Γόνος καλής οικογενείας, από τις καλύτερες του τόπου. Φήμες τον ήθελαν νόθο γιο του τέως βασιλιά, για την ακρίβεια τού μπαμπά τού τέως βασιλιά, βασιλιά κι εκείνου βεβαίως. Όμως ομιλούσαν τοιουτοτρόπως μόνον εκείνοι που δεν ήξεραν. Και τι να γνωρίζουν οι άθλιοι; Πως η μητέρα του ήταν λεσβία κι ο πατέρας του ένας ανίκανος, μέθυσος και ρεμπεσκές, αν και καλός ζωγράφος (φιλοτεχνούσε τοιχογραφίες σε βίλλες πλουσίων – αλλά δε σταύρωνε χαρτονόμισμα, δε φτούραγαν τα λεφτά στην τσέπη του – πλήρωνε ρήτρες, αφού το έριχνε στο ποτό και στη χαρτοπαιξία κι έμεναν πίσω οι ρωμαϊκές και μινωικές απομιμήσεις ζωγραφικής εσωτερικού χώρου – και ψηφιδωτά σε αυλές – κοινώς patio – έφτιαχνε, όταν ήταν σε νηφάλια κατάσταση, σπανίως…).
Αλλά κι η γυναίκα του, κι εκείνη χαρτόμουτρο ήτανε και τζιβιτζιλού. Της άρεσε το τρίψε-τρίψε στο γατάκι της αλληνής. Αφού όταν παίζανε κι η απέναντι ήθελε να την κάνει να χάσει, έβγαζε το εσώρουχο της κάτω από την πράσινη τσόχα και της το έτριβε στα αχαμνά. Τέτοια διαστροφή δηλαδή, για να καταλάβετε! Από αυτούς τους γονείς, πώς βγήκε ετούτο το παιδί; Απορώ. Μάλλον κατά λάθος. Μετά από κάποια από εκείνες τις νύχτες ακολασίας που δεν θυμάσαι ούτε πού ήσουν ούτε πώς σε λένε ούτε τις σεξουαλικές σου προτιμήσεις καν…
Ο (υ)ιός λοιπόν βγήκε μπουρδελιάρης, παρτουζιάρης, μπινές, περνούσε όλη την ημέρα στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης (πρώτο λιμανάκι αριστερά, κάτω από μία τέντα, αυτοσχέδια δεμένη από δέντρα, θάμνους, βράχους κι από το πέος του διπλανού… ενίοτε την έστηνε κοντά σε γυναίκες με μπαλκόνια, βυζαρούδες δηλαδή με άι-κιού ραδικού – ή μπιφτεκιού, αν προτιμάτε…) και τη νύχτα σε έναν τσοντοσινεμά στα Κάτω Πατήσια, όπου λειτουργούσε και ως χώρος ανταλλαγής συζύγων-ερωμένων και μαιτρεσσών. Εκεί στα σκοτεινά, τον …έπαιρνε και λίγο. «Είναι γάτος κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού», όπως λέει το λαϊκό ρητό. Η λαϊκή θυμοσοφία δεν κάνει ποτέ λάθος. Είν’ όλ’ αυτά βγαλμένα μέσα από τη ζωή. Όχι παίζουμε.
Μία φορά τα είχε με μία νοσοκόμα, που σπούδαζε ιατρική και ήταν σπιτωμένη από έναν Αιγύπτιο-άραβα, παντρεμένο με δύο παιδιά, πρόξενο στην Ελλάδα. Ο τύπος ήταν τρελός και παλαβός μαζί της κι απειλούσε ότι θα κάνει κιμά τον ρεμπεσκέ φίλο μας, αμέσως μόλις έμαθε από τους επαγγελματίες σπιούνους του ότι νταραβετίζεται μαζί της. Αυτός λοιπόν πανικοβλήθηκε, κάτι που δεν της είχε εμπιστοσύνη – φοβότανε παθολογικά τα αφροδίσια, ήταν υποχόνδριος – κάτι που την είχε ψιλοβαρεθεί, δεν ήθελε να δένεται συναισθηματικά με τις γυναίκες, αντίθετα με τους άντρες διατηρούσε σταθερές φιλίες… με κάλεσε λοιπόν σπίτι του, για την ακρίβεια στο ατελιέ του πατέρα του, να την πηδήξουμε μαζί, «να της δείξουμε της σκρόφας, της ψωλέττας», που είχε την υψηλή φιλοδοξία να παντρευτεί τον (ακαμάτη) γιο του ζωγράφου, που δήλωνε επισήμως φιλόσοφος, μέχρι και στην κάρτα του το είχε γράψει.
