(μυθοπλαστικό αφήγημα, «οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς, μα εντελώς συμπτωματική»)
Μα τι ξύνεις πληγές; Πού τα θυμήθηκες τώρα όλ’ αυτά; Προϊστορικά πράγματα, θα μου πείτε. Όμως θυμάμαι ακόμα το Μινιόν στις χρυσές του εποχές, πριν την άνανδρη και στοχευμένη επίθεση εμπρησμού του (τον Οκτώβριο του 1980).
Θυμάμαι το βιβλιοπωλείο, το τμήμα ειδών εξοχής, τον όροφο με τα ανδρικά ενδύματα, την ταράτσα του, που έβλεπες Ακρόπολη (τότε δεν είχε εμφανιστεί ακόμα το νέφος).
Ήμουνα πρωτοετής φοιτητής στο Πολυτεχνείο το 1979 και πήγανε με τα φιλαράκια να πιούμε καφέ και να διασκεδάσουμε κοιτώντας τα ράφια (από λεφτά, λίγα πράγματα: ίσα-ίσα για τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι και του Μπρεχτ.
Εκεί λοιπόν μια μέρα, καθώς περιπατούσα κι επεριπλανιόμουν ασκόπως από ορόφου εις όροφον, παρατήρησα κάτι αλλόκοτο για τα ελληνοχριστιανικά μου ήθη κι έθιμα. Τόσο στο τμήμα ανδρικών όσο και στο τμήμα γυναικείων ενδυμάτων, έμπαιναν οι πελάτες στα δοκιμαστήρια κι έφευγαν φορώντας τα ολοκαίνουργια ρούχα χωρίς να πληρώσουν. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα αυτόματα συστήματα συναγερμού στις εξόδους με τα bar-codes και τέτοιες τεχνολογικές καινοτομίες. Κι αναρωτήθηκα ευλόγως πλην ματαίως: «Καλά, οι υπεύθυνοι δεν το βλέπουν; Προϊστάμενοι δεν υπάρχουν; Διευθυντές; Καταγραφή εμπορευμάτων δεν γίνεται; Ισολογισμός;». Ερωτήματα πολυτελείας σε τριτοκοσμικές χώρες της βαθειάς Ανατολής. Όταν κάηκε το όμορφο πολυκατάστημα, μαζί με άλλα ελληνικών συμφερόντων για να μπουκάρουν τα ξένα αρπακτικά κι οι «αλυσίδες», κατάλαβα ότι πάντα «το ψάρι από το κεφάλι αρχίζει να βρωμάει»…
Αργότερα σαν καλλιτεχνικός υπεύθυνος των εκδηλώσεων στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, πριν μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία, περισσότερον …ευέλικτη (;) σε πληρωμές και …διευκολύνσεις παντός είδους, παρατήρησα επίσης μια διαρκώς επιδεινούμενη αποσάθρωση του εποικοδομήματος: λάμπες προβολέων χάνονταν από την κλειδωμένη αποθήκη, η κονσόλα από το ηλεκτρολογείο βρέθηκε στο Μοναστηράκι, απ’ όπου ξαναγοράστηκε με επείγουσες και μάλλον αδιαφανείς διαδικασίες, στις ένορκες διοικητικές εξετάσεις εκλήθησαν να παράσχουν εξηγήσεις οι πλέον άσχετοι [όπως η αφέλειά μου, που δεν είχα ούτε κλειδιά αποθήκης ούτε καμία δουλειά να σκαρφαλώνω στους τοίχους και να αλλάζω λάμπες στους προβολείς ούτε, βεβαίως, να χειρίζομαι την κονσόλα στο καμαράκι του ηλεκτρολόγου, στο πάνω μέρους του θεάτρου…]. Βεβαίως και υπήρχαν «υπεύθυνοι». Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. Ζουν ακόμα οι άνθρωποι. Κι ο ζωντανός …δεδικαίωται. Καλά, να μην μιλήσουμε για τα βιβλία-προγράμματα, τα οποία πωλούνταν επί τόπου, χωρίς αποδείξεις και χάνονταν. Για την ανθοδέσμη του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας, που ενώ έπρεπε να μεταφερθεί από το προσκήνιο στο καμαρίνι του/της, μετά το τέλος της παράστασης ένας ζουμπάς-γκρέμλιν έτρεχε προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου (τότε, το 1997/1998, δεν ήταν ακόμα πεζόδρομος), όπου περίμενε