Ο Μανιώδης, ο Μπογιατζής κι η Νότα Σαπφωρά

Ο Μανιώδης, ο Μπογιατζής κι η Νότα Σαπφωρά

Η θεατροπαρέα [φανταστική-κολλάζ] που άφησε εποχή: εκείνος, θεατρικός συγγραφέας σοβαρός προς το ψυχαδελικό αλλά τελείως χάχας στην προσωπική του ζωή κι όπως όλοι οι αυτοσαρκαζόμενοι κλόουν βαριά καταθλιπτικός και βουλιμικός. Είχε όμως ένα γλυκούλικο παιδικό πρόσωπο και καρδιά μάλαμα.

Μπαξές! Το ψευδώνυμό του; Μανιώδης γιατί έπασχε από διπολική διαταραχή, που παλιά τη λέγανε μανιοκατάθλιψη [επινοημένο πρόσωπο-σύνθεση πολλών προτύπων]. Ο άλλος, ήταν Μπογιατζής στο επάγγελμα και το χρησιμοποίησε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο [οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και πράγματα εντελώς, μα εντελώς σου λέω, συμπτωματική]. Χρησιμοποίησε τα …σωματικά του προσόντα (κάπου εκεί… χαμηλά) για να ανέλθει εις το καλλιτεχνικό στερέωμα, περνώντας από τις κρεβατοκάμαρες διαφόρων ξεμωραμένων γέρων («μια πίπα με τα …ούλα της», που λένε). Βεβαίως, την καλή την …έπιασε, όταν κοιμήθηκε με μεγάλο οικονομικό παράγοντα του τριτοκοσμικού μας τόπου, ιδιοκτήτη ποδοσφαιρικής ομάδας, σκυλάδικων και θεάτρων …ποιότητος. Του άνοιξε λοιπόν κι αυτουνού ένα (μα τι του έβρισκε; Ένας κακάσχημος ήταν – τέλος πάντων). Τον διόρισε θιασάρχη, σκηνοθέτη, καλλιτεχνικό διευθυντή, ηθοποιό, μεταφραστή, μόνο με τα σκηνικά και τα λογιστικά δεν τον ανακάτεψε, γιατί δεν έπιανε το …χέρι (μόνο το μάτι του) και γιατί δεν έκοβε και το μυαλό του (ντιπ κατά ντιπ που λένε, άι-κιού πουλιού – με την καλή την έννοια). Εκείνη, κακάσχημη και βραχνή, χοντρή και κακοσουλούπωτη, στραβοχυμένη αλλά …εταίρα – τεράστια συναισθηματική ευφυία η δικιά σου, μπορούσε να τουμπάρει με τα ανύπαρκτα κάλλη της ακόμα κι …αδερφή, για να μην πω και καλόγερο. Το όνομά της Νότα Σαπφωρά.

Μα τι το κοινό είχαν οι τρεις αυτοί; Προφανές, προφανέστατο μπορώ να είπω: επιτυχημένοι εις πείσμα όλων, παρά τις αντιξοότητες και τις ελλείψεις, τα κόμπλεξ και τις ιδιαιτερότητές τους, αυτοί κατέφυγαν στην ειρωνεία με πρώτον στόχο τον εαυτό τους, έτσι ώστε να πουν περισσότερα για τον εαυτό τους απ’ όσα θα μπορούσε να πουν οι άλλοι για το …χαμηλό άτομό τους.

Ο Μανιώδης ήταν μία φορά διακοπές στην Ουρανούπολη με τους άλλους δύο. Μία ημέρα αποφάσισαν να περάσουν στο Άγιον Όρος, όπου ως γνωστόν, ακόμα τότε, τη μακρινή δεκαετία του 1980, απαγορευόταν η είσοδος σε γυναίκες. Όμως η Νότα ήταν τόσο άσχημη κι αντρόφερνε και οι άλλες (;) ήταν τόσο κωλοπετσωμένες, που την έντυσαν άντρα και τα κατάφεραν. Μα πως; Δείτε. Ακούστε, μάλλον. Μία μέρα που κολυμπούσε ο Μανιώδης ως φάλαινα (μόνο το κεφάλι έξω) κι ο Μπογιατζής ψάρευε φαντάρους στην προκυμαία κι η Νότα έκανε μανικιούρ-πεντικιούρ στο σκύλο της (πεκινουά, από τα πιο υστερικά και κακομαθημένα), ένας χωροφύλαξ από το οικείον αστυνομικό τμήμα, το υπεύθυνο για τη χορήγηση βίζας για τον Άθωνα, την έπεσε στον θαλάσσιο ελέφαντα με το μπέιμπυ-φέις. Αυτός δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη κι είπε την αλησμόνητη ατάκα: «Κάτσε να βγω έξω από το νερό πρώτα, να δεις την ατέλειωτη κορμάρα μου κι αν – αν, λέω – επιμένεις ακόμα, δεν χρειάζεται καν να το συζητήσουμε. Σου λέω αμέσως ναι, από τώρα, για να μην χάνουμε χρόνο με τα …προκαταρκτικά». Είχε προσέξει βέβαια την υπερβάλλουσα στύση του οργάνου της τάξεως, κάτω από την προτεταμένη στολή με τα φουσκωμένα (από την αγαμησιά και τα καψώνια των ανωτέρων) καρύδια… Το τι έγινε μετά, δεν έμαθε ποτέ κανείς. Συνωμοσία σιωπής. Καμόρα και μαφία. Εμ, για αυτό επέπλευσαν κι επιβίωσαν δεκαετίες τώρα.

