Ο λογοκλόπος και γιατί (όπως λέει) «(αντι-)γράφει ποίηση» που την χειροκροτεί η κλάκα της διαπλοκής

Ο λογοκλόπος και γιατί (όπως λέει) «(αντι-)γράφει ποίηση» που την χειροκροτεί η κλάκα της διαπλοκής

Σε αυτή τη χώρα, όπως είπε ο γλυκύτατος θυμόσοφος (πλην όμως μπογιατζής-ζωγράφος) Γιάννης Τσαρούχης, «είσαι ό,τι δηλώσεις». Ο «κύριος» λοιπόν με τον οποίον θα ασχοληθούμε απόψε [σήμερις, χθες, αλλά όχι και αύριο] αποφάσισε ενόσω διέμενε σε ορφανοτροφείον των Βορείων Προαστίων και τον …έτρωγε κανονικά από παπάδες, εθελοντές,

θεούσους και άλλα τροπικά είδη (συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων αγοριών – αλλά αυτό δεν μετράει, έχει να κάνει με το …εθιμικό δίκαιο), αποφάσισε έτσι εν αιθρία, μια μέρα που άκουγε τον Ρίτσο να απαγγέλει το «Καπνισμένο τσουκάλι» και για τη γυναίκα που «καθαρίζει φρέσκα φασολάκια στην δροσερήν αυλόπορτα», αποφάσισε έτσι ξαφνικά («α, ρε Ρίτσο τι μας κάνεις!», φωνάζει κάποιος από τη γαλαρία)…αποφάσισε λοιπόν να γίνει ποιητής. Μάλλον θα του φάνηκε εύκολο. Ειδικά όταν άκουσε τον βραβευμένο με Λένιν ποιητή να απαγγέλει (όχι χωρίς στόμφο και κάποιαν παλαιοκομουνιστικήν υστερίαν) «γιατί εμείς δεν γράφουμε αδελφέ μου για να ξεχωρίσουμε από τον κόσμο, γράφουμε για να σμίξουμε τον κόσμο». Βεβαίως, ο εν λόγω μιμητής του ούτε κομουνιστής ήτο [τουναντίον – ο πατέρας του ταμίας της νεολαίας Μεταξά, διέφυγε στην Κάτω Ιταλία, πήρε μαζί του και το ταμείο της νεολαίας του Μουσολίνι και με τα δύο ταμεία παραμάσχαλα έγινε βιομήχανος στη Λατινική Αμερική, αφού προηγουμένως βέβαια έκλεισε τον μονογενή υιό στο ορφανοτροφείο και χώρισε τη μητέρα που ήταν ολίγον …ελαφρών ηθών – το λέω ευγενικά, πρώτον γιατί σέβομαι τα θηλυκά και μάλιστα τα ευάλωτα και δεύτερον, διότι ο νεκρός δεδικαίωται – εξάλλου, πού γνώριζε η κακομοίρα ότι ο εν λόγω (υ)ιός της θα ταλαιπωρούσε τρεις γενιές λογοτεχνών πριν αποδημήσει εις Κύριον – πολύ αργεί ο ψυχοπομπός, ενίοτε… τον ατελείωτο έχει! – πέρας παρενθέσεως, ή μάλλον, αγκύλης]… ο «επόμενος Νομπελίστας» όπως εσυστήνετο παιδιόθεν δεν ήτο βεβαίως κομουνιστής, τον όχλο τον είχε γραμμένον στα παλαιά του υποδήματα, έσπειρε παιδιά και υποσχέσεις παντού, μετήλθε βυζαντινών μηχανορραφιών, ιντρίγκων, δολοφονιών, μπαγαποντιών, αλητειών και πάσης φύσεως κακοβούλων πράξεων, με έναν και μόνον σκοπόν: προκειμένου να επιβιώσει, πρώτος ελλείψει …δεύτερου στη σαχλή νεοελληνική μας περιρρέουσα πνευματική πραγματικότητα. «Καλύτερα πρώτος στην Κόλαση, παρά τελευταίος στον Παράδεισο». Με το «γλείψε-γλείψε το κοπέλι κάνει την …κυρά και θέλει», έπεισε δύο εκδοτικούς οίκους να του εκδώσουν λογοτεχνικό περιοδικό, για να εκτρέφει αυλοκόλακες και να ανταποδίδει [πάντα κατά το δοκούν, πάντα τσιγκούνικα] εξυπηρετήσεις…
Έχτισε λοιπόν μιαν αυτοκρατορία από μαφιόζους εκτελεστές (κριτικούς, δημοσιογραφίσκους, λογοτεχνίζοντες και λογοτεχνίσκους), αδίστακτους τοποτηρητές των θελημάτων του. Αποθρασύνθηκε δε τόσο, που όταν προκηρύχθηκε θέση Σεφέρη στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών πήγε να την καταλάβει με αντιγεγραμμένη και κακώς συρραμμένη – ως συνήθως δηλαδή, «παλιά μου τέχνη κόσκινο» – διατριβήν.
