Ο άνθρωπος που χάριζε απλόχερα βωβά γέλια!
Σύμβολο του βωβού κινηματογράφου και πολυτάλαντος άνθρωπος, ο αμερικανός κωμικός και σκηνοθέτης θα άφηνε μια αξιοσημείωτη κωμική καριέρα σε όλη τη δεκαετία του ’20, με μια πληθώρα ταινιών που θεωρούνται σήμερα -δικαίως!- κλασικές.
Όπως και τόσοι άλλοι κωμικοί της εποχής βέβαια, θα έβλεπε την έλευση του ήχου στο σινεμά να του κουτσουρεύει την κινηματογραφική πορεία, με τον ίδιο ωστόσο να μην έχει πει ακόμα τον τελευταίο λόγο.
Δαιμόνιος άνθρωπος και πνεύμα ασίγαστο, θα επέστρεφε στα κινηματογραφικά πράγματα στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, παίρνοντας μέρος σε ταινίες ως ζωντανός θρύλος: ο Κίτον έπαιζε τον Κίτον!
Πρωτεργάτης του κωμικού στοιχείου και πιονέρος της πρώιμης αυτής κινηματογραφικής εποχής, δίδαξε στο κοινό -από κοινού με τον άλλο ξακουστό της περιόδου, Τσάρλι Τσάπλιν- πώς να γελά με τα παθήματα και τις συμφορές, κάνοντας τη ζωή σαφώς χαλαρότερη με το μονίμως ανέκφραστο πρόσωπό του…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζόζεφ Φρανκ «Μπάστερ» Κίτον ΣΤ’ γεννιέται στις 4 Οκτωβρίου 1895 στο Κάνσας των ΗΠΑ, μέσα σε οικογένεια ερμηνευτών του βαριετέ θεάματος. Οι γονείς του, Τζο και Μίρα, ήταν βετεράνοι ηθοποιοί του βοντβίλ και εργάζονταν σε περιπλανώμενους θιάσους, συχνά παρέα με τον μάγο Χάρι Χουντίνι. Ο μικρός δεν θα ξέφευγε από τα βήματα των γονέων, όταν οι ίδιοι άρχισαν να τον ανεβάζουν στη σκηνή και να τον εντάσσουν στα θεάματά τους ήδη από την πρώιμη ηλικία των 3 ετών!
Όπως το θέλει μάλιστα ο θρύλος -και ο ίδιος ο Κίτον που το έχει αναφέρει σε αναρίθμητες συνεντεύξεις- το παρατσούκλι «Μπάστερ» του το κόλλησε ο Χουντίνι, όταν ο μικρός Κίτον έπεσε από σκάλα σε ηλικία 6 μηνών και δεν τραυματίστηκε, κάνοντας τον ταχυδακτυλουργό να αναφωνήσει χαριτολογώντας: «What a buster!» (στην αργκό της εποχής, το «buster» χρησιμοποιούταν για να υποδηλώσει πτώση που οδηγεί σε σοβαρό τραυματισμό).
Σύντομα ο Μπάστερ θα γίνει σταθερή αναφορά στα κωμικά σκετς των γονιών του, με την τριάδα των ηθοποιών να μετονομάζεται πλέον σε «Τρεις Κίτον». Ο μικρός θα αποκτήσει άνεση στη σκηνή και θα μάθει πώς να πέφτει και να κάνει τον κόσμο να γελά, πλάι στους ιδιαιτέρως έμπειρους γονείς του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλιστα είναι που θα αναπτύξει ο ηθοποιός το σήμα-κατατεθέν που θα τον κάνει αργότερα πασίγνωστο, το μονίμως ανέκφραστο πρόσωπό του.
Σύντομα βέβαια τα θεάματα θα γίνονταν πιο χοντροκομμένα, με τον πατέρα να πετά τον μικρό γιο πάνω στα σκηνικά ή ακόμα και κάτω στον κόσμο, διαφημίζοντας το σόου τους ως «Το Σκληρότερο Νούμερο Στην Ιστορία Του Θεάτρου»! Παρά τις κακουχίες, ο Μπάστερ μαθαίνει όλες τις κωμικές τεχνικές της εποχής, που θα μετέφερε κατόπιν παραλλαγμένες στο σελιλόιντ.
