Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως αρμόζει σε έναν εκ πεποιθήσεως κι εκ οικογενειακής παραδόσεως [λέμε τώρα! Μην τα παίρνετε κι όλα της μετρητοίς] παραμυθά. Αλλά τι παραμυθάς θα ήμουνα, τι γόνιμη φαντασία θα είχα αν δεν επινοούσα πιπεράτες λεπτομέρειες ή και μυθοπλασίες ολόκληρες καμιά φορά [όταν έχω χρόνο και προλαβαίνω ανάμεσα στα …τέσσερα επαγγέλματα που ασκώ, χωρίς να συνυπολογίσουμε το παναρχαιότερο – αστειεύομαι, πού τέτοια τύχη; – κλείνει η παρένθεσις της συμφοράς].
Όμως η ιστορία που θα διηγηθώ σήμερα είναι εκατό τοις εκατό πραγματική, σας ορκίζομαι. Μάρτυς μου ο κτηνίατρος-ποιητής της γειτονιάς μου, που περιθάλπτει αφιλοκερδώς τα αδέσποτα κι είναι ψυχούλα γενικώς, όπως όλοι οι αυθεντικοί λογοτέχνες-καλλιτέχνες (ζωγραφίζει κιόλας).
Πήγα κι εγώ λοιπόν μια μέρα στο αρχονικό νεοκλασικό του, που θα άρμοζε περισσότερο σε πολιτιστικό κέντρο αιχμής (και ακμής) κι ουδόλως θα πήγαινε το μυαλό σου σε κτηνιατρείο, αν δεν τον έβλεπες με τη φρεσκοσιδερωμένη ρόμπα του, να υποδέχεται φιλόζωους και «ζώα συντροφιάς» με τη γαλαντομία ενός «Βασιλιά Ήλιου» (τουλάχιστον!).
Μία μέρα λοιπόν που ρίχναμε την ταρώ και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων, ως συνήθως, περιμένοντας να έρθει ο επόμενος πελάτης, χτύπησε το κουδούνι, της μεγάλης και βαριάς ξυλόγλυπτης πόρτας με τους σιδερένιους μεντεσέδες-θαύμα μικρογλυπτικής, κοιτάξαμε στην θυροτηλεόραση, το είδαμε το αλλόκοτο θέαμα-σύμπλεγμα (πώς να το πω; Πώς να το περιγράψω;) προλάβαμε να ανταλλάξουμε δυο βιαστικά βλέμματα πριν τρέξουμε στο χωλ και μείνουμε άναυδοι.
Μπροστά η μαμά, σαράντα ετών και βάλε, να κρατάει ένα μικροσκοπικό σκυλάκι του καναπέ (του στυλ «η μικρή Λουλού») σε πλήρη στύση όμως και να εκσπερματώνει διαρκώς (το σκυλάκι), πίσω του ένα αγοράκι επτά ετών να ορύεται για το κακό που βρήκε το …Pet τους, πιο πίσω ακόμα ο παππούς (εβδομήντα ετών και βάλε) με ένα ένοχο ύφος, κατακόκκινος από ντροπή να κρατάει ένα κουτάκι βιάγκρα (!!! Μάλιστα, καλά ακούσατε – viagra, ελληνιστί)… Κι όλα αυτά απογευματάκι, περί τας έξι που βραδιάζει το χειμώνα. Κι εμείς… άφωνοι.
Βεβαίως, τα πράγματα μπήκαν αμέσως στη «θέση» τους με μια ηρεμιστική ένεση που έκανε ο καλός γιατρός στο σκυλάκι, οι άνθρωποι έμειναν με τα νεύρα τσατάλι, δεν είχε αρμοδιότητα επάνω τους, βλέπεις. Πλήρωσαν κι έφυγαν.
Με το που σιγουρευτήκαμε ότι έκλεισε η βαριά η πόρτα πίσω τους πέσαμε κάτω στο πάτωμα και ξεραθήκαμε στα γέλια. Μας λύθηκε ο αφαλός από το πολύ τράνταγμα και τρέξαμε στην απέναντι μαία, να μας τον …συρράψει.
Έτσι πέρασε κι αυτή η εποικοδομητική μέρα στον πλανήτη Γαία.
Ααα, η σπραρταριστή, ξεκαρδιστική περιγραφή του ατυχούς αυτού συμβάντος ανήκε στο μικρό αγοράκι: «Κύριε γιατρέ, σας παρακαλώ, κάν’τε καλά το σκυλάκι μας, γιατί έχει γεμίσει με αυτό το αηδιαστικό λευκό υγρό όλους τους καναπέδες του σπιτιού και γλιστράνε τα πατώματα. Κι όλα τούτα γιατί είχαν πέσει μερικά από τα χάπια του παππού κάτω από την τραπεζαρία. Τρέμουν τα χέρια του – η Πάρκινσον, βλέπετε, σοβαρή ασθένεια, όπως διάβασα στο …google! Μα τι τα θέλει κι αυτός ο χριστιανός τα διεγερτικά σε αυτή την ηλικία;». Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η μανούλα του προσπάθησε να το κάνει – το καμάρι της – να το βουλώσει, αλλά δεν πρόλαβε γιατί έφαγε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα από τον πατέρα της που γύρσε η μούρη κι έβλεπε την πλάτη του. Σύζυγος δεν εμφανίστηκε στην αλλόκοτη συνάντηση. Δεν ξέρουμε αν υπήρχε, αν δούλευε εκείνη την ώρα, αν διασκέδαζε με την ερωμένη του, ή εάν είχε πάρει των ομματιών του, ή – τέλος – εάν τους είχε αφήσει χρόνους!
Αυτά βλέπει κανείς σε ένα σύγχρονο κτηνιατρείο, αν είναι, βεβαίως, υπομονετικός και παρατηρητικός. Απαραίτητα προσόντα, εκ των ουκ άνευ προϋποθέσεις προκειμένου να ψαρέψεις μια καλή ιστορία, που να αξίζει τα λεφτά της. Να αγοράζεις ας πούμε γαύρο ή σαρδέλα κι ένα tonic water (αυτό εκατάντησε να σημαίνει ο «άρτος ο επιούσιος»).