Σπεύδω να σας προκαταλάβω θετικώς προς αυτή την επαγγελματική κατηγορία και να δηλώσω ευθαρσώς – με γνώσιν των συνεπειών του Νόμου – ότι δεν έχω καμία προκατάληψη με αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Το αντίθετο μάλιστα. Τους λυπάμαι – σχήμα λόγου, ποιος είμαι εγώ για να λυπάμαι τους άλλους;… Κατανοώ ότι θα πρέπει να είναι πολλά τα ψυχολογικά προβλήματα και τα υπαρξιακά αδιέξοδα που οδηγούν αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους στο θράσος να επιμένουν ότι μπορούν να λύσουν τα προβλήματα της υφηλίου και να απαιτούν γενναία πληρωμή γι’ αυτό. Μάλιστα…
Ο ένας ήταν μάλλον ήπιος, παρά το χάσιμό του. Μισότρελος δηλαδή. Όταν ερχόταν σ’ αδιέξοδο και σε ρήξη με κάποιον συναλλασσόμενο (κάτι που συνέβαινε πολύ μα πολύ συχνά) το έριχνε στην …παλαβή κι έλεγε: «ο καθένας μας κρύβει ένα φρικιό μέσα του – το μόνο που κάνουμε είναι να ρίχνουμε τόννους μπετόν γύρω του για να το κρατάμε καθηλωμένο»… Γενναία δήλωση μεν, άκαιρη δε.
Ο άλλος ήταν περισσότερον υποχόνδριος, δοκησίσοφος, ξερόλας, αλαζόνας, αυτόκλητος θεραπευτής των πάντων. Τρομάρα του! Συγγραφέας ευπώλητων βιβλίων αυτοβελτίωσης, δίνει συμβουλές στους ιθαγενείς σε κακά, κάκιστα ελληνικά κι αγοράζει εξοχικά, κότερα, γκόμενες κ.λπ. Βέβαια, όταν τον βρήκε ο καρκίνος στο στομάχι, φάνηκε τελείως απροετοίμαστος να δεχθεί αυτή τη συμφορά. Η ποιότητα ζωής του εκφυλίστηκε, όμως ο ίδιος επέμενε να είναι κριτής-κατακριτής-βελτιωτής των πάντων. Σε κάποιο δείπνο τόλμησε να μου ορμήσει και να πυροβολήσει εναντίον της νοητικής μου ευστάθειας. Του απάντησα ψύχραιμα, όμορφα, πολιτισμένα και ισορροπημένα, πώς όταν χρειαστώ οποιαδήποτε βοήθεια δεν θα καταφύγω με καμία δύναμη σ’ αυτόν, γιατί είναι τσιγκούνης σε όλα του. Αυτός μου απάντησε με κακεντρέχεια: «έχω θεραπεύσει χειρότερες περιπτώσεις από εσένα». Κι άπαντες οι παρευρισκόμενοι γέλασαν τρανταχτά δίνοντας τέλος στο ατυχές επεισόδιο.
Η άλλη ήταν βουβάλα, αντρογυναίκα και χυδαία. Συνδικαλίστρια, ήταν μάλιστα στην επιτροπή που έδινε στους άλλους ατυχείς ομοίους της την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Αυτή ειδικευόταν στα ψυχολογικά προβλήματα των τραβεστί μετά την εγχείριση αλλαγής φύλου. «Τρελαίνομαι, φίλε μου, να τις ακούω να μου περιγράφουν πώς ξυπνάνε μέσα στη νύχτα και ψάχνουν το πουλί τους για να κατουρήσουν!». Δεν γέλασα καθόλου. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Δεν μου φάνηκε καθόλου αστείο επίσης, όταν με άφησε σε μια απομονωμένη αγροικία του Πηλίου, ιδιοκτησίας ενός φίλου τη παπά και γλύπτη μωσαϊκών, που μας την είχε παραχωρήσει με τον απώτερο σκοπό να μας τα φτιάξει, εν τη αγνοία μου, βεβαίως. Με το ζόρι παντρειά και χωρίς να ρωτήσουμε το γαμπρό, στον αιώνα μας δεν γίνεται. Όταν εκείνη αντελήφθη ότι δεν έδινα καμία σημασία στα τροφαντά κάλλη της, όπως τα περιέφερε κάτω από την αραχνο-ύφαντη πλαστική κομπιναιζόν της, ήρθε και κόρωσε, έφαγε τρία καρβέλια ζυμωτό ψωμί σε δύο μέρες και με παράτησε στην ερημιά να με φάνε οι λύκοι. Κατέβηκα υπομονετικά μέσα στη λασπουριά μέχρι τον πρώτο επαρχιακό δρόμο στρωμένο με άσφαλτο, βρήκα την πρώτη στάση ΚΤΕΛ (αφού περπάτησα μερικά χιλιόμετρα), έφτασα με λεωφορείο και …καθυστέρηση δύο ωρών στο Βόλο κι από εκεί πήρα το υπεραστικό λεωφορείο για Κηφισσό κι από εκεί εξουθενωμένος ταξί για Λυκαβηττό, το σπίτι μου. Την είδα χρόνια μετά στη Μύκονο με μια άπορη ψιλοκαλλιτεχνίζουσα αδελφή που της πλήρωνε τα έξοδα για να νιώθει κι αυτή η κακομοίρα ότι συνοδεύεται στο κοσμικό αυτό νησί. Φυσικά και όρμηξε πάνω μου να με χαιρετήσει, αλλά δεν της μίλησα. Αυτό δα μας έλειπε. Όλοι ίσα κι όμοια γίναμε!
