Ήμουνα πάντα υπερβολικός, δεν λέω (από μικρός το είχα αυτό το κουσούρι – αλλά και άλλα, πολλά), όμως τώρα, μεσούσης της κλιμακτηρίου, η υπερευαισθησία, η ευθιξία, το αψίκορον τού όντος, εεεεε, όλ’ αυτά τέλος πάντων τ’ αηδιαστικά και ειδεχθή, εκτύπησαν κόκκινο. Μάλιστα. Τι να σα πω και τι να σας πρωτοδιηγηθώ;
Ιστορίες καθημερινής τρέλας. Σκηνές απείρου κάλλους.
Μπαίνω πρωί-πρωί στο ταξί για να πάω εγκαίρως στη δουλειά μου, να χτυπήσω την «αγία κάρτα», ο τάλας μεροκαματιάρης, μικρο-υπάλληλος. Πέφτω σε τρελαμένο ταξιτζή που έχει μόλις τσακωθεί στο κινητό με τη γυναίκα-την πεθερά-τη γκόμενα-δεν ξέρω, καπνίζει στριφτά τσιγάρα με χασίσι Ηλείας [κατά Ζαχάρω μεριά, το αναγνωρίζω ευκόλως γιατί μυρίζει κοπριά, σβησμένη ασβουνιά, ποιος ξέρει τι σκατά βάζουνε μέσα…]. Του μιλάω με το μαλακό, του εξηγώ τη διαδρομή για να αποφύγουμε την κίνηση της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκείνη την ώρα περνάνε οι κλούβες από τον Κορυδαλλό που πάνε τους κρατούμενους στα Δικαστήρια. Αυτός με ακούει φαινομενικά προσεκτικά και μετά ξεσπάει: αφήνει και τα δύο χέρια από το τιμόνι, τα σηκώνει ψηλά σε στάση ικεσίας, μετά πέφτει με όλη του τη δύναμη στο παρμπρίζ, το μέτωπό του γεμίζει αίματα, κατεβαίνω γρήγορα από το όχημα που ευρίσκεται εν κινήσει, αφού πετάξω μέσα από το ανοικτό παράθυρο ένα πεντάευρω για να μην με κυνηγάει και μπλέξω με ανακρίσεις και τέτοια [κάτι που δεν με συμφέρει, διασημότης γαρ – τρομάρα μου!]…
Παίρνω το αμέσως επόμενο ταξί. Αυτός είναι κουτσομπόλης και θέλει να μάθει τι έπαθε ο προηγούμενος. Του εξηγώ πολύ προσεκτικά, μέσες-άκρες, γιατί δεν ξέρω τι σχέση ενδέχεται να έχουνε… Αυτός πάλι, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Με το που με είδε θέλει ντε και καλά να σταματήσει σε ένα μπουρδελοξενοδοχείο «με την ώρα», για «να την καταβρούμε», όπως μοι είπε. «Έλα στα συγκαλά σου, χριστιανέ μου! Στο κούτελο το γράφει; Είναι τυπωμένο κάτι σχετικό στο μπλουζάκι μου; Μήπως μου κόλλησαν κανένα χαρτί στην πλάτη; Επάγγελμα πούστης γράφει η ταυτότητα κι η κάρτα μου; Μα ακόμα κι αν έγραφε, θα τις είχα στην τσέπη, αμφότερες…».
Με τα τούτα και τα εκείνα, φτάσαμε μπροστά στο γυάλινο κτήριο γραφείων, όπου εργάζομαι ο δυστυχής. Πλήρωσα κι έτρεξα να προλάβω το δευτερόλεπτο και γυρίσει το ρολόι. Ο ρέκτης, ο μερακλής, ο μπινές, ο αλητόβιος, έβγαλε το κεφάλι έξω από το παράθυρο κι εφώναξε: «Τι ώρα σχολάς το μεσημέρι, να σε περιμένω»; Κοίταξα έντρομος προς τα επάνω και είδα (ενόμισα, μου φάνηκε ότι είδα) όλα τα κεφάλια των συναδέλφων να γέρνουν προς τα έξω [κάτι σαν τις Σουλιώτισσες ένα πράμα, στο χορό του Ζαλόγγου] και να χάσκουν περιπαικτικά! «Όλα τα είχαμε, η μανία καταδίωξης μας έλειπε τώρα», σκέφτηκα, πρόλαβα να χτυπήσω την κάρτα στο λεπτό, κατέβηκα τους δύο ορόφους, έφτασα στο αποθηκάκι όπου εργάζομαι, άναψα το κομπιούτερ, έβαλα μουσική, φόρεσα τα ακουστικά και βυθίστηκα στην πολυσυνηθισμένη ασφάλεια της καθημερινής φυλακής μου. «Το πρόβλημα είναι πώς φεύγουνε μετά. Όσο κι αν καθυστερήσω την αναχώρησή μου, πάντα θα είμαι αναγκασμένος να βγαίνω έξω, να αντιμετωπίζω τον κόσμο. Μήπως θα ήταν πιο φρόνιμο να φέρω εδώ μια πολυθρόνα που να γίνεται κρεβάτι και να μείνω εδώ για πάντα; Θα γλιτώσω το ενοίκιο, τους λογαριασμούς, τα χρέη… άσε που μπορεί να εισπράξω και καμιά υπερωρία!».
Ιδρυματισμός. Και πείτε μου τώρα φίλοι μου… όχι, ειλικρινά, πείτε μου: μήπως είμαι υπερβολικός; «Τουλάχιστον»; «Το λιγότερο που μπορείτε να πείτε»; Βρε άντε να χαθείτε κι εσείς, βρε ουστ, στον αγύριστο να πάτε, που κάθομαι και κατασπαταλώ την ώρα μου μαζί σας, αντί να διαβάζω το «Πόλεμος κι Ειρήνη» του Βικτωρα Ουγκού, σε καινούργια μονότομη έκδοση! «Από λεξιλόγιο πάω καλά»; Ναι. Βεβαίως. Και γλωσσοπλάστης είμαι. Όπως όλοι οι σαλεμένοι που δεν τους χωράει ο στενός κορσές της γλώσσας. Σας ρούμπωσα τώρα. Όχι, θα σας άφηνα! Και «δε μου φαινότανε;». Τα φαινόμενα απατούν αγαπητοί μου. Από τότε που πέθανε η μανούλα μου κι έκοψα τα λαργκακτίλ το έριξα στο ποτό. Νομίζω ότι θα κάνω φόνο κάποια μέρα. Θα κόψω το λαιμό κανενός ανθρωπάκου με σπασμένο μπουκάλι μπύρας και θα πάω φυλακή, για πάντα. Μπααααα. Το έχω δει σε ταινία. Πού να τρέχω τώρα; Εξάλλου, κι εδώ φυλακή είναι. Δεν είναι; …Δεν μου απαντάει κανείς. Μα μόνος μου μιλάω πάλι;