Πελασγοί: Τό κοινό όνομα όλων τών προϊστορικών καί προκατακλυσμιαίων Ελληνικών φύλων. Σύγχρονοι ιστορικοί, αρχαιολόγοι και γλωσσολόγοι έχουν προσπαθήσει να συνδέσουν τους «Πελασγούς», έναν όρο με μάλλον ασαφές περιεχόμενο, με διάφορους υλικούς πολιτισμούς, γλωσσολογικές ομάδες κ.λ.π. αλλά πρόκειται περί άλυτου «προβλήματος». Οι συνεχείς επεξεργασίες των ελληνικών παραδόσεων και μύθων καθιστούν δύσκολο το διαχωρισμό σαφών «αναμνήσεων ιστορικών γεγονότων» και μυθοπλασίας όσον αφορά τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τους Πελασγούς.
Περιοχές όπως η Θεσσαλία και η Αττική θεωρούνταν παραδοσιακά ως περιοχές στις οποίες κατοικούσαν Πελασγοί. Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός. Με τ” όνομά του συνδέθηκαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.
Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο Ζ”, 94 – Ἴωνες δὲ ὅσον μὲν χρόνον ἐν Πελοποννήσῳ οἴκεον τὴν νῦν καλεομένην Ἀχαιίην, καὶ πρὶν ἢ Δαναόν τε καὶ Ξοῦθον ἀπικέσθαι ἐς Πελοπόννησον, ὡς Ἕλληνες λέγουσι, ἐκαλέοντο Πελασγοὶ Αἰγιαλέες, ἐπὶ δὲ Ἴωνος τοῦ Ξούθου Ίωνες».
Η δημιουργία αποικιών στη Μικρά Ασία ήταν μια προοπτική που χρόνια απασχολούσε τα αρχαία ελληνικά φύλα και κυρίως τους Αχαιούς, δεδομένου ότι ήταν πολύ πιο εύπορα από την ορεινή και σχετικά άγονη ελληνική χερσόνησο. Οι Ίωνες μιλούσαν την ιωνική διάλεκτο. Η διάλεκτος αυτή αποτελεί τη γλώσσα της επικής ποίησης, καθώς το ομηρικό ιδίωμα έχει ως βάση του την ιωνική εμπλουτισμένη με στοιχεία από την αιολική και την αρκαδοκυπριακή. Οι λυρικοί ποιητές όπως ο Τυρταίος, ο Αρχίλοχος και άλλοι, χρησιμοποιούσαν την ιωνική διάλεκτο για τις ελεγείες τους. Επίσης ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος έγραφαν στην ιωνική. Χαρακτηριστικά τα α και ε μακρά γράφονται η και η εξάλειψη του συμφώνου F (δίγαμμα). Επίσης ο σχηματισμός των απαρεμφάτων σε -ναι είναι ιωνικό στοιχείο.Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. η Μίλητος και η Έφεσος έγιναν κέντρα όσον αφορά τη σκέψη πάνω στο φυσικό κόσμο. Με βάση αυτή τη σκέψη δημιουργούνταν υποθέσεις που εξηγούσαν τα φυσικά φαινόμενα χωρίς να αποδίδεται το αίτιό τους στο θείο, όπως γινόταν μέχρι τότε. Οι υποθέσεις αυτές διαχέονταν από την έρευνα και από προσωπικές εμπειρίες. Οι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος λέγονταν «Φυσικοί» ή «Φυσιολόγοι». Κύριος εκπρόσωπος ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο οποίος ήταν κι ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Και ο λεγόμενος «σκοτεινός» φιλόσοφος Ηρακλειτος από την Έφεσο.