Οι ανάγκες του περιπλανώμενου θιάσου και οι καθημερινές του εμφανίσεις δεν του επέτρεψαν όμως να πάει στο σχολείο. Ο ίδιος, ως ανέκδοτο, ισχυριζόταν ότι φοίτησε μόλις μία μέρα στο σχολείο, αν και θα μάθαινε τελικά γραφή και ανάγνωση σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, κι αυτό από τις κοπιώδεις προσπάθειες της μητέρας του!
Καριέρα στον κινηματογράφο
Το μέλλον των «Three Keatons» απειλούταν ωστόσο από τον αλκοολισμό του πατέρα και όταν ο Μπάστερ έφτασε σε ηλικία 21 ετών, πήρε παραμάσχαλα τη μητέρα του και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη, ψάχνοντας να κάνει το πέρασμα στο νέο μέσο της κινηματογραφίας.
Κι έτσι το 1917 γνωρίζει τον ξακουστό κωμικό του βωβού Ρόσκο «Φάτι» Άρμπακλ, ο οποίος μαγεύεται από το κωμικό ταλέντο του μικρού και τον βάζει να παίξει στο νέο του ταινιάκι «The Butcher Boy»! Η σλάπστικ εμφάνιση του Κίτον, με τον νεαρό ηθοποιό να υποβάλεται σε όλων των λογιών τις ασύλληπτες δοκιμασίες κακοποίησης, φέρνει γέλια στα πρόσωπα του κοινού…
Ο Άρμπακλ προσέλαβε τον Μπάστερ ως συμπρωταγωνιστή του αλλά και βοηθό σκηνοθέτη, με τους δύο άντρες να συνδέονται σύντομα με βαθιά φιλία: στα επόμενα δύο χρόνια, ο Μπάστερ θα συνεχίσει να εμφανίζεται στο πλευρό (αλλά και τη σκιά!) του «Φάτι» Άρμπακλ, μαθαίνοντας ωστόσο όλα τα μυστικά της παραγωγής ταινιών. Οι απολαβές του ήταν 40 δολάρια την εβδομάδα, την ώρα που ο ίδιος αρχίζει να συγγράφει πια τα δικά του σενάρια.
Ο παραγωγός του Άρμπακλ, Τζόζεφ Σενκ, θα εμπιστευτεί τελικά τον Κίτον και το 1920 θα του δώσει τη δυνατότητα να ιδρύσει τη δική του μονάδα παραγωγής, την Buster Keaton Comedies, ξεκινώντας να παράγει μια σειρά από ταινιάκια που θα μείνουν στην Ιστορία του κινηματογράφου για την πρωτοτυπία και το σπαρταριστό τους γέλιο. Ο ίδιος ο Κίτον γράφει τα σενάρια και ξεχωρίζει: «Το Θέατρο» (The Playhouse – 1921) και το «The Electric House» του 1922 παραμένουν αξεπέραστα…
Η επιτυχία των κωμικών αυτών σκετς σύντομα θα έδινε την ευκαιρία στον Μπάστερ να μεταπηδήσει στις ταινίες μεγάλου μήκους, αρχίζοντας πια να γράφει κινηματογραφική Ιστορία: «Η Φιλοξενία Μας» (Our Hospitality – 1923), «Ο Θαλασσοπόρος» (The Navigator – 1924), «Σέρλοκ ο Νεότερος» (Sherlock Jr. – 1924), «Επτά Ευκαιρίες» (Seven Chances – 1925), «Ο Στρατηγός» (The General – 1927), «Ο Κινηματογραφιστής» (The Cameraman – 1928), «Το ατμόπλοιο Μπιλ Τζούνιορ» (Steamboat Bill, Jr – 1928) για να αναφέρουμε μερικά από τα κλασικά αριστουργήματά του!
