Η Γλαρέντζα ή Clarentia ή Clarence ήταν σημαντική οχυρωμένη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Κάποτε ήταν από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου. Σήμερα είναι εντελώς κατεστραμμένη.
Ιστορία
Χτίστηκε από τους Βιλλεαρδουΐνους του Πριγκιπάτου της Αχαΐας στη θέση της αρχαίας Κυλλήνης, στην Ηλεία λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα και χρησίμευσε ως επίνειο της Ανδραβίδας, της πρωτεύουσας του πριγκιπάτου.Η ιδιαίτερη σημασία της πόλης φαίνεται από το γεγονός ότι τα νομίσματα του πριγκιπάτου, τα τορνέζια, έφεραν την ένδειξη DE CLARENTIA και αργότερα DE CLARENCIA. Τα τορνέζια παράγονταν από το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, με άδεια που έδωσε ο Ροβέρτος Β’ ντε Κουρτεναί στο Γοδεφρείδο Β’ Βιλλεαρδουΐνο.
Τορνέζια
Το λιμάνι και το κάστρο της Γλαρέντζας υποστηριζόταν και από το φρούριο Χλεμούτσι το οποίο βρίσκεται στην ίδια περιοχή. H Γλαρέντζα απέχει περίπου 5-6 χλμ. Από το Χλεμούτσι και 12-13 χλμ από την Ανδραβίδα. Η πόλη αναφέρεται στις πηγές της εποχής με διάφορα ονόματα όπως Γραρέντζα, Κλαρένζα, Κλαρέντσα, Κλορένστια και Κιοφέντσα. Αρκετές πληροφορίες για την Γλαρέντζα δίνει το Χρονικόν του Μορέως.
Η σπουδαία αυτή πόλη της μεσαιωνικής Πελοποννήσου καταρρέει τον 15ο αιώνα.
Το Πριγκηπάτο είναι ήδη από τις αρχές εκείνου του αιώνα σε πλήρη αποσύνθεση. Η Γλαρέντζα χάνει το ρόλο της και μένει απροστάτευτη. Το 1407 καταλαμβάνεται και λεηλατείται από τον στρατό του Λεονάρδου Τόκκο. Το ομώνυμο Χρονικό (του Τόκκου) περιγράφει γλαφυρά τον πλούτο που έκρυβε τότε η Γλαρέντζα.
Το 1414 επιστρέφεται στον πρίγκιπα Κεντυρίωνα Ζαχαρία, αλλά το 1417 -1418 καταλαμβάνεται από τον Ιταλό τυχοδιώκτη Oliverio Franco.
Το 1421-22 πωλείται στον κόμη της Κεφαλονιάς και δεσπότη της Ηπείρου Κάρολο Τόκκο.
Το 1427 πολιορκείται από τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο και το 1428 παραχωρείται από τον Τόκκο στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (Δεσπότη του Μυστρά και μετέπειτα τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα) ως προίκα της ανιψιάς του. Ο Γεώργιος Σφραντζής και ο στρατός των Ρωμιών εισέρχεται τότε στην φραγκική πρωτεύουσα.
Το 1430 καταλαμβάνεται από τους Καταλανούς που την πουλάνε πάλι στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο τελευταίος τότε γκρεμίζει τα τείχη της για να αποτρέψει την αξιοποίηση της πόλης από άλλη δυτική δύναμη μετά από ενδεχόμενη ανακατάληψη.
Το 1432 η Γλαρέντζα γίνεται έδρα ενός δεύτερου Δεσποτάτου. Το 1446 η ευρύτερη περιοχή υπέστη δήωση από τον σουλτάνο Μουράτ Β’. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1460, παραδίδεται οριστικά στους Οθωμανούς ακολουθώντας την τύχη του Δεσποτάτου.
Μετά από αυτές τις περιπέτειες, Η Γλαρέντζα ερημώνει και δεν απομένει παρά μόνον ο θρύλος της. Τον 16ο αιώνα ήδη είχε εγκαταλειφθεί και ερειπωθεί. Τα ερείπια τα οποία περιγράφουν οι περιηγητές και σώζονται σε φωτογραφίες κατεδαφίζονται από τον γερμανικό στρατό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Η Γλαρέντζα είναι κτισμένη σε ένα κάπως υπερυψωμένο και ελαφρώς επικλινές παραθαλάσσιο πλάτωμα. Από Βορρά και Δύση βρέχεται από τη θάλασσα. Τείχος και τάφρος περιέβαλε τις άλλες δύο πλευρές. Η τειχισμένη πόλη, το βούργο, είχε ακανόνιστο σχήμα και καταλάμβανε έκταση 450μ✖350μ. περίπου.
Προς βορράν, στη θέση «Αρσανάς», εκεί που σήμερα είναι μια ελώδης έκταση, βρισκόταν το εσωτερικό, σκαφτό λιμάνι. Ήταν οχυρωμένο με πύργους, τοποθετημένους στην προέκταση των τειχών της πόλης. Διατείχισμα χώριζε τον τομέα του λιμανιού, δηλαδή το εμπορείο της πόλης, από το βούργο.
Στο νοτιοδυτικό άκρο του πλατώματος ένας εσωτερικός περίβολος οριοθετούσε ένα μικρό φρούριο, τα όρια του οποίου είναι και σήμερα ευδιάκριτα. Το εσωτερικό αυτό οχυρό ήταν κατά κάποιο τρόπο η ακρόπολη του κάστρου και το έσχατο σημείο άμυνας.
Το εξωτερικό τείχος είναι κατεστραμμένο. Κατά διαστήματα ενισχύονταν από ορθογωνικής κατόψεως πύργους, ιδίως σε καίρια σημεία, όπως στις γωνίες και στις πύλες.
Η πόλη διέθετε τρεις πυργοειδείς πύλες. Στην βορειοανατολική πλευρά του βούργου αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος γοτθικός ναός.
Στο βούργο εντοπίστηκαν τρία ακόμη κτίσματα. Από τις πηγές μνημονεύονται επίσης νομισματοκοπείο, νοσοκομείο, ναός του Αγ. Μάρκου, κατοικίες, κτήρια για υπηρεσίες, χωρίς να έχουν προς το παρόν εντοπιστεί.