Κάποτε αυτοί οι τρεις είχαν τσακωθεί μεταξύ τους και δεν μιλιόντουσαν. Αιτία κι αφορμή; Ένα έργο του Μανιώδη που θα ανέβαζε ο Μπογιατζής και θα έπαιζε η Σαπφωρά. Μία μέρα πριν την πρεμιέρα ο μανιώδης θεατράνθρωπος δήθεν εστέτ και πρώην λαϊκούρα ελαιοχρωματιστής, το έπαιξε ντίβα και Μπλανς Ντυμπουά και κατέβασε το έργο, έτσι άνευ λόγου, γιατί δεν το εύρισκε – λέει – του γούστου του! Σιγά το γούστο! Ποιος το έχασε να το βρει αυτός; Επειδή όμως φοβότανε τη γλώσσα (και την πέννα) του μανιασμένου αλλά καταξιωμένου θεατρικού συγγραφέα του είπε τάχαμου ότι η Νότα Σαπφωρά είχε μποϋκοτάει την όλη παραγωγή, λέγοντας δεξιά κι αριστερά ότι αυτό το κωλο-κείμενο δεν την αφήνει να ξεδιπλώσει τα ταλέντα και να προβάλλει την ατέλειωτη κορμάρα της. Εεε, τα πήρε στο κρανίο ο αναξιοποιηθείς κι υποτιμημένος συγγραφέας, ο προσβεβλημένος, το έπαιξε «Κρουέλα» [δεν ξέρω πια είναι αυτή, αλλά άκουσα τη φίλη μου τη Φιλίτσα να το λέει, και το ξεπατίκωσα κι εγώ, ο πίθηκος ο μιμητικός]… Άρχισε λοιπόν ο προσβληθείς γραφεύς να τηλεφωνεί δύο με τέσσερις τη νύχτα (του είχε μείνει από το «γερμανικό νούμερο» στο στρατό) κι άρχισε να ενοχλεί την υπναρού Σαπφωρά, που – όπως όλες οι υπάρξεις που έχουν …κρεατάκια – έκανε ύπνον βαρύ. Τον ασήκωτο είχε! Την έπαιρνε λοιπόν τηλέφωνο μέσα στην άγρια νύχτα κι όταν αυτή – «μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας» – σήκωνε το παλιό μαύρο ακουστικό, που κόντευε να πιάσει μούχλα και κασίδα, έλεγε «ναιεεεεεεεεεεε;;;;;;;;» με την (ούτως ή αλλέως) σπηλαιώδη φωνή της και τότε ο αδικηθείς υπό ταύτης (έτσι νόμιζε) την κατακεραυνοβολούσε αλλάζοντας και παραμορφώνοντας την θηλυπρεπή φωνή του: «Νόόόόόταααααααα, Νόόόόττττττααααα! Ξύπνα!!! Είμαι ο άγγελός σου. Ήρθα να σε πάρω». Σταυροκοπιόταν εκείνη, άναβε λιβάνια, κατέβαζε καντήλια, δεν ήταν ποτέ θεούσα, αλλά μια δεισιδαιμονία, όπως και να το κάνεις, την είχε. Μπορεί και δύο. Άρχισε να διηγείται το πάθημά της δεξιά κι αριστερά, μέχρι που ο Μπογιατζής (τσακωμένος πια με τον Μανιώδη, στα φανερά, αυτή τη φορά), της το σφύριξε το μυστικό: «Το και το, καλή μου Σπαφωρά. Ο Μανιώδης σου την έχει στήσει αυτή την κασκαρίκα!». «Κάτσε και να δεις όμως τι θα του κάνω εγώ», είπεν η δαιμονισμένη …ξανθιά (λέμε τώρα – βαμμένα τα είχε – όλες μιμόντουσαν την Αλίκη, τότε). Και πράγματι, περίμενε διαβάζοντας δίπλα στην παλαιά απηρχαιωμένη μαύρη συσκευή του ΟΤΕ κι όταν χτύπησε το τηλέφωνο, θα ήταν δεν θα ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα, πήρε την χαριτωμένη της φωνή, το σήκωσε και είπε με νάζι στυλ Βουγιουκλάκη: «νεεεε;;;;;». Κώλωσε για λίγο ο άλλος, αλλά την αναγνώρισε από χιλιόμετρο. Δεν είναι εύκολο να κρύψεις μια τόσο γνωστή φωνή. Κι όταν ξεστόμισε το συνηθισμένο πλέον (τετριμμένον και μπανάλ) «Σαπφώ, Σαπφώ, είμαι ο άγγελός σου, ήρθα να σε πάρω», τον ρούμπωσε η αθεόφοβη, θέτοντας έτσι τέλος και σ’ αυτό το κακόγουστο αστείο, τοιούτως πως: «ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΒΛΕΠΩ ΆΓΓΕΛΟ ΠΟΥούούούΣΤΗηηηηηηηηη!!!!!!!!».