Όμως οι περισπούδαστοι καθηγητές δεν ήταν τόσο σαχλοί (όσον ήλπιζεν ο σκαιός) και τον έστειλαν από εκεί που ήρθε. Του έτριψαν δηλαδή το προϊόν της λογοκλοπής στη μούρη. Έμεινεν όμως το πειστήριον του εγκλήματος στα αρχεία της Σχολής. Τι νομίζετε ότι έκανε το αχρείο υποκείμενο, το απόβρασμα της κοινωνίας; Μα φυσικά έβαλε μερικά πρεζόνια από τη συμμορία του να τα σπάσουν όλα, να μπουν στη Γραμματεία και να αρπάξουν μόνον τα αντίτυπα της κατατεθειμένης υποτίθεται διατριβής του. Τέτοια ανοησία κι έλλειψη κοινού νοός. Λες και είχε κάποια ανταλλακτική αξία το εν λόγω πόνημα, εκτός βεβαίως της μωροφιλοδοξίας του σκαρφιστού του. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Διεκδίκησε και πήρε (!!!) λογοτεχνικό βραβείο με υποτιθέμενα δοκίμιά του για την Ποίηση, το οποίο όμως αναγκάστηκε να επιστρέψει, αφού αποδείχθηκε ότι το βιβλίον ήτο αποτέλεσμα στυγνής κι ανερμάτιστης λογοκλοπής, ενώ ο μεγάλος εκδοτικός οίκος βιάστηκε να το αποσύρει από την κυκλοφορία και τα ράφια του. Τελευταία λένε (δεν το διάβασα, βεβαίως, για να μην χαλάσω την αισθητική μου) ότι κυκλοφόρησε από άλλον εκδοτικό οίκο, όχι από αυτόν που μηχανορραφεί συνεχώς κι αδιαλλείπτως, ένα πόνημά του με το οποίο μας εξηγεί γιατί [αντι-]γράφει ποίηση [το «αντί» εντός αγκυλών δική μου προσθήκη]. Μα έλεος, Χριστιανοί. Σε ποια χώρα ζούμε; Ακόμα κι οι μουσουλμάνοι κόβουν το χέρι του κλέφτη. Σε αυτόν τι ακριβώς θα έκοβαν;
Που έχει μολύνει τα …κεφαλάκια του όλα; Ε;!;!;! Αυτά για την ώρα. Θα τον ξαναπεριλάβω όμως τον κύριον αυτόν. ΑΑΑΑ, ξέχασα να σας πω: τη δεκαετία του 1980 (προς το τέλος της), ότε έκανον την εμφάνισίν μου στο λογοτεχνικό στερέωμα και γνώρισα μίαν υποδοχήν μετά πολλών επαίνων, το λαμόγιο αυτό θορυβήθηκε. Με συνάντησε λοιπόν στο Ηρώδειο και με ρώτησε «με το στραγάλι στο λαιμό» και με ψεύτικη, τάχαμου ανδροπρεπή φωνή: «Κύριε Ασημαντόπουλε, μα τι γράφετε, αυτόν τον καιρό;». Άδραξα βεβαίως την ευκαιρία, δεδομένου ότι άκουγε όλη η καλή Αθήνα και του απήντησα με στεντορεία φωνή, μιμούμενος την αγγλίζουσα προφορά του:
«Τώρα δεν γράφω, γαμιέμαι… για να έχω κάτι να γράφω όταν κάποτε – λόγω ηλικίας και μόνον – καταντήσω ανοργασμικός σαν εσένα! Και να σου πω: μάθε και λίγα ελληνικά. Αλλιώς γράφε εις την Οξφορδιανήν!!! Αν σε ενδιαφέρει παραδίδω ιδιαίτερα ελληνικής γλώσσης, αλλά θα σου βγούνε κάπως ακριβά και δεν έχεις να πληρώσεις. You cannot afford it!!!». Αυτές ήταν και οι τελευταίες φράσεις που ανταλλάξαμε, γιατί από τότε, όπου με συναντήσει αλλάζει πεζοδρόμιο και μ’ αποφεύγει. Αλλά κι εγώ πράττω το ίδιο. Η μύτη μου είναι καθαρή και δεν έχει μάθει τα σκατά να συναναστρέφεται.

 

Οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα εντελώς μα εντελώς συμ-πτωματική!!! Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, είναι αποκύημα της φαντασίας ενός επαρκούς, οργισμένου, αλλά αισιοδόξου αναγνώστου που αρέσκεται εις τον ελεύθερον χρόνον του «…πάλι εις την Τέχνην να ξεκουράζεται από τη δούλεψή της» (Καβάφης).

 

Κράτα το

Leave A Response