Ιστορία που μου διηγήθηκε ο Ζαχαρίας, παλαιός φίλος και γνωστός (σχεδόν διάσημος) ηθοποιός: Έτρωγαν λέει σε ένα διανυκτερεύον πατσατζίδικο μετά την παράσταση με άλλους ηθοποιούς κι αμετανόητους θαυμαστές-κολιτσίδες.
Βεβαίως, υπήρχαν και θαυμαστές στα παρακείμενα τραπέζια, όπου διάφοροι ξενύχτηδες θαμώνες ή «άνθρωποι της νύχτας» ρούφαγαν αμέριμνα (και θορυβωδώς) τον πατσά τους, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια και τα «ξίδια» που σερβίρουν τα ξενυχτάδικα-κωλάδικα…
Ανάμεσα στους τυχερούς που είχαν τη χαρά και την τιμή να συντρώγουν και να συν-πίνουν με τόσο σπουδαία προσώπατα ήταν και δύο τραβεστί, τόσο αντρικές και τόσο «η τρίχα κάγκελο» που ήταν μάλλον νταλικιέρηδες, ή μάλλον συγκρούστηκαν σε μετωπική (ή σε πισωκολλητό) στην εθνική οδό κι αφού έφαγαν τα μουστάκια, τα κλιτσά και τα υγρά τους κι αφού βρέθηκαν μάλλον χωρίς όχημα αμφότεροι, το γύρισαν το …φύλο (με ένα λάμδα) κι αποφάσισαν να το ρίξουν στην πορνεία και στο κονσομασιόν (τριαντάφυλλα-γαρύφαλλα-σπασμένα πιάτα-γαρδένιες και άλλα τέτοια… μα τις τους φταίνε τα άνθη; Τόσο μίσος πια για την Ομορφιά; Απορία ρομαντικού συγραφέα).
Οι τραβεστί μιλούσαν μεταξύ τους στο θηλυκό και σε τόσο εξεζητημένη διάθεση που έμοιαζαν με κυρίες σε κοσμικό σαλόνι που ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις. Τόσος χαριεντισμός, τόσες τσιριμόνιες, τόσες εξάψεις και τόσες υστερίες ούτε επί σκηνής δεν μπορείς να δεις εύκολα. Έφτασαν μάλιστα να γίνουν το κέντρο της προσοχής των πάντων. Ακόμα κι οι ηθοποιοί σταμάτησαν να ομιλούν κι έστρεψαν το βλέμμα στο διπλανό τραπέζι. Αλλά και οι αντρικές τραβεστί έπραξαν το αυτόν. Εεεε, τι περίμενες; Μάτι το μάτι, βλέμμα το βλέμμα, υπονοούμενο το υπονοούμενο, μορφασμό το μορφασμό, ξετσιπωσιά στην ξετσιπωσιά, ήρθαν κι άναψαν τα αίματα, άστραψε και βρόντηξε η μία τρανς για τα μάτια τού… Ζαχαρία, ήρθαν στα χέρια, έβγαλαν μαχαίρια, σφάχτηκαν, ούρλιαξαν, ξεκατινιάστηκαν κι όταν ήρθε η αστυνομία και το ασθενοφόρο να τους μαζέψει, γύρισε η μια, η πλέον κακομούτσουνος, η πλέον ανδροπρεπής και κρυανάλατος και είπε στον διάσημο ηθοποιό που λειτούργησε ως «πέτρα του σκανδάλου»: «Εεεε, τι να σου κάνει κύριος η κοπέλλλλλλα [με πολλά λου]; Πολύ θέλει ο άνθρωπος για να σαλτάρει; Με τέτοια μάτια, δεν πρέπει να βγαίνεις παιδί μου έξω από το σπίτι χωρίς μαύρα γυαλιά – μέρα-νύχτα. Είσαι δημόσιος κίνδυνος». Κι όλα αυτά με τέτοια μπάσα, αντρικιά και άσχετη με τα λεγόμενα φωνή, που απαξάπαντες εις το πτωχικόν πατσατζίδικον έπεσαν κάτω κι έπιαναν την κοιλιά τους από τα γέλια. Δεν άντεχαν τόσον παράδοξον. Τοιούτος σουρεαλισμός υπερέβαινε ακόμα κι αυτούς που νόμιζαν ότι τα είχαν δει όλα στη ζωή τους (ή σχεδόν όλα). Πάντα υπάρχει ακόμα μια ευκαιρία για να «κουφαθεί» κανείς και να χάσει τα λιγοστά εναπομείναντα μαλλιά του. Γι’ αυτό κι εγώ «καλού-κακού» ξυρίζω την κεφαλήν, κάθε πρωί – απαραιτήτως – πρν βγω από την «οικία του σπιτιού» μου. Πάνω-κάτω, παντού σαπουνάς. Ό,τι φαίνεται κι όπου δεν φαίνεται. Αμ πως; Θα υστερήσω «της μοδός»; Ούτε κατά πόδαν, αγγλοσαξωνικόν.