Ἱερά Μονή τοῦ Μεγάλου Σωτῆρος, βρίσκεται κτισμένη σέ ἀπόσταση δέκα χιλιομέτρων περίπου ἀπό τόν Πανορμίτη, στήν ὀρεινή τοποθεσία τῆς «Νερᾶς». Ὁ κατά τό Συμαϊκό ἰδίωμα «Μεγάλος Σωτήρης», συγκαταλέγεται στίς παλαιές Μονές τῆς Σύμης, χωρίς ὡς τόσον νά μποροῦμε μέ βάση τά ἱστορικά στοιχεῖα, νά προσδιορίσουμε τόν ἀκριβή χρόνο ἱδρύσεώς του.
Ἡ παλαιότερη χρονολογική ἀναφορά, γίνεται σέ ἐπιγραφή πού σώζεται στό Ἱερό Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ καί ἀναφέρεται στήν ἁγιογράφισή του, γεγονός πού πραγματοποιήθηκε τό ἔτος 1727. Τό κτιριακό συγκρότημα τῆς Μονῆς ἔχει τετράγωνη κάτοψη, μέ ἐξαίρεση μιά μικρή προεξοχή, πού διαμορφώνει τήν κεντρική εἴσοδο.
Οἱ περιμετρικοί τοίχοι εἶναι πανύψηλοι καί δέν ἐπιτρέπουν ἀπό κανένα σημεῖο τήν θέα τοῦ ἐσωτερικοῦ περιβόλου. Ὅταν ὅμως ὁ ἐπισκέπτης διαβεῖ τήν ἐξώθυρα, ἐντυπωσιάζεται ἀπό τήν ἰδιαίτερη ἀρχιτεκτονική τοῦ χώρου, στόν ὁποῖο κυριαρχοῦν τά τόξα καί οἱ καμάρες. Ἰδιαίτερη αἴσθηση προκαλεῖ τό χαλικόστρωτο δάπεδο μέ τούς γεωμετρικούς καί φυτικούς σχεδιασμούς του, πρᾶγμα ἀπρόσμενο γιά τήν μακρυνή ἀπόσταση τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπό τήν θάλασσα, ἀπ’ ὅπου προέρχονται τά χιλιάδες τοῦτα βότσαλα.
Ἡ μονόχωρη Βασιλική τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ δεσπόζει στό μέσον καί ὡς ἰδιαίτερο ἐξωτερικό χαρακτηριστικό της ἔχει τήν δίκλινη στέγη της, ἡ ὁποία θωρακίζεται ἀπό ὁμοιόμορφες λίθινες πλάκες, πού παραμένουν ἀνεπηρέαστες στίς συστολές καί διαστολές τῶν θερμοκρασιῶν ἀνά ἐποχή. Μ’ αὐτόν τόν ἰδιότυπο ἀλλά ἀποτελεσματικό τρόπο, προστατεύονται ἀπό τήν ὑγρασία οἱ ὄντως καλοδιατηρημένες ἁγιογραφικές παραστάσεις ἐσωτερικά τοῦ Ναοῦ, οἱ ὁποῖες ἀντλοῦν τά θέματά τους ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τίς παραβολές τοῦ Εὐαγγελίου, πού καταλαμβάνουν τήν ψηλότερη ζώνη. Στίς χαμηλότερες ἐπιφάνειες ἀπεικονίζονται χοροί Ἱεραρχῶν, Ὁσίων καί Μαρτύρων. Τέλος ὅλη τήν δυτική πλευρά ἐπάνω τοῦ ὑπερθύρου τῆς κυρίας εἰσόδου, καταλαμβάνει ἡ μεγαλειώδης παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Περί τοῦ ἁγιογράφου τῶν μεταβυζαντινῶν αὐτῶν παραστάσεων δέν ὑπάρχουν στοιχεῖα ἤ μαρτυρίες.
Πάντως τήν ἐποχή τῆς ἁγιογραφίσεως τοῦ Ναοῦ ἡ Μονή ἦταν αὐτοδιοίκητη, ἀριθμοῦσε πολυμελή ἀνδρική ἀδελφότητα καί εἶχε δικό της Ἡγούμενο. Ἔτσι δέν ἀποκλείεται ὁ ἁγιογράφος της νά ἦταν μέλος τῆς δικῆς της ἀδελφότητας, πού διδάχτηκε τήν ἱερά αὐτή τέχνη στήν τοπική Σχολή ἁγιογραφίας, πού ἄκμαζε τούς αἰῶνες αὐτούς στό νησί. Ἐάν ἡ ἐκδοχή τούτη ἰσχύει, τότε κατανοεῖται πλήρως ἡ ὁμοιότητα τοῦ ὕφους καί τῆς τεχνοτροπίας τῶν παραστάσεων, μέ τό ὕφος τῶν αὐτοχθόνων γνωστῶν ἁγιογράφων, π. χ. τοῦ Γρηγορίου ἤ τοῦ Νεοφύτου πού ἔδρασαν τόν ἴδιο αἰῶνα στήν Σύμη, ἀλλά καί τήν εὑρύτερη περιοχή τῶν Δωδεκανήσων.
Ἡ Μονή τοῦ Μεγάλου Σωτῆρος τό ἔτος 1818 ὑπάγεται ὡς Μετόχι στόν Πανορμίτη, εὐθύς μετά τό θάνατο τοῦ Ἡγουμένου της Μελετίου (Σπανοῦ). Τό ἔγγραφο πού μαρτυρᾶ τό γεγονός, συνετάχθη ἀπό τόν Νοτάριο τῆς Κοινότητας ἱερομόναχο Νεόφυτο Φασουλάρη, ὑπεγράφη ἀπό τούς προκρίτους τῆς Σύμης, καί «ἐπιβεβαιοῖ» ὁ τότε κυρίαρχος Μητροπολίτης Ρόδου, Ἀγάπιος.
