Στον κορυφαίο έλληνα θεατρικό σκηνοθέτη, Κάρολο Κουν, αφιερώνει το σημερινό της doodle η Google τιμώντας τα 105α γενέθλιά του.
Ο Κάρολος Κουν υπήρξε ένας πρωτοπόρος του θεάτρου, ο οποίος έως και το τέλος της ζωής του έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματολογίας και σύστησε πολλούς ξένους συγγραφείς, ενώ έδωσε άλλη διάσταση στο κλασικό ρεπερτόριο της αρχαιότητας με την σύγχρονη και ουσιαστική ματιά του.
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ Γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν Ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη.
Φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε αισθητική στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Το 1929 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτη ήταν στο Τέλος του ταξιδιού του Σέριφ και με μαθητές του, από το Κολλέγιο, παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη (Όρνιθες, Βάτραχοι, Κύκλωπας, Πλούτος) και του Σαίξπηρ (Όνειρο Θερινής Νυκτός).
Ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή (1934-36) και συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Κατερίνας, Κοτοπούλη, κ.ά.).
Το 1942 ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης όπου και ανέβασε Ίψεν, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά. Επίσης το ίδιο έτος (1942) ίδρυσε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς.
Οικονομικές όμως δυσχέρειες ανάγκασαν το Θέατρο Τέχνης να διαλυθεί (1949) το οποίο άνοιξε πάλι το 1954 σε μορφή κυκλικού θεάτρου.
Την περίοδο εκείνη (1950-53) ο Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχοφ (Ο θείος Βάνιας, Οι τρεις αδερφές), Πιραντέλο (Ερρίκος Δ΄), κ.λπ.
Με μαθητές της Δραματικής Σχολής του όταν συγκρότησε και πάλι το 1954 το Θέατρο Τέχνης, με τη μορφή κυκλικού θεάτρου, εκτός τους παλαιούς συγγραφείς ο Κουν παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου (Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο, Αραμπάλ κ.ά.) και παράλληλα παρουσίασε έργα πολλών νέων Ελλήνων προικισμένων συγγραφέων – Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη επιστρέφοντας σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη.
Από το 1957 ανεβάζει αρχαίο δράμα, αρχικά στο θέατρό του παρουσίασε τον Πλούτο και το 1959 τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, που θεωρήθηκε παράσταση-σκάνδαλο λόγω της πρωτοποριακής της μορφής, και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, για να συνεχίσει στο “Θέατρο των Εθνών” του Παρισιού, Λονδίνο, Ζυρίχη, Μόναχο, Μόσχα, Λένινγκραντ, Βαρσοβία, Βενετία, Φεστιβάλ Βιέννης, Διεθνές θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, Ελληνική Εβδομάδα του Ντόρτμουντ, Φεστιβάλ Φλάνδρας και σκανδιναβικές πρωτεύουσες με τα έργα “Όρνιθες”, “Πέρσες”, “Επτά επί Θήβας”, “Αχαρνής”, “Οιδίπους Τύραννος”, “Λυσιστράτη”, “Βάκχες” και “Ειρήνη”.
Επίσης, παρουσίασε έργα ξένων συγγραφέων, όπως των Ουάιλντερ (Μικρή μας πόλη), Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών), Πάτρικ (Αυγουστιάτικο φεγγάρι), Ουίλιαμς (Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, Τριαντάφυλλο στο στήθος, Καλοκαίρι και καταχνιά), Μπρεχτ (Ο κύκλος με την κιμωλία, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν), Ιονέσκο (Ρινόκερος), Μίλερ (Ο θάνατος του εμποράκου), Ο’ Νιλ (Ο παγοπώλης έρχεται), Μπέκετ (Περιμένοντας τον Γκοντό), Πίντερ, Άλμπι, Αραμπάλ, Ζενέ, Βάις, κ.ά. Οι περισσότεροι μάλιστα απ’ αυτούς τους συγγραφείς πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης.
Παράλληλα, σκηνοθέτησε έργα νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, όπως των Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Σεβαστίκογλου, Αρμένη, Λ. Αναγνωστάκη (Η αυλή των θαυμάτων, Αγγέλα, Η πόλη, Βαβυλωνία, κ.λπ.).
Απ’ τα έργα που σκηνοθέτησε τα τελευταία χρόνια ξεχωρίζουν: Το παιχνίδι της σφαγής του Ε. Ιονέσκο (1970-71), Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ (1972-73), Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ του Μπ. Μπρεχτ (1974-75), Τρεις αδερφές του Α. Τσέχοφ (1975-76), Η αληθινή απολογία του Σωκράτη του Κ. Βάρναλη (1976-77), Ο αυτόχειρ του Ν. Έρντμαν (1977-78), Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού του Ι. Καμπανέλλη (1978-79), Δάφνες και Πικροδάφνες των Δ. Κεχαΐδη – Ε. Χαβιαρά (1979-80), Το σόι του Γ. Αρμένη (1980-81), Το Πιστοποιητικό του Ν. Έρντμαν (1981-82), Το Πανηγύρι του Δ. Κεχαΐδη (1982-83), Θαμμένο παιδί του Σ. Σέπαρντ (1983-84), Ούτε κρύο ούτε ζέστη του Φ. Κρετς (1984-85), Ριχάρδος Γ΄ του Σαίξπηρ (1985-86), Εσωτερικές φωνές του Ε. ντε Φιλίππο (1986-87), Ο ήχος του Όπλου της Λ. Αναγνωστάκη (1986-87). Το Θέατρο Τέχνης συμμετείχε σε πολλά ελληνικά (Αθηνών, Επιδαύρου, Φιλίππων κ.ά.) και ξένα (Λονδίνου, Παρισιού, Μονάχου, Βιέννης κ.ά.) φεστιβάλ.
Το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου Καρόλου Κουν.
Τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών.
Με τη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του τον Φεβρουάριο του 1987, κληροδότησε τον τίτλο Θέατρο Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη με την προτροπή να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.