Στον «Στρατηγό», το κορυφαίο αριστούργημα της εποχής, ο Κίτον έκανε κυριολεκτικά τα πάντα: την έγραψε, τη σκηνοθέτησε και εκτέλεσε μόνος του όλα τα επικίνδυνα stunts, καταλήγοντας φυσικά σε αναρίθμητους τραυματισμούς και ατυχήματα. Και παρά το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε κατόπιν ως ένα από τα καινοτόμα επιτεύγματα και πρώιμα αριστουργήματα του κινηματογράφου, στην εποχή του η υποδοχή του κοινού δεν ήταν η αναμενόμενη.
Ο ίδιος ήταν πλέον θρύλος του βωβού κινηματογράφου, ιδιαίτερα λατρεμένος και από το γεγονός ότι λειτουργούσε ως κασκαντέρ για τα επικίνδυνα ακροβατικά που αναγκαζόταν να κάνει στις ταινίες του. Το ασύλληπτο σλάπστικ ρεπερτόριό του, ο ακριβής συγχρονισμός και το μονίμως ανέκφραστο πρόσωπό του έγιναν άξονες αναφορές για την κωμωδία στα χρόνια του βωβού σινεμά.
Στον κολοφώνα πια της καριέρας του, στα μέσα δηλαδή της δεκαετίας του ’20, ο Κίτον ήταν τέτοια διασημότητα που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τη φήμη που απολάμβανε ο άλλος κορυφαίος κωμικός, Τσάρλι Τσάπλιν. Οι απολαβές του έφτασαν πια στα 3.500 δολάρια τη βδομάδα και ο ίδιος έχτισε μια πολυτελέστατη έπαυλη στο Μπέβερλι Χιλς αξίας 300.000 δολαρίων!
Απρόοπτο κινηματογραφικό τέλος και προσωπικές περιπέτειες
Ήταν το 1928 όταν ο Μπάστερ Κίτον θα έκανε την κίνηση που θα αποκαλούσε αργότερα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του: με την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου, υπογράφει συμβόλαιο με την MGM, στα στούντιο της οποίας γυρίζει πράγματι μια σειρά από ομιλούσες πλέον ταινίες, οι οποίες πήγαν αρκετά καλά μεν στα ταμεία, δεν είχαν ωστόσο τίποτα από το ιδιαίτερο άγγιγμα του μεγάλου κωμικού και σκηνοθέτη.
Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το γεγονός ότι στο συμβόλαιο του αφαιρούταν ο τελευταίος λόγος στην ταινία, που πια ήταν δουλειά των παραγωγών. Η καλλιτεχνική του έκφραση περιορίστηκε δραστικά, την ίδια στιγμή που η καριέρα και η δουλειά του πήραν σύντομα την κάτω βόλτα, με τους καυγάδες του με τα στελέχη του στούντιο να μένουν παροιμιώδεις!
Παρά την εμπορική επιτυχία ταινιών όπως οι «The Passionate Plumber», «Speak Easily» και «What! No Beer?» (που έμελλε να είναι και η τελευταία εμφάνισή του σε πρωταγωνιστικό ρόλο), η προχειρότητα των γυρισμάτων και ο περιορισμός του ρόλου του τον έκαναν να σιχαθεί το σινεμά.
Ταυτοχρόνως, ο γάμος του με την ηθοποιό Natalie Talmadge από το 1921, με την οποία είχε αποκτήσει δύο γιους, πήρε την κάτω βόλτα, με την ίδια να τον εγκαταλείπει τελικά, να παίρνει όλη του σχεδόν την περιουσία και να μην του επιτρέπει να βλέπει τα παιδιά του, αφήνοντάς τον βουτηγμένο στη μελαγχολία και το αλκοόλ.
Το 1934, όταν και έληξε το συμβόλαιό του με την MGM, ο Κίτον ήταν πια χρεοκοπημένος. Τα περιουσιακά του στοιχεία περιορίστηκαν σε αντικείμενα αξίας 12.000 δολαρίων, ενώ έναν χρόνο αργότερα θα έπαιρνε διαζύγιο και από τη δεύτερη σύζυγό του, Mae Scribbens.