Δωριείς: Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα τέσσερα της αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου. Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα περίπου τον 12ο π.Χ. αιώνα και κατέλυσαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων. Νεώτερες όμως μελέτες συνδυάζουν την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να συνηγορούν σε μια τέτοια βίαιη εισβολή και γλωσσολογικών στοιχείων από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, και αμφισβητούν έντονα την εκδοχή αυτή. Η μετακίνησή τους αυτή, που είναι γνωστή ως «Κάθοδος των Δωριέων», παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σκοτεινότερα σημεία της ελληνικής ιστορίας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν βασίλευε ο Δευκαλίων, οι Δωριείς κατοικούσαν στην Φθιώτιδα. Από εκεί, ενώ βασιλιάς τους ήταν ο Δώρος, από τον οποίο πήραν και το όνομά τους, πήγαν στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στην περιοχή που ονομαζόταν Ιστιαιώτις. Οι Κάδμειοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αυτή και να εγκατασταθούν στην Πίνδο, σε μια περιοχή που εκτείνεται από την περιφέρεια Καστοριάς, Γρεβενών έως και την επαρχία Μετσόβου, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί.
Αιολείς: Ήλθαν από τήν Θεσσαλία περί τό 1900 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στήν Πελοπόννησο καί συγχωνεύτηκαν μέ τούς Αχαιούς. Τό όνομα ανατρέχει φυσικά στόν Αίολο τόν γιό τού Έλληνα καί εγγονό τού Δευκαλίωνος. Γιός τού Αιόλου ήταν ο Αθάμας, ο οποίος μέ τήν Νεφέλη έκανε τόν Φρίξο καί τήν Έλλη, εξ ής καί ο Ελλήσποντος καλείται.
Γραικοί: Από τόν Γραικό πού όπως καί ο Έλλην γενεαλογείται απ” τόν Δευκαλίωνα ή κατ” άλλους θεωρείται αδελφός τού Λατίνου. Τό όνομα ετυμολογείται από τό γηραιός καί γραία κι αυτό από τήν Γαία καί επομένως αντιλαμβάνεται κανείς τό παμπάλαιον αφ” ενός τού ονόματος αφ” ετέρου δέ τό γηγενές αυτού. Επεκράτησε κατά τούς μέσους χρόνους (ανασυρθέν φυσικά από τό βαθύτατο παρελθόν) ως εθνική ονομασία τών Ελλήνων ιδίως στήν ύπαιθρο, διότι τό Έλληνες σήμαινε πλέον ειδωλολάτρες. Διά τών Λατίνων πού τό παρέλαβαν από τήν γειτονική Ήπειρο διαδόθηκε στήν Δύση (παρεφθάρη φυσικά όπως άλλωστε καί η Ελληνική γλωσσα πού κατακρεουργημένη κατέληξε στίς διαφόρους διαλέκτους), καί έχουμε τό γνωστό Graeci καί τά σημερινά ακατανόητα Greece, Grece, καί τά λοιπά παρόμοια. Μετά μάλιστα τήν δημιουργία νέας αυτοκρατορίας απ” τούς Δυτικούς μέ φορέα τού αξιώματος τόν Κάρολο τό 800 μ.Χ., πού ήταν τό αποκορύφωμα τής διάστασης μεταξύ τής παπικής εξουσίας καί τής πολιτικής εξουσίας τής Κωνσταντινουπόλεως, έγινε κατασυκοφάντησις τών Ελλήνων, ώστε τό όνομα Γραικός νά σημαίνει αίρεση καί κατά τούς χρόνους τής Φραγκοκρατίας μάλλιστα ενισχύθηκε εντονότατα ο μισελληνισμός. Γνωστή είναι η φράση τού » πρωθυπουργού» τού Κ. Παλαιολόγου Λουκά Νοταρά » κρειττότερον ιδείν εν μέσει Πόλει φακιόλιον Τούρκου ή ρωμαϊκήν καλύπτραν». Νά σημειώσουμε μέ τήν ευκαιρία ότι ο Κάρολος ζήτησε σέ γάμο τήν 1η γυναίκα αυτοκράτειρα τήν Ειρήνη τήν Αθηναία. Μετά τήν πτώση τής Πόλης, εκτός από τό ρεύμα λογίων πού συνέρευσε στήν Δύσι καί προκάλεσε τήν αναγέννηση, υπήρξαν καί πολλοί δυστυχείς πρόσφυγες, πολλοί από τούς οποίους παρανομούσαν γιά νά καταφέρουν νά επιβιώσουν καί αυτό συνέτεινε ώστε τό «Γραικός» νά σημαίνει καί «απατεών».
