Κοίταξε [ας μου συχωρεθεί η προφορικότητα του αφηγήματος, αλλά δεν γίνεται να σας συναντήσω όλους δια ζώσης και να πιούμε αφέψημα με μέλι όρους Δίρφυς…], έχω γνωρίσει πολλούς σικ ανθρώπους στη ζωή μου, άλλους ανεπιτήδευτους κι άλλους ψωροφαντασμένους, άλλους μορφωμένους κι άλλους απλώς γραμματισμένους, ελάχιστους σοφούς κι εκατοντάδες δοκησίσοφους,
πάμπολλους καθηγητές και μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού Δασκάλους. Όμως η εκ γενετής ανεκτικότητά μου κι η αγαθή, καλοπροαίρετη (μέχρι βλακείας) φύση που μου χάρισε ο Δημιουργός, με οδήγησαν συχνά-πυκνά σε διάφορες περιπέτειες (με αίσιον τέλος, πάντα), αφού η φιλοσοφική μου θέση ότι όλοι είμαστε τέκνα του ιδίου θεού, σπινθήρες του Πρωταρχικού Πυρός, έδωσε αφορμή να γίνει η ζωή μου και το σπίτι μου (ευτυχώς όχι και το …σώμα μου) ξέφραγο αμπέλι και να μπαίνει ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε περαστικός, ο κάθε βρικόλακας, να στρώνεται και να περιμένει να τον …σερβίρεις. «Δώσ’ του θάρρος του χωριάτη και θ’ ανέβει στο κρεβάτι», αλλά όχι και «Μάθανε ότι πηδιόμαστε κι ήρθανε και οι γύφτοι». Αθάνατη ελληνική θυμο-σοφία, όπως εκφράζεται σε κηδείες, μνημόσυνα κι άλλες κορακο-συνάξεις.
Κι ας ξεκινήσουμε από αυτόν τον ταλαίπωρο που είχαμε στο δώμα της πολυκατοικίας. Μια χριστιανική ένωση είχε παραχωρήσει σε έναν ρακένδυτο λούστρο, που έστηνε το κασελάκι του έξω από την …Ακαδημία Αθηνών κι επεριποιείτο τα υποδήματα των σπλαχνικών περαστικών, γράφοντάς τους ταυτόχρονα στα …παλιά του τα παπούτσια. Αυτός ο άνθρωπος έπασχε από μια ιδιότυπη ναυτία της ύπαρξης: έβγαζε κάτι άναρθρες κραυγές, κάτι μεταξύ αναστεναγμού, ινδιάνικου συνθηματικού και γλώσσας των σπηλαίων. Μόνον σ’ εμένα απαντούσε ανθρώπινα (και μου πλήρωνε τακτικότατα τα κοινόχρηστα ενοικιαστού) από τότε που τον άφησα να χαϊδέψει τον γάτο μου (συχωρεμένοι κι οι δυο τους τώρα – άνθρωπος και ζώο). Αυτός λοιπόν ο κακομοίρης έζησε είκοσι χρόνια από πάνω μας (πάνω από τα κεφάλια μας – για να κυριολεκτήσω) θορυβωδώς, αλλά διακριτικά. Αν τον συναντούσες στο ασανσέρ δεν έμπαινες ποτέ μαζί του, πρώτον γιατί βρωμούσε και δεύτερον γιατί δεν χωρούσες, αφού έσερνε πάντα μαζί του ένα καρότσι λαϊκής φορτωμένο με διάφορα σκουπίδια και μια βαλίτσα αεροδρομίου με ροδάκια (που κάποτε – προ αμνημονεύτων ετών – θα ήταν μαύρη… Αυτός λοιπόν ο ρακένδυτος άνθρωπος, έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια ως καρδιοπαθής, καταφαγωμένος από την ψώρα, χωρίς νερό τους τελευταίους μήνες – γιατί θεωρούσε ότι δεν χρειαζόταν να το πληρώνει – όχι γιατί δεν είχε λεφτά… το αντίθετο αποδείχτηκε όταν πέθανε. Έπαιρνε αναπηρική σύνταξη κι είχε και μια κάποια περιουσία στον Πύργο Ηλείας. Το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του, το πέρασε έξω από το ασανσέρ του πέμπτου ορόφου, σε ημιαγρίαν κι αξιολύπητον κατάστασιν. Παρ’ όλο που διαμαρτυρήθηκα στους υπεύθυνους του φιλανθρωπικού σωματείου που του είχε παραχωρήσει το δώμα, παρ’ όλο που τηλεφώνησα στους συγγενείς του, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ευτυχώς που οι ενοικιαστές της μαιζονέτας-ρετιρέ ήταν φιλάνθρωποι και ψυχοπονιάρηδες κι ο καθαριστής της πολυκατοικίας επίσης, κι όλο και κάτι εύρισκε να φάει, έκανε την ανάγκη του στο λόφο του Στρέφη, όπου όλοι οι περίοικοι βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους, αλλά από ατομική υγιεινή, άσ’ τα να πάνε… Ένα απόγευμα Δευτέρας, ενώ θα είχα – κανονικώς – μάθημα στη Σαλαμίνα, το ακύρωσα κι αποφάσισα να γυρίσω στην πολυκατοικία που ήμουν διαχειριστής. Μόλις είχαν επιστρέψει από τις αυγουστιάτικες διακοπές τους οι ενοικιαστές του πάνω ορόφου. Τους ενημέρωσα για την κατάσταση του πάσχοντος, συμφώνησαν κι αυτοί μαζί μου ότι δεν είναι σωστό να φωνάξουμε το Υγιειονομικό ή να κάνουμε μηνύσεις στη χριστιανική ένωση και στους συγγενείς τους και μου υποσχέθηκαν ότι θα ρίχνουν μια ματιά και θα έχουν το νου τους. Δεν πρόλαβα να μπω στο μπάνιο, να σαπουνιστώ για να βγάλω τον ιδρώτα της ημέρας, κι άκουσα το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει. Ήταν η κυρία από πάνω. «Ο κύριος Ευθύμης άρχισε να ουρλιάζει, πήγαμε πάνω, είχε ανοίξει η μύτη του, το αίμα έτρεχε ποτάμι, φωνάξαμε ασθενοφόρο, μέχρι να έρθει όμως, να παρκάρει στο στενό δρομάκι και ν’ ανέβουν οι άνθρωποι στον πέμπτο, ο ατυχής είχε αποθάνει. Τώρα ήρθε η αστυνομία να πάρουν καταθέσεις». Πήγα κι εγώ ταραγμένος και λυπημένος να δώσω τηλέφωνα και διευθύνσεις συγγενών και φιλανθρωπικού σωματείου. Τι να κάνω ο έρημος; Μετά από την υπερένταση αποφάσισα να πιω μια διπλοζυμωμένη μπύρα με άρωμα ακακίας και πορτοκαλιού. Ένας από τους κλοσάρ τη ζωή μου είχε βρει τη λύτρωση. Τώρα δεν θα ξανανιώσει τη ναυτία της ύπαρξης. Ποτέ ξανά. Ή μήπως όχι; Παρ’ όλα αυτά, κάποιες φορές νομίζω ότι τον ακούω να αγκομαχάει στις σκάλες – όταν είναι χαλασμένο το ασανσέρ – και να σχολιάζει την ανθρώπινη κατάσταση. Αμ πώς! Σιγά που θα του ξέφευγε!