Ο χαφιές, ο τρελαμένος ο ρουφιάνος με τα αρντάν

Ο χαφιές, ο τρελαμένος ο ρουφιάνος με τα αρντάν

Καλά, ο άνθρωπος είναι τελείως πυροβολημένος. Δεν παίζεται το άτομο. Μακράν κάθε συναγωνισμού. Ακαταμάχητος, όπως μόνο η τρέλα θα μπορούσε να είναι. Κυκλοφορεί με μια φθαρμένη εφημερίδα στο ένα χέρι που σκεπάζει το πρόσωπό του για να μην τον αναγνωρίζουν ή σα να αποφεύγει έναν ήλιο που μόνον εκείνον φωτίζει μονόπατα… ανεβοκατεβαίνει από λεωφορεία σε τρόλλεϋ, μετρό και τραίνα, προαστιακούς και ηλεκτρικούς, ξημεροβραδιάζεται σε πλατείες και πάρκα,

τη στήνει έξω από τα ουρητήρια ανδρών μέχρι να τσακώσει κάποιον που παίζει το μάτι του και να τον ξεφωνίσει, να τον κλέψει, να τον εκβιάσει (όχι με αυτή τη σειρά απαραίτητα), καταναλώνει αρντάν με αλκοόλ μπόμπα, βρίσκεται για μέρες αναίσθητος στα παγκάκια των Εξαρχείων, μέχρι να κάνει θριαμβευτική επανεμφάνιση, με …γούνα, ρόλεξ και περούκα (από κάποιο ηλικιωμένο θύμα του). Χαφιές της ασφάλειας (Securitate) με προϋπηρεσία στο καθεστώς Τσαουσέσκου (μόλις έπεσε το τρομερόν ζεύγος, διέφυγε αυτός την σύλληψιν και την μήνιν των πολυάριθμων δημοκρατών που είχε καρφώσει, κι επειδή είχε μακρινή καταγωγή από το Μεσολόγγι και μίλαγε και κάτι κουτσοελληνικά – χάρη στην κακομοίρα τη μανούλα του – κατέφυγε στην Ελλάδα, όπως όλα τα αποβράσματα του είδους του. Πού αλλού θα πήγαινε; Ποιοι άλλοι θα τον δέχονταν; Υπάρχουν άλλοι φιλόξενοι, ανεκτικοί κι ανώτεροι στη γη, εκτός από τους Έλληνες; Αμφιβάλλω… Μμμμμμμμ. Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. Πρέπει να προσέξω και το …political correct!!! «Όλα τα είχαμε, ο …φερετζές μάς έλειπε!».

Φόβος και τρόμος σε δημόσιους χώρους. Πήγαινε εδώ κι εκεί, παραληρώντας όλη τη μέρα, χρησιμοποιώντας στίχους του Σουρή, ή του Βάρναλη κατά περίπτωσιν, αλλά όταν έβλεπε κάποιον με φουσκωτό πορτοφόλι άρχιζε να τον βρίζει με τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα, μέχρι εκείνος να του σπάσει τη μούρη (αν ήταν καθαρός), ή να ενδώσει και να τον χαρτζιλικώσει (αν είχε τη φωλιά του λερωμένη). Κι επειδή όλος και κάποιος είχε πομπές να κρύψει, έβγαζε συνήθως μεροκάματο. Μετά χρησιμοποιώντας την …επαγγελματική του πείρα, παρακολουθούσε τον ανυποψίαστο οικογενειάρχη (συνήθως), μάθαινε πού μένει, πού δουλεύει κι εξασφάλιζε μηνιάτικο. Κι αν δεν μπορούσε να τον βρει, ή να προλάβει τον γρήγορο βηματισμό του, εεε, όλο και σε κάποιο κεντρικό σημείο της ταλαίπωρης Αθήνας θα τον τράκαρε και τότε… «ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε».

Τον είδα να μπαίνει με το ζόρι σε ένα ταξί που είχε καταφύγει το θύμα του, να του σκίζει ένα μανίκι από το ολοκαίνουργο απαστράπτον πανάκριβο σακάκι του, να ζητιανεύει για τα αρντάν του, να επιτίθεται σε ανυποψίαστους πεζούς με τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα, να βγαίνει από δημόσια ουρητήρια φωνάζοντας «παιδεραστής! Παιδεραστής!», ενώ ξωπίσω του ένας κατουρημένος παπάς προσπαθούσε να περιμαζέψει τα λερωμένα ράσα του και να φύγει κακήν-κακώς από τον τόπο του …εγκλήματος. Σκηνές απείρου κάλλους. Βέβαια, μερικές φορές ήταν άτυχος κι έπεφτε σε μυστικούς αστυνομικούς με πολιτικά, σε μπράβους της νύχτας και σεκιουριτάδες, σε ζιγκολό, νταβατζήδες, νταρντανο-τραβεστί κι άλλους …επαγγελματίες και τότε κατέληγε με πολλαπλά κατάγματα στο ΚΑΤ ή στον Κορυδαλλό, στην πτέρυγα των μικροεκβιαστών (μόνον οι μικροί είναι μέσα, οι μεγάλοι στα …κότερα – αμ πώς!). Κι αν ασχολούμαι με αυτόν τον βρωμοποντικό, με αυτή την …κατσαρίδα, είναι γιατί τον βλέπω σαράντα χρόνια τώρα, να επιβιώνει στο νέφος της Αθήνας, μέσα από πορείες και δακρυγόνα, πολιτειακές κρίσεις και κοινωνικές αναταράξεις, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Σα να μην κυλάει ο χρόνος γι’ αυτόν. Ακόμα και τα ρούχα του είναι ίδια. Εκείνο το τζην συνολάκι (παντελόνι-σακάκι-πουκάμισο) πού ήταν της μόδας τη δεκαετία του χίλια εννιακόσια εβδομήντα σε όλους εκείνους που είχαν κουραστεί από την ενδυματολογική ένδεια του «σιδηρού παραπετάσματος», του πρώην ανατολικού μπλοκ κι επιθυμούσαν τη μοδάτη ομοιομορφία του Δυτικού Κόσμου. Μάλιστα.

Ααα, το καλύτερο μέρος του παραληρήματος του χαφιέ, είναι όταν κατηγορεί τους πάντες για χαφιεδισμό, ρουφιανιλίκι, εκβιασμούς, μίζες, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ναρκωτικά, παιδεραστία, κτηνοβασία και λοιπά. Τα συμπεράσματα δικά σας. Αν τον πετύχετε στο λεωφορείο 122 ή στην πλατεία της Σαρωνίδας, στο μετρό Σύνταγμα, ή στο λεωφορείο Α5 Ακαδημία-Αγία Παρασκευή, μην τον πλησιάσετε! Βρωμάει…εσωτερικώς κι εξωτερικώς. Και ίσως – ποιος ξέρει; – μπορεί και η τρέλλα να είναι κολλητική. Ας την εξορκίσουμε γελώντας κι ευθυμο-γράφοντας. Αμήν.

         

Leave A Response