Η ανάκριση
Στις 7.30′, ο Σέλιχ επικοινώνησε στον ασύρματο με τη Βαγεγκράντε για να ρωτήσει τι να κάνει με τον Τσε και πήρε την απάντηση να τον κρατήσει μέχρι νεωτέρας. Στη συνέχεια, μαζί με τον Πράντο και τον Αγιορόα, πήγαν στο σχολείο για να μιλήσουν με τον Τσε. Από το διάλογό τους που διήρκεσε 45 λεπτά, ο Σέλιχ κράτησε μερικές σύντομες προσωπικές σημειώσεις.
“Κομαντάντε, σε βλέπω κάπως πεσμένο”, είπε ο Σέλιχ στον Τσε, σύμφωνα με τις σημειώσεις του. “Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί έχω αυτή την εντύπωση;”
“Απέτυχα”, απάντησε ο Τσε. “Όλα τέλειωσαν, κι αυτός είναι ο λόγος που με βλέπεις σ’ αυτή την κατάσταση”.
Ύστερα ο Σέλιχ ρώτησε τον Τσε γιατί επέλεξε να αγωνιστεί στη Βολιβία και όχι στην “πατρίδα του”. Ο Τσε απέφυγε την ερώτηση, αλλά παραδέχτηκε ότι “ίσως να ήταν καλύτερα έτσι”. Όταν άρχισε να εκθειάζει το σοσιαλισμό ως το καλύτερο σύστημα για τις λατινοαμερικανικές χώρες, ο Σέλιχ τον διέκοψε.
“Θα προτιμούσα να μην αναφερθώ στο θέμα αυτό”, είπε ο αξιωματικός, και ισχυρίστηκε ότι σε κάθε περίπτωση η Βολιβία ήταν “εμβολιασμένη κατά του κομμουνισμού”. Κατηγόρησε τον Τσε ότι είχε “εισβάλει” στη Βολιβία και υπογράμμισε ότι η πλειονότητα των ανταρτών ήταν “ξένοι”. Πάντα κατά τον Σέλιχ, ο Τσε έστρεψε το βλέμμα προς τους νεκρούς Αντόνιο και Αρτούρο.
“Συνταγματάρχη, κοίταξέ τους. Τα παλικάρια αυτά είχαν ό,τι μπορούσαν να επιθυμήσουν στην Κούβα, αλλά ήρθαν εδώ για να πεθάνουν σαν σκυλιά”.
Ο Σέλιχ προσπάθησε να αποσπάσει κάποιες πληροφορίες από τον Τσε για τους αντάρτες που διώκονταν ακόμη. “Γνωρίζω ότι ο Μπενίνιο είναι βαριά τραυματισμένος από τη μάχη στη Λα Ιγκέρα (26 Σεπτεμβρίου), όπου πέθαναν ο Κόκο και οι άλλοι. Μπορείς να μου πεις, κομαντάντε, αν είναι ακόμη ζωντανός;”
“Συνταγματάρχη, η μνήμη μου είναι πολύ αδύναμη, δεν θυμάμαι και ούτε ξέρω πώς να απαντήσω στην ερώτησή σου”.
“Είσαι Κουβανός ή Αργεντινός;”, ρώτησε ο Σέλιχ.
“Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, Εκουαδοριανός κ.ο. κ. Με αντιλαμβάνεσαι”.
“Και τι σε έκανε να αποφασίσεις να δράσεις στη χώρα μας;”
“Μα δεν βλέπετε τις συνθήκες ζωή των χωρικών;, ρώτησε ο Τσε. “Ζουν σχεδόν σαν άγριοι, σε συνθήκες φτώχειας που ραγίζουν την καρδιά, έχουν ένα μόνο δωμάτιο όπου κοιμούνται και μαγειρεύουν, δεν έχουν ρούχα να φορέσουν, κι είναι εγκαταλειμμένοι σαν ζώα…”
“Τα ίδια συμβαίνουν και στην Κούβα”, αντέτεινε ο Σέλιχ.
“Αυτό δεν ισχύει”, απάντησε ο Τσε. “Δεν αρνούμαι ότι στην Κούβα υπάρχει ακόμη φτώχεια, αλλά εκεί οι αγρότες ζουν τουλάχιστον με την αυταπάτη της προόδου, ενώ ο Βολιβιανός ζει δίχως ελπίδα. Οπως γεννιέται, έτσι πεθαίνει, χωρίς ποτέ να δει την κατάστασή του να βελτιώνεται στο παραμικρό”.
(από το βιβλίο του Jon Lee Anderson “Che Guevara. A revolutionary life”, Ν. Υόρκη 1997, εκδ. Bantam Press, σ.734-5).
(Ελευθεροτυπία, 9/10/1997)
One Comment