Αυτό μου το είχε πει η αλκοολική οξυζεναρισμένη γραμματέας «εξ απορρήτων» ενός λαγόμιου διευθυντή εταιρειών όπου εξέπλενε τα χρήματά της η μαφία των εξοπλιστικών προγραμμάτων, εκείνων που θέλουν εσκεμμένα Ελλάδα και Τουρκία αιώνιες εχθρές, προκειμένου να πλουτίζουν αυτοί ανόμως και παρανόμως και να τρώνε και να πίνουν «εις υγιείαν των κορόϊδων»: «Πουτάνας κώλος δεν γερνά και του τρελού κεφάλι», ειδικά αν είναι και τα δύο.
Αχ, καλή μου, καταβιασμένη και καταπιεσμένη κοπέλα. Να είχαν όλες την τραγική αυτογνωσία σου και τότε, ίσως – ίσως, λέγω – να είμασταν όλοι μας καλύτερα. Γιατί από τους τρελούς και τις πουτάνες ξέρει κανείς τι να περιμένει. Από τους ποιητές, όχι πάντα. Καμιά φορά προβαίνουν εις βυζαντινάς ίντριγκας και μπορούν να δηλητηριάσουν τους πάντες γύρω τους με παραθείο στα …κόλλυβα προκειμένου να μείνουν μόνες τους, στα χαμηλά του λόφου των Μουσών, ενήμερες για την αδιαφιλονίκητη μετριότητά τους και μετά να τα βάζουν με τον θεό της Ποίησης και να τον καταριούνται που τις άφησε αυτές με λειψό ταλέντο, τις κουλές, τις λυμφατικές, τις ανοργασμικές βουβάλες, τις βουλιμικές και φλύαρες καρακάξες. Κάθε φορά που τις βλέπω να ομιλούν και να ναρκισσεύονται και να βαυκαλίζονται διαδίδοντας διάφορα περί του υψηλού εαυτού της, θυμάμαι εκείνη την ταλαίπωρη, αθυρόστομη, αλκοολική, οξυζεναρισμένη γραμματέα και νοσταλγώ την ακριτομυθία, λακωνική αυτοσαρκαστική κι αυτεπάγγελτη, ομολογία της: «Πουτάνας κώλος δεν γερνά και του τρελού κεφάλι», ειδικά αν είναι και τα δύο. Να είσαι καλά, κοπέλα μου, όπου κι αν βρίσκεσαι.
Γιατί την απέλυσε, βεβαίως, ο αλιτήριος, όταν μπαγιάτεψε. Τουτέστιν όταν έκλεισε τα …είκοσι πέντε. Κι αναζήτησε αμέσως φρέσκο κρέας. Τουλάχιστον αυτός είχε ένα άλλοθι: ότι διηύθυνε το δικό του μαγαζί, που το είχε φτιάξει ποιος ξέρει με τι στερήσεις κι υποχωρήσεις; Όμως οι άλλοι, που καταλαμβάνουν δημόσια πόστα κι αξιώματα και νομίζουν ότι διευθύνουν το περίπτερο του πατέρα τους, εεε, αυτοί είναι δυο φορές ασυγχώρητοι. Όχι ότι αθωώνουμε το αφεντικό της ζουρλής πόρνης, αλλά αυτός πριν γίνει «άρχουσα τάξη» και «κατεστημένο» κοιμότανε στο Πρώτο Νεκροταφείο, όταν «κατέβηκε» από το χωριό του στην Αθήνα και πριν μάθει να ελίσσεται, να κουλουριάζεται και να στήνεται στα τέσσερα, πατώντας σε παχιά χαλιά από το Πακιστάν και ξεκουράζοντας τον πονεμένο πισινό του σε δερμάτινους καναπέδες και σαλόνια, πίνοντας «σκατς» και τρώγοντας «ξηροί καρποί» από το ίδιο βρώμικο τασάκι με τα παμβρώμικα χέρια τους απαξάπαντες… Α, ρε, ένας Μαρκήσιος ντε Σαντ, που σας χρειάζεται, για να σας ξεφωνίσει και να σας ξεφτιλίσει στην Ιστορία!