Στις αρχές της Κατοχής, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του ρεμπέτικου, πήρε την απόφαση να σταματήσει να παίζει δημόσια. Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο της γυναίκας του, Αγγέλας Παπάζογλου:
«Και του δίνουνε μια κιθάρα να παίξει και σηκώνεται να χορέψει ένας τραυματίας του Αλβανικού μ’ ένα πόδι – το άλλο το’ χε κομμένο. Σηκώθηκε να χορέψει με το δεκανίκι και δε μπόρεσε να πάρει βόλτα. Το ξέχασε με το χορό πως είχε ένα πόδι, φαίνεται, κι έπεσε κάτω… Ο χορός έμεινε στη μέση κι ο Βαγγέλης καρδιοκάηκε. ¨Βλέπεις¨, λέει ¨γιατί μες στον πόλεμο δε θέλω να παίξω; Γιατί γι’ αυτούς που θέλω να παίξω εγώ, τους έχουνε κόψει τα πόδια…¨. Κι ήρθε σπίτι. Αυτό ήτανε το τελευταίο νταλαβέρι με τη δουλειά του… Ο Βαγγέλης σταμάτησε στην Κατοχή να τραγουδά. Ήξερε πως με το τραγούδι δεν εξυπηρετιούτανε κανείς, αφού πεθαίναμε απ’ την πείνα, παρά μόνο οι μαυραγορίτες, οι σαλταδόροι, οι Ιταλοί κι οι Γερμανοτσολιάδες… Και πέθανε, ξέρεις γιατί; Γιατί φώναζε μ’ όλη τη δύναμη που είχαν τα πλεμόνια του: ¨Μην πεθαίνετε βρε! Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους εκδικηθούμε. Μην πεθαίνετε…¨. Πέθανε και δεν άλλαξε κεφάλι. Καλά έκανε και δεν πρόδωσε ούτε τον εαυτό του, ούτε εμάς».