρασμένες σάρκες τους που ξεκολλούσαν από τα κόκκαλα στους ανυποψίαστους γονείς τους. Η ζελατίνη από το μεδούλι των κοκκάλων είχε σχηματίσει ένα κακοσήμαδο κατακάθι στο μπρούτζινο σκεύος. Ζελέ ανακατεμένο με τα λιγοστά μυρωδικά, κάτι σαν πρασινάδα που είχε διαπεράσει τον πάγο. Νερό άφθονο, εννοείται. Αλλά ποιος χορταίνει μόνο με νερό;

Στην εξορία, στην εξορία τους έστειλαν οι αρχές και οι νόμοι της χώρας. Οι δικαστές της φυλής, αν και νομάδες, πολεμοχαρείς άρπαγες και πλιατσικολόγοι ολκής είχανε κανόνες και νόμους απαράβατους, άγραφους αλλά ισχυρούς. Ο κανιβαλισμός μεταξύ της ιδίας οικογενείας απαγορεύεται. Όπως κι η αιμομιξία μάνας με γιο. Μεταξύ κόρης και πατέρα γίνονταν από καιρού εις καιρόν κάποιες εξαιρέσεις, όταν το πάθος κόρωνε κι απειλούσε να τους κάψει όλους. Να βάλει πυρκαγιά στα βράχια και να λιώσει τα παγόβουνα…

Εκεί έμειναν οι ψυχές οι βάναυσες μέχρι που πεθάνανε (σε εκείνη την παλιοκαιρινή ενσάρκωση) από ασιτία τα κορμιά τους. Πετσιά κολλημένα σε κάτι κόκκαλα που θρυματτίζονταν σαν κρυστάλλια της αυγής πάνω από την καμινάδα στο αυτοσχέδιο τζάκι με τα ξύλα. Εστία δεν θα την έλεγες…

Εκείνο το αμάρτημα πληρώνουμε τώρα, όλοι εμείς, δέκα και τρεις γενιές μετά… Γι’ αυτό τρώμε ασύστολα, με βουλιμία. Γιατί θυμόμαστε τα άδεια πιάτα και τα πιρούνια μετέωρα τότε… Να φας το μάτι του άλλου; Ακόμα κι έτσι, κάποτε …τελειώνει. Το μάτι του διπλανού. Μίσος αρχαίο, ακαταλόγιστο, παράλογο, ανεξέλεγκτο. Με το που έβλεπαν το μωρό να γεννιέται το μισούσαν. Και δεν λέω, βέβαια, πως το ονειρεύονταν αμέσως στο φούρνο με πατάτες. Όμως, όπως και να το κάνεις, τους έφερνε στο νου αρχαία δεινά. Που κανείς δεν θέλει να τα θυμάται. Καμία ψυχή δεν αντέχει, δεν συγκρατεί, δεν αναχαράζει το αποτρόπαιο. Ακόμα κι οι κολασμένοι αναχαράζουν την μνήμη και την μεταβολίζουνε σε κάτι ανεκτό, που τους βολεύει, που συμβαδίζει με τα χρηστά ήθη και με την κοινή λογική της εποχής τους. Εμείς… εμείς πώς βγήκαμε έτσι; Θυέστης-Ατρέας, Αίγισθος-Αγαμέμνονας, Ορέστης-Κλυταιμνήστρα… Και λίγα λένε οι τραγικοί. Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη ποιητική για να μετατρέψει τα ξινά σε γλυκά, για να κάψει τα χλωρά μαζί με τα ξερά, για να βράσει τα μυρωδικά με κρέατα οικείων ξεσκισμένα, σάρκες καταματωμένες, κορμιά διαμελισμένα…

Τέλος πάντων… Το προσπερνώ αυτό το κεφάλαιο. Τρέμω και φρίττω. Δεν ήταν τα σκοτωμένα θαλάσσια κήτη που καταράστηκαν τον πατέρα και τον πεθερό του. Δεν ήτανε τα δέρματα από το αναπαραγωγικό μόριο της φάλαινας πάνω στο οποίο κάθονταν για να πιούνε το ποτό τους και να ξεσαλώσουν ερωτικώς με δούλες.

Photo by stefano stacchini on Unsplash

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας

https://konstantinosbouras.gr

 

Leave A Response