Τό Τέμπλο τοῦ Καθολικοῦ εἶναι λαϊκῆς τέχνης ξυλόγλυπτο καί ἐπιχρυσωμένο. Οἱ δέ Εἰκόνες του δέν μποροῦν νά συγκαταλεχθοῦν στήν ἀμιγῶς βυζαντινή τέχνη, διότι συμπεριλαμβάνουν καί νεότερα στοιχεῖα. Μεταξύ τούτων ἡ πλέον ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ λατρευτική Εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, ἡ ὁποία ἔχει ἐπαργυρωθεῖ τό ἔτος 1836.
Ἡ ἁγία Τράπεζα ἀκόμα περιβάλλεται ἀπό ξύλινο μή ἐπιχρυσωμένο κιβώριο μέ πολύ λιτή σκαλιστή διακόσμηση, ἀρκετά πιό ἄκομψη ἀπ’ αὐτή τοῦ Τέμπλου. Σέ ἀρκετά καλή κατάσταση βρίσκεται ἐξ ἄλλου καί τό δάπεδο τοῦ Ναοῦ, τό ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπό ντόπιες κατεργασμένες πλάκες πλαισιωμένες μέ ψηφίδες πού σχηματίζουν κλασσικά γεωμετρικά σχέδια.
Ἐξωτερικά τοῦ καθολικοῦ καί πέριξ αὐτοῦ ἐκτείνονται σέ δύο ὀρόφους τά Κελλιά, ἡ Τράπεζα καί τά Παρεκκλήσια. Στό ἰσόγειο τῆς νοτίας πτέρυγας, βρίσκεται τό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καί ἄνωθεν αὐτοῦ στόν πρῶτο ὄροφο, αὐτό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Στόν ἴδιο ἐπίσης ὄροφο τῆς βορείας πτέρυγας ὑπάρχει Παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τό ὁποῖο ὅπως φαίνεται εἶναι ἀρκετά νεώτερο ἀπό τά προαναφερθέντα. Ἐπίσης σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τήν Μονή, καταμεσίς τῶν ἀμπελώνων της πού παλαιότερα παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες γευστικῶν κρασιῶν, βρίσκεται τό Ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Σήμερα σώζονται σ’ αὐτό λείψανα ἁγιογραφικῶν παραστάσεων, πού παραπέμπουν σέ ἀριστοτέχνη ἁγιογράφο. Κάθε χρόνο, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν τιμωμένων Ἁγίων, στά Παρεκκλήσια πού ἀναφέραμε τελεῖται πανηγυρική Θ. Λειτουργία, κατά τήν ὁποία προσέρχονται πολλοί εὐσεβεῖς καί φιλάγιοι πιστοί.
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως πανήγυρις πραγματοποιεῖται τήν 6η Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, πού ἑορτάζει τό Καθολικό τῆς Μονῆς. Τό βράδυ τῆς παραμονῆς τελεῖται ἐκεῖ Μέγας πανηγυρικός Ἑσπερινός, ἐνῶ τό πρωΐ τῆς κυρίας ἡμέρας ὁ Ὄρθρος καί ἡ Θεία Λειτουργία. Ὁ Μητροπολίτης Σύμης, προΐσταται σ’ ὅλες τίς ἱ.
Ἀκολουθίες τιμῶντας ἔτσι τήν ἱστορική Μονή καί τήν μεγάλη αὐτή Δεσποτική ἑορτή. Τό μεσημέρι παρατίθεται στούς πολυπληθεῖς προσκυνητές ἑορταστική τράπεζα μέ κύριο ἔδεσμα τό ψάρι, συμφώνως πρός τίς Κανονιστικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό ἀπόγευμα τῆς ἑορτῆς κατά τά εἰθισμένα, ἀκολουθεῖ λιτανεία καί μεταφέρεται ἡ Εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως ἀπό τήν ὁμώνυμη Μονή, στόν Πανορμίτη. Τήν ἱερά Εἰκόνα ὑποδέχεται ὁ Μητροπολίτης πλαισιούμενος ἀπό τόν Ἡγουμενεύοντα τοῦ Πανορμίτη ἄλλους Ἱερεῖς τοῦ νησιοῦ, καί πολύ κόσμο.
Στήν συνέχεια στό προαύλιο (πλατύ) τῆς Μονῆς τοῦ Ταξιάρχου τελεῖται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα, μετά τό πέρας τοῦ ὁποίου λαμβάνει χῶρα τό παλαιό ἔθιμο τῆς «Παναγιᾶς». Οἱ παρευρισκόμενοι δηλ. περνοῦν ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος μεταδίδει στόν καθένα τεμάχιον ἄρτου ἐμβαπτισμένο σέ οἶνο.
Τέλος προσφέρονται σ’ ὅλους συμιακά «ἀκούμια» (εἴδος λουκουμάδων) καί ἄλλα παραδοσιακά κεράσματα.
Τό Μοναστήρι σήμερα δέν ἔχει ἀδελφότητα Μοναχῶν. Εἶναι ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε Μετόχιο τῆς Μονῆς Πανορμίτου, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἐκεῖ μόνιμο φύλακα καί συντηρητῆ τῶν Μοναστηριακῶν κτιρίων. Ἔτσι ἡ Μονή εἶναι ἀνοικτή τίς καθημερινές ἡμέρες δηλ. ἀπό Δευτέρα ἕως Παρασκευή καί τίς ὧρες ἀπό 08:00 ἕως 13:00.