Ναι, τα κάνουν κι οι καθηγήτριες Πανεπιστημίου αυτά, και δη των λατινικών!!! Χαρτομάντισσα εκ πεποιθήσεως, κατ’ επάγγελμα, κατά συρροήν και κατ’ εξακουλούθησιν, βρέθηκε στα εβδομήντα της να …εργάζεται από κλίνης του ιδιωτικού θεραπευτηρίου, μετά από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά, ένεκα υψηλής πιέσεως, αλλά αυτή …εκεί: «πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπος και μετά το χούι του». Ουρέέέέέέςςςς απ’ έξω: πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί κι απλές …κατίνες του λαού (κι η Παξινού …Κατίνα ήταν!!!). Με το πρόσχημα ότι θέλουν να την επισκεφθούν, περιμένουν υπομονετικά στην ουρά, σα να είναι στο ΙΚΑ ή στον συνοικιακό οδοντίατρο, να τους πει τη μοίρα η γριά μάγισσα με την τσιγγάνικη καταγωγή.
Και πώς το ξέρουμε αυτό; Αν δεις την κόρη της θα το καταλάβεις. Ρομά, αν και …φιλόλογος στο Κολωνάκι. Άσε δε τον αδελφό της Θεόφιλο (κοινώς Θιοφίλη ή και Φιοφίλη). Αυτός κι αν έχει τσιγγάνικο αίμα να βράζει στις φλέβες του. Ηράσθη την ίδια του την κόρη κι όταν ήτο δεκαπεντούτις, την «έκλεψε» και πήγαν να ζήσουν τον έρωτά τους στην …Κούβα, όπως και άλλα παράνομα ζευγάρια εκ …Λυκαβηττού. Αφού επέστρεψαν… (γύρισαν κακήν-κακώς και μαλωμένοι), η νεαρά ύπαρξις εκλείσθη σε οίκον ανοχής επί της οδού Ζήνωνος (σπιτωμένη από έναν πρωτοετή της Σχολής Αστυνομίας – είναι να το έχεις το ταλέντο από μικρός, αν δεν είσαι γεννημένος νταβατζής όνομα και πράγμα, καλύτερα μην το παλεύεις, δεν θα σου βγει ποτέ, κι όπως μου έλεγε φίλη μου ηθοποιός-περπατημένη: «Μην διπλοχτυπάς πόρτες που δεν ανοίγουνε, οι σωστές οι πόρτες είναι αυτές που ανοίγουν μόνες τους όταν περνάς απέξω»). Πήγαινε λοιπόν κι ο ταλαίπωρος παιδεραστής πα-τέρας, περίμενε τη σειρά του στο μπορδελάκι της οδού με το όνομα αρχαίου φιλοσόφου, πήδαγε, ικανοποιούσε τις διεστραμμένες ορμές του [απαπαπαπαπα, πράγματα που συμβαίνουνε στην κοινωνία] κι έφευγε, σαν κύριος, όπως κι οι άλλοι συνηθισμένοι πελάτες εξάλλου… Κάποια μέρα αντελήφθη όμως το εν λόγω σκηνικό ο εκκολαπτόμενος χωροφύλακας και νταβατζής της πολύφερνης κόρης, έκανε τουλούμι στο ξύλο τον …ρέκτη πεθερό του και τον απείλησε ότι θα του κόψει την ηλιαία αρτηρία με τον υπηρεσιακό σουγιά του. Ο καλός αυτός πατήρ τότε μηχανεύτηκε άλλο κόλπο. Αφού απέτυχαν τρεις απόπειραι δολοφονίας του εραστή της κόρης του (εξ Αλβανών-Βουλγάρων-Γεωργιανών), οργάνωσε απαγωγήν της, επιτυχημένην αυτή τη φορά, την πούλησε σε χαρέμι της Συρίας (πριν καταστραφεί ολοσχερώς) κι έτσι μπορούσε να την επισκέπτεται κι ο ίδιος πού και πού, από καιρού εις καιρόν, σε ουδέτερο έδαφος (στα γυναικεία …λουτρά, ας πούμε – τόόόόόσοοο διακριτικά). Τι σου είναι η φύσις των ανθρώπων; Σαλή κι αλλοπρόσαλλη. Κι αν τα γράφω όλ’ αυτά φίλη μου, δεν είναι από κάποια οφθαλμοπόρνα ή λεξιλάγνα διαστροφή, αλλά απλώς για «κοινωνική κριτική» [έτσι ονομάτιζε το κουτσομπολιό η φαιδρά γιαγιά μου]. Μα γιατί σας τα λέω όλ’ αυτά; Α, ναι… ξαναγυρίζουμε στην κλινήρη γριά μάντισσα με την τσιγγάνικη καταγωγή. Καλά, λογοδιάρροια η δικιά σου (το εγκεφαλικό δεν είχε πειράζει το κέντρο του λόγου), δεν την έφταναν οι καλύτεροι ρήτορες του κόσμου. Παραμύθιαζε τους πάντες. Ακόμα και μια πλούσια φίλη μου από την Κυψέλη, που μου τα μετέφερε όλα τούτα. Τι Παλαιολόγους ανακάτευε στα παραληρήματά της η σαλή, τι «θα ξαναπάρουμε την Πόλη και τη Σμύρνη και τα άγια χώματα»… Τελικά, αυτές οι γύφτισσες δεν έχουν το θεό τους. Σε πλήρη σύνδεση και καθημερινή επικοινωνία με τη Γη, απολύτως χθόνια όντα, μεταφέρουν την πανάρχαια Γνώση σε μορφή τσιτάτων, γνωμικών, ενοράσεων, διοράσεων, προοράσεων. Και το αξιοπερίεργο είναι ότι «πέφτουν μέσα», αλλιώς γιατί να περιμένουν στην ουρά κωλοπετσωμένοι πολιτικοί, που σε πουλάνε και σε αγοράζουν, κι έχουν φάει την ίδια τους τη μάννα, σε πικάντικα κεφτεδάκια (με μπόλικο κύμινο, για να μην βρωμάει το πολυκαιρισμένο από την κατάψυξη κρέας της – μπρρρρ!!!) [Πού τα βρίσκω και τα λέω, ο άτιμος! Και καλά να τα λέω στις παρέες, χάριν αναψυχής. Να τα …γράφω κιόλας; Θράσος. Θράσος και παρά-τόλμη περισσή – αλλά ευτυχώς που όλα γύρω μας είναι μπάχαλο, ζούμε στο απόλυτο Χάος και κανείς γύρω μας δεν με προσέχει. «Νομίζεις!». Ακούω ΚΑΙ φωνές τώρα; Ποιος μίλησε; Να φανερωθεί αμέσως. Τώρα. Α, εσύ ήσουν παπαγάλε; Δίδυμε εαυτέ, είδωλο και φωνή της συνειδήσεώς μου. Basta! Έως εδώ! Και μη παρέκει…].