ένα ταξί για να μεταφέρει την ανθοδέσμη σε νυκτερινό κέντρο προκειμένου να μεταπωληθεί παρανόμως έναντι αδράς αμοιβής. «Ελλάς το μεγαλείο σου….». Όταν μετέφερα δειλά-δειλά τις επιφυλάξεις-παρατηρήσεις αυτές στους ανωτέρους μου, αυτοί έκαναν το …αυτονόητο: με απέλυσαν!!! Χάλαγα την πιάτσα. Παραήμουν αφελής για τέτοιο πόστο. Ρομαντικός, ιδεολόγος και ποιητής, επικεφαλής της μαφίας δεν γίνεται. Εμ βέβαια. Πώς να γίνει; Βρήκα λοιπόν, με ανακούφιση, μια μέρα, πάνω στο γραφείο μου, μια απόφαση που έλεγε «από λήψεως της παρούσης δεν ισχύει η υπ’ αριθμ. τάδε [αυτή με την οποία μού είχαν αναθέσει καθήκοντα, αμισθί, τρομάρα μου!!!]». Εγώ χάρηκα που απαλλάχτηκα από αυτό το αλλόκοτο επαχθές έργο κι όταν συνάντησα το απογευματάκι την υπογράφουσα αυτής της απολύσεως να χτυπάει – να …σημαίνει (περήφανη και κορδωτή-καμαρωτή, «σαν γύφτικο σκεπάρνι») την …κάρτα, της ευχήθηκα καλοσυνάτα κι από καρδιάς, ειλικρινώς λέγω: «καλό σας απόγευμα». Εκείνη – νομίζοντας, με το φτωχό της το μυαλό, ότι την ειρωνεύομαι, τη σαρκάζω ή την απειλώ – μου ανταπάντησε αναιδώς: «Άκου να δεις …Χριστιανόπουλε-Πολυχρονόπουλε-«πώς-διάβολο-σε-λένε-τέλος-πάντων», δεν θα μας γράφεις εσύ όλους στον κώλο σου εδώ μέσα».
Έμεινα αποσβολωμένος από την τόση απρόκλητη χυδαιότητα και δεν πρόλαβα να της απαντήσω, πριν χαθεί ο τεράστιος πισινός της στο ασανσέρ. Θα το κάνω όμως σήμερα από αυτό το μυθοπλαστικό πόστο και δηλώνοντας συμβατικώς ότι «πάσα ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς μα εντελώς συμπτωματική»: «Άκου να δεις κυρία …Μαριδο-σαρδελο-σιουπιο-μουσίτσα μου, τον …ποπό μου τον έχω για καλύτερη χρήση από το να γράφω εκεί το ηλίθιο, το αναξιοπρεπές, το αναξιοκρατικό όνομά σου, που πηδιότανε ο άντρας σου με τον διάδοχο Τού αρχηγού κόμματος κι εσύ κόλλαγες αφίσες και ξελαρυγγιαζόσουν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις για να σε κάνουνε εν μια νυκτί γενική διευθύντρια – τρομάρα σου, ασχετίλα, πανηλίθια, ανεπρόκοπη, αρχοντοχωριάτα, που ήρθες στο Ηρώδειο και με ρώταγες γιατί δεν βάζω αιρ-κοντίσιον!!! Βρε ουστ! Έξω από ᾽δώ, που κακό χρόνο να ᾽χεις». Όλ’ αυτά θα της έλεγα, αν ήμουν θρασύς, προπετής [ουχί προπέτης], χυδαίος και μέσος κουτοπόνηρος λιγούρης, τσανακογλείφτης τής κάθε βλαχάρας εξουσίας και λαμόγιο περί …οπής. Επειδή όμως είμαι ένας ταλαίπωρος εσωστρεφής ποιητής, φιλοσοφημένος άνθρωπος κι έχω πάρει τα πτυχία, τα διπλώματα και τις περγαμηνές μου με άριστα, επιφυλάχθηκα να κουνήσω θλιμμένα το κεφάλι, αρκέστηκα να οικτίρω και να λυπηθώ [συνώνυμα] τις γενεές που θα έρθουν στην πολύπαθη αυτή πανάρχαια χώρα μας. [Και στην Αρχαιότητα τα ίδια ακριβώς έκαναν: όποιο κεφάλι προεξείχε το …έκοβαν: Σωκράτης-Ευριπίδης-Ίβυκος – κλείνει η …αγκύλη]
Και ναι μεν εγώ δεν έπαθα τίποτα [όχι σε αυτή την ενσάρκωση-όχι ακόμα], γραφιάς ήμουνα και πριν – γραφιάς παραμένω (μεροδούλι-μεροφάι – χειρώνακτας της Τέχνης), όμως αυτά που ήρθαν, και τα περιμέναμε όλοι, ήταν τα παρεπόμενα τού αναπόδραστου φυσικού νόμου τής Αδράστειας-Νεμέσεως-Ανάγκης: δράση-αντίδραση, αίτιο-αιτιατό, μοίρα-fatum… ή αλλιώς, νεοελληνιστί «κάρμα».