Η τελευταία περίπτωση που θα σας αναφέρω ήταν απλώς ανεκδιήγητη. Παιδίατρος ξεκίνησε, κουκλάρα, με ωραίο πεταχτός στήθος που το πρόβαλλε αδίστακτα, φιλόδοξη κι αρριβίστρια, τα έφτιαξε με τον καθηγητή της παιδιατρικής, αργότερα με τον ακαδημαϊκό της αντίστοιχης έδρας, τέλος με έναν εργοστασιάρχη και κατέληξε σε έναν εφοπλιστή που την χρύσωσε και της έκανε μάλιστα δώρο ένα υπέροχο δαχτυλίδι με μονόπετρο. Εκεί πάνω λοιπόν που όργωνε τα πέλαγα και ζούσε τον θρίαμβο της σεξουαλικότητάς της, ήρθε το ατυχές περιστατικό και την καταδίκασε σε μια ιδιότυπη επιτυχημένη αποτυχία. Μια μέρα εκεί που χαμουρεύονταν στην γκαρσονιέρα που της είχε νοικιάσει ο εφοπλιστής πίσω από το Κάραβελ, αφού ρούφηξε εκείνος μερικές τζούρες από το τσιγαριλίκι του, της το έσκασε το παραμύθι: «αν μου κάνεις αυτή τη χάρη θα σε κάνω πλούσια, θα κολυμπάς στο χρυσάφι, θα χεστείς στο τάληρο…». Έτσι μιλούσε ο αγράμματος Κροίσος. Εκείνη τσίμπησε βεβαίως αμέσως, γιατί τον είχε βαρεθεί κι ήθελε να χτίσει το δικό της χαρέμι με τεκνά. Δέχτηκε χωρίς καλά-καλά ν’ ακούσει… αυτή η βιασύνη έχει κάψει πολλούς ανθρώπους κι έχει κλείσει πολλά σπίτια. Όμως δεν ήταν μια χάρη από τις συνηθισμένες αυτή που της ζήτησε το φρικτό εκείνο άτομο και δεν είχε τίποτα μα τίποτα το σεξουαλικό: «Θέλω να σκοτώσεις το μωρό που θα γεννήσει η ερωμένη του γαμπρού μου – θα κανονίσω να έρθει να γεννήσει στο μαιευτήριο που δουλεύεις – ο άτιμος θέλει να χωρίσει την κόρη μου και να φάει την αμύθητη προίκα της με αυτή την τραγουδιάρα, που της ζητάει επίμονα και φορτικά να την παντρευτεί για να την αποκαταστήσει και να κρύψει τις πομπές της…». Άναυδη έμεινε η καλή παιδίατρος. Θα μου πείτε τι σχέση έχει τώρα αυτή στο κεφάλαιο με τους ψυχιάτρους. Θα καταλάβετε σε λίγο. Ταράχτηκε η δύσμοιρη, έλιωσε, λιποθύμησε, αλλά το ριζικό της δεν μπόρεσε να το αποφύγει, αφού ο προστάτης της δεν της ζήτησε ακριβώς χάρη, αλλά της ανακοίνωσε απλώς την αδιαπραγμάτευτη εντολή του να γίνει δολοφόνος και συνεργός του. Όμως η ψυχή της ήταν καλή κάτω από το σκληρό προσωπείο της και δεν μπόρεσε να αποτελειώσει το μωράκι το νεογέννητο. Του προκάλεσε απλώς μερικές ανήκεστες βλάβες, ένα χυμένο μάτι, δυο σπασμένα πλευρά… Εκείνο σπάραζε σπαρακτικά κι όταν ήρθε η νοσοκόμος να δει τι συμβαίνει, η δολοφόνα ετράπη εις άτακτον φυγήν και μην τον είδατε τον Παναγή. Ο προστάτης της, δυσαρεστημένος από την απρόβλεπτη έκβαση του συμβολαίου θανάτου, την φυγάδευσε εν τούτοις στον Καναδά, της έδωσε διαβατήριο με άλλο όνομα, πλαστό πτυχίο ψυχιάτρου και θέση σε κλινική του Κεμπέκ μέχρι συνταξιοδοτήσεως. Όμως εκείνη, που ήθελε να γυρίσει επειγόντως στην Ελλάδα, περίμενε να πεθάνουν όλοι μα όλοι (εκτός από το άτυχο εξώγαμο) και γύρισε θριαμβεύτρια στον τόπο του εγκλήματος. Πλαστογραφώντας διδακτορικά και κλέβοντας εργασίες άλλων, κατάφερε να γίνει (επί χούντας) διδάσκουσα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Λίγο πριν πεθάνει έψαξε και βρήκε το σαραντάχρονο πλέον μπασταρδάκι για να του εξομολογηθεί και να του ζητήσει συγγνώμη. Εκείνος όμως δεν μπόρεσε να συγχωρήσει αυτή την ανήκουστη θηριωδία: να χτυπάς ένα μωρό με σφυρί μέχρι θανάτου! Της έκοψε την καλημέρα και αρνήθηκε να την ξαναδεί. Ούτε στην κηδεία της δεν πήγε. Της ευχήθηκε μάλιστα να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα και να βασανιστεί από ανυπόφορους πόνους, όπερ κι εγένετο. Με τις μορφίνες άντεξε δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που σάπισε έξω από τον τάφο κι απέμεινα ένα μάτσο κόκκαλα με μια ρυτιδιασμένη πέτσα νυχτερίδας, η ξετσίπωτη!!! Τα είπα και ξαλάφρωσα. Ψυχίατροι, σου λέει μετά.