Η κακομοίρα ήρθε στο ραντεβού φέρνοντας ρεγάλο και για τους δυο μας αυγά και σύκα από το χωριό, η αναπνοή της μύριζε ακόμα κατσικίσιο γάλα και τριμμένο γαρύφαλο (για να φύγει η σκορδίλα!). Τη λυπήθηκα και ξενέρωσα. Βρήκα μία πρόφαση ότι κάνω θεραπεία για κονδυλώματα (ψέματα βεβαίως – εγώ να δείτε τι υποχόνδριος είμαι! Έως ανέραστος, ένα πράμα – γι’ αυτό γράφω αρειμανίως τις ιστορίες των άλλων). Το έπαιξα λοιπόν ερασιτέχνης ζωγράφος και προφασίστηκα ότι σκιτσάρω ενόσω εκείνοι έβγαζαν τα μάτια τους. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εκείνος έβγαλε ένα μικρό πουλάκι, σαν γαριδάκι, που μόλις εκείνη το πήρε στο ακόλαστο στόμα της και το πιπίλισε εκείνο έγινε τεραστίων διαστάσεων, σαν τα πτυσσόμενα μπαστούνια και τις ομπρέλες, που μόνον όταν τις …χρειαστείς αναδεικνύουν το …μεγαλείο τους), εκείνη άρχισε να βογκάει στα τέσσερα και να με κοιτάει με παράπονο που τη σνομπάρω και να ξερογλείφεται κι όλο να πασπατεύει το εργαλείο μου (μέσα από το κουμπωμένο παντελόνι που είχε αποκτήσει – εν τω μεταξύ θράσος – και βιαζόταν να ξεπορτίσει, αλλά τέτοια χάρη δεν της την έκανα, βεβαίως…). «Εσύ χάνεις», μου είπε αυτός. Είδα τα υγρά του να την πασπαλίζουν στη μούρη, ενόσω εκείνη γρύλλιζε με μια παιδική φωνούλα (ιμιτασιόν βεβαίως, αφού είχε ήδη καβατζάρει τα είκοσι) «Κρεμούλα, κρεμούλα…». Αηδίασα τόσο που δεν παίρνει. Πήγα στο wc-δάκι και κατούρησα ενόσω αυτοί έπαιρναν το λουτρό της μαζί κι αυτό της φερόταν σκαιότατα. Την έβριζε, τη διέταζε, την ξεφτίλιζε δηλαδή. Στη διαδρομή (με πήρε αυτή με το αμαξάκι της), μου παραπονέθηκε για τους άσχημους τρόπους του εραστή της, του «φιλοσόφου»: «Αχ, με σένα έπρεπε να κάνω δεσμό, που είσαι τόσο ήρεμος κι ευγενής άνθρωπος!». «Μπα, δεν είμαι, έτσι φαίνομαι!», βιάστηκα να απαντήσω κι έφυγα κλείνοντας μαλακά την πόρτα, για να μην τρέχει και στον φαναρτζή η κακομοίρα, μετά από τέτοιο στραπάτσο.
Μετά, έμαθα από το φίλο μου, ότι εκείνη γύρισε στον αραβο-αιγύπτιο και του ορκίστηκε αιώνια πίστη και υποταγή, με το αζημίωτο φυσικά. Όμως παρενοχλούσε συνέχεια τηλεφωνικώς τον βίαιο σατράπη ανεπρόκοπο γιο του ζωγράφου και της λεσβίας, μέχρι που εκείνος αναγκάστηκε να αλλάξει τηλέφωνο. Τότε άρχισε τα τηλέφωνα του στούντιο, μέχρι που της άνοιξε ο ανίκανος αλκοολικός πατέρας εκείνου, την έβαλε κάτω και την …έγλειψε πατόκορφα. Μέχρι το σούπερ-μάρκετ ακούστηκαν οι πολλαπλοί οργασμοί της. Άμα το έχει μέσα του παιδί μου ο άνθρωπος, το βγάζει και …έξω του. Σαν τα πτυσσόμενα μπαστούνια ένα πράμα.