Φυσικά, όλοι οι μικροϋπεύθυνοι μείνανε ατιμώρητοι, γιατί είχανε μεγαλοσχήμονες προστάτες, τα μαγαζάκια (ιδιωτικά και δημόσια), που στέκονταν με τον πατριωτισμό και την όποια φιλοτιμία των Ελλήνων διεθνοποιήθηκαν, συνειδητοποιήσαμε επί τέλους το μέτρο της άθλιας τριτοκοσμικότητάς μας και προσγειωθήκαμε απότομα. Κι ήρθεν η Λερναία Ύδρα, με το άχαρο βιβλικό όνομα Κρίση (παραπέμποντας στο αποκαλυπτικά οράματα του εν σπηλαίω Πάτμου Ιωάννη)… Κι έβρεξεν πάλιν ο ουρανός …ανθρώπους. Πάμπολλοι «έπεσαν από τα σύννεφα!!!». Δεν το περίμεναν κάτι τέτοιο. Φυσικά. Ήταν απασχολημένοι με τις μικροκλοπές, τις ρεμούλες, τις λαμογιές τους. Κι όταν βγήκε – εκ των υστέρων – ο …βάτραχος πολιτικός να μας επισημάνει το αυτονόητο ότι δηλαδή «μαζί τα φάγαμε», όλοι αγανάκτησαν κι επαναστάτησαν με το θράσος του πολιτικού αυτού θηρίου. Ακόμα και μία συνάδελφός του, πρώην υπουργός, αγριογκόμενα, που έκανε τις μίζες ταξί κι έφτασε η μαφιόζα να διοικεί υπογείως έναν ολόκληρο κιτρινιάρικο στόλο, αφού είχε χρυσώσει πριν (παρεμπιπτόντως) κι έναν φοιτητή στου Ζωγράφου, που την …έτζασε [καλιαρντά-να μην διορθωθεί-της αρμόζει] μετά (αφού πριν τη μάδησε και την άρμεξε την …αγελάδα με το μαστούρικο βλέμμα) και παντρεύτηκε ο αλιτήριος, να κάνει …απογόνους που θα του μοιάζουν στην καπατσοσύνη. Αυτά τα ολίγα.
Και τι σχέση έχουν με το θέμα μας; Μα φυσικά και έχουν. Αλίμονο αν δεν είχαν. Από τα μικρά καταλαβαίνεις τα μεγάλα. «Το μέρος αντί του όλου». Συνεκδοχή. Κι αυτά που σας ανέφερα ήταν απλώς η παρωνυχίδα. Ό,τι δηλαδή περιέπεσε στην αντίληψή μου. Γιατί τα πολλά δεν τα είδα. Και δεν ήθελα να τα ξέρω. I don’t want to know, που λέμε εμείς, οι …Κολωνακιώτες. Όμως εγώ μένω στη Νεάπολη, στο λόφο του Στρέφη, χαμένος στην καρακοσμάρα και στα αλλοδιαστασιακά ποιήματά μου. Αλλά έστω κι αυτά τα ολίγα, έρχομαι σήμερα να τα καταθέσω στο φοβερό Δικαστήριο τού Χρόνου.
Ο ποιητής είναι μάρτυρας, αυτοδύτης των μύθων. Μόνο που κάποτε ξερνάει από την απελπιστική κακογουστιά, την εμετική αμορφωσιά, την απροκάλυπτη ανηθικότητα που περισσεύει γύρω του.
Ταξιδεύω σε ολάνθιστο περιβόλι, εντός. Κάθε φορά που ονειρεύομαι, λουλούδια βλέπω. Κι ωδικά πτηνά. Και μέλισσες. Και χαρούμενες υπάρξεις. Ιπποτικές. Νεραϊδοσύνες. Καμία σχέση με τις προαναφερθείσες, με τις οποίες ουδεμίαν σχέσιν είχα, έχω ή …θέλω να έχω.