Όσο για τη Σαπφωρά, (ανεξάρτητη μεμονωμένη τώρα – μακριά από την τρελοπαρέρα τών follie en trois), όταν μια διπλανή της στην πλαζ την έδειχνε στο παιδί της και το απειλούσε ότι αν εκείνο συνεχίσει να αρνείται επιμόνως να καταπιεί το αυγό του, θα το έδινε στην τερατώδη…Ντουμούζω να το φάει, η αγαπητή, η δημοφιλής μας Νότα, γύρισε ετοιμόλογη, ατάραχη και χαμογελαστή και κεραυνοβόλησε την θρασυτάτη μικροαστή: «Γελάτε εσείς, γελάτε εις βάρος μου, αλλά τα μασάω τα λεφτουδάκια σας εγώ, τα απολαμβάνω και δεν μου κάθονται στο λαιμό – καθόλου, το αντίθετο μάλιστα… Και συνέχισε να καταβροχθίζει έναν τεράστιο πύραυλο-παγωτό με μια ασύλληπτη βουλιμία, αλλά αργά, ηδονικά, έτσι όπως έπαιρνε ο Μπογιατζής πίπα στους Κούδρους της πλατείας Κουμυνδούρου, αφού τους έβαζε δήθεν κρυφά στο χέρι προηγουμένως το πεντοχίλιαρο. Ήταν μάλιστα τόσο πεοκουρδόφιλη, που τον ανέβασαν στην εξέδρα της μεγάλης διαδήλωσης κατά της σύλληψης του συμπαθέστατου μυστακιοφόρου αρχηγού τους. Αν δεν τους βοηθούσε ο άνθρωπός τους, που τον είχαν ταΐσει «και του πουλιού το γάλα» (κυριολεκτικώς), ποιος θα τους βοηθούσε, ε;;; Πείτε μου. Η Σαπφωρά ή ο Μανιώδης, που ήταν και υποχόνδριος και αλλεργικός με την πολιτική; Ήξερε βλέπεις ο δαιμόνιος, ότι «όποιος ανακατευτεί με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες» και κρατήθηκε ο ίδιος, το έργο κι η επιχρυσωμένη καριέρα του μακριά από αυτόν τον συρφετό. Άνθρωπος όλων των καταστάσεων, με όλες τις κυβερνήσεις. Όταν τον είχαν σταματήσει επί Κατοχής οι Γκεσταπίτες για αναγνώριση (γύριζε από βραδινή παράσταση, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας) και τον ρώτησε ο γερμανοτσολιάς μεταφραστής: «Κύριε Μανιώδη, μήπως είστε της Αντιστάσεως;». «Μα και βέβαια όχι, χρυσό μου», απάντησε ευθαρσώς εκείνος: «Της αμέσου παραδόσεως είμαι, της αμέσου παραδόσεως…». Κι έκλεισε το μάτι με νόημα στον γερμανοτσολιά, γιατί τον είχε πάρει βεβαίως, και αυτόν. Σιγά που θα του ξέφευγε.

Άφησα τελευταίον τον Μπογιατζή. Αυτουνού του την έφερε ένας προστατευόμενός του, συγγραφέας, που αφού χρησιμοποίησε τις υψηλές γνωριμίες του ατάλαντου …βαφέως για να κάνει ένα ονοματάκι και να φιγουράρει ανελλιπώς στις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών, τον ξεφώνισε μετά δημοσίως. Σουρομαδήθηκαν οι αδερφές! Ούτε οι τραβεστί στα τότε καλλιστεία που γίνονταν επί σκηνής του θεάτρου Λουζιτάνια, δεν τραβούσαν έτσι άσπλαχνα η μία την «καούκα» [περούκα, αγράμματοι, αμελέτητοι περί τα καλιαρντά] της αλληνής! Αλλά η αποθέωση, το αποκορύφωμα του καυγά, σε μπιστρό της πλατείας Κολωνακίου: «Βρε άι να χαθείς αχάριστη, που αν δεν είχα στήσει κώλο εγώ, δεν θα σε ήξερε σήμερα κανείς και δεν θα διάβαζε ούτε κουτσή κουρούνα το ασήμαντο έργο σου». Τάδε έφη Μπογιατζής προς ατάλαντον (;) καιροσκόπον προστατευόμενον εις επήκοον όλων. Παραδόξως, το περιστατικό αυτό δεν κατεγράφη εις τον «κίτρινον τύπον» της δεκαετίας του 1990, έφ’ όσον ο δαιμόνιος ελαιοχρωματιστής τους είχε όλους στο …τσεπάκι του (στην κωλότσεπή του, για την ακρίβεια). Φτάνει. Μέχρις εδώ με αυτή την παρέα. Μου έρχεται εμετός και αναγούλα. Πάω να ξεράσω!

 

 

 

 

 

 

 

 

Κράτα το

Leave A Response