Δαναοί: Ελληνικό φύλο, πού προερχόμενο από τήν Ήπειρο, εγκαταστάθηκε κυρίως στήν Πελοπόννησο περί τό 2000 π.Χ. Timeo Danaos et dona ferentes (= φοβούμαι τούς Δαναούς καί δώρα φέροντας). Η φράση αυτή ανήκει στόν γαλάτη Βιργίλιο καί ασφαλώς εκφράζει τόν φθόνο κατά τών Ελλήνων αλλά καί τήν προσπάθεια υποτίμησης τού Ελληνικού Πνεύματος πού ήταν κυρίαρχο ακόμα καί κατά τήν Ρωμαϊκή στρατιωτική κυριαρχία. Άλλωστε κατά τόν Οράτιο » η Ελλάς ηττηθείσα τόν τραχύν νικητήν ενίκησε καί τάς τέχνας εισήγαγε εις τό αγροίκον Λάτιον».
Σελλοί: Κατά τόν Αριστοτέλη πανάρχαιοι κάτοικοι τής κεντρικής Ηπείρου πού καλούνταν τότε μέν Γραικοί, τώρα δέ Έλληνες. Απ” τό όνομα αυτό κατά μία εκδοχή καί τό Έλληνες.
Έλληνες: Τό ελληνικό φύλο τού Αχιλλέα πού κατοικούσε τήν Φθία. Εκαλούντο καί Μυρμιδόνες. Ήλθε από τήν Ήπειρο καί επεκτάθηκε σέ ευρύτερη περιοχή. Τό όνομα προέρχεται από τόν Έλληνα, γιό τού Δευκαλίωνος πού γεννήθηκε μέ «σπέρμα Διός». Τόν 8ο π.Χ. αιώνα όλα τά Ελληνικά φύλα πήραν αυτό τό όνομα. Στά πρώτα χρόνια τής επικράτησης τού Χριστιαννισμού τό όνομα Έλλην κατέληξε νά σημαίνει ειδωλολάτρης. Απ” τόν 9ο αιώνα όμως μέ τόν Φώτιο καθηγητή καί μετέπειτα πατριάρχη, πού τό σπίτι του είχε μετατραπεί σέ κέντρο φιλολογικών συναναστροφών, πού επανιδρύθηκε τό Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως καί συνεστήθη πλήθος άλλων ιδιωτικών ανωτάτων σχολών έχουμε επανεμφάνιση τού ονόματος «Έλλην». Τόν 11ο αιώνα έχομε νέα ενίσχυση τού ονόματος μέ τόν Μιχαήλ Ψελλό καί τήν Άννα Κομνηνή. Ο Θεόδωρος Β” Λάσκαρις αυτοκράτωρ Νίκαιας έλεγε: » Πάσαν τοίνυν φιλοσοφίαν καί γνώσις Ελλήνων εύρεμα…Σύ δέ ώ Ιταλέ τίνος ένεκεν εγκαυχά;» Ο Γεώργιος Γεμιστός τόνιζε στόν Μανουήλ Παλαιολόγο, ότι οι άνθρωποι, τών οποίων ηγείται είναι «Έλληνες» τό γένος ως ή τε φωνή καί η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Κατά τήν Τουρκοκρατία έχομε συνύπαρξη τών ονομάτων Γραικός, Έλλην αλλά καί Ρωμηός.
Ρωμηοί: Πολιτικό καί όχι εθνικό όνομα πού εχρησιμοποιείτο στήν ανατολική-Ελληνική αυτοκρατορία μαζί μέ τούς όρους «Ρωμαίος», «Ρωμανία» κ.λ.π. Άλλωστε η Κωνσταντινούπολη είχε ονομασθεί «Νέα Ρώμη». Ρωμηούς αποκαλούσαν κυρίως οι Τούρκοι τους Έλληνες Χριστιανούς.