Αναβίωση της καριέρας
Στη δεκαετία του 1940, η ζωή του Μπάστερ Κίτον πήρε ξαφνικά νέα τροπή: παντρεύτηκε για τρίτη φορά, την 21χρονη χορεύτρια Eleanor Morris, η οποία φαίνεται να έφερε σταθερότητα στη ζωή του. Το ζευγάρι θα παρέμενε μάλιστα μαζί μέχρι τον θάνατο του Κίτον το 1966.
Στη δεκαετία του ’50 μάλιστα η καριέρα του Κίτον θα γνώριζε μια νέα άνθηση: αυτή τη φορά είναι η βρετανική τηλεόραση που τον ξαναστέλνει στην κορυφή, με τον ηλικιωμένο κωμικό να εμφανίζεται σε μια πληθώρα από σειρές και τηλεοπτικά προγράμματα. Και βέβαια δεν θα αργούσε και η επιστροφή του στον κινηματογράφο, τόσο με τη «Λεωφόρο της Δύσης» (Sunset Boulevard – 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ όσο και «Τα Φώτα της Ράμπας» (Limelight – 1952) του Τσάρλι Τσάπλιν, τη μόνη ταινία που οι δύο ογκόλιθοι του βωβού εμφανίστηκαν πλάι-πλάι.
Πέρα από τις πολλές πλέον εμφανίσεις του στο σινεμά, ο Κίτον πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από διαφημίσεις και προγράμματα της αμερικανικής τηλεόρασης, ανεβάζοντας το κασέ αλλά και τη δημοτικότητά του. Ταυτοχρόνως, τόσο η κινηματογραφική κριτική όσο και τα νεότερα πια κοινά αρχίζουν να «ανακαλύπτουν» τη δουλειά του από την εποχή του βωβού, κάνοντας το όνομά του να φιγουράρει πλέον με τα πλέον λαμπρά γράμματα. Ο ίδιος, διατηρώντας όλα τα δικαιώματα των παλιών αυτών ταινιών, βλέπει την περιουσία του να γνωρίζει μια πρωτόγνωρη άνθηση: το 1962, για παράδειγμα, επανακυκλοφορεί τον «Στρατηγό» και παρατηρεί έκπληκτος το δέος που προκαλεί η άγνωστη ταινία στα κοινά Ευρώπης και ΗΠΑ, με τους κριτικούς να την αποθεώνουν!
Τον Οκτώβριο του 1965, η μεγάλη επιστροφή του Κίτον στα κινηματογραφικά πράγματα θα αγγίξει τον κολοφώνα της, όταν θα προσκληθεί στο Φεστιβάλ Βενετίας για να παρουσιάζει τη νέα του δουλειά, το 22 λεπτών βωβό «Film» -βασισμένο σε σενάριο του Σάμιουελ Μπέκετ- που γύρισε την προηγούμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη.
Η πανηγυρική υποδοχή του φιλμ στη Μόστρα φέρνει στον Κίτον δάκρυα στα μάτια: «Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που με καλούν σε κινηματογραφικό φεστιβάλ», δηλώνει, «ελπίζω να μην είναι η τελευταία».
Αεικίνητος μέχρι το τέλος, ο εργασιομανής Κίτον ζούσε πάλι με άνεση, τόσο από τα δικαιώματα των βωβών ταινιών όσο και από τις αναρίθμητες διαφημίσεις που έκανε. Το 1959 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον τίμησε με Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο, με τον ίδιο να ισχυρίζεται ότι είχε κάποτε πιο πολλή δουλειά απ’ όσο μπορούσε να αντέξει.
Ο Κίτον, που είχε χτυπηθεί πλέον από την επάρατη νόσο, πέθανε στον ύπνο του στο σπίτι στο Χόλιγουντ της Καλιφόρνια την 1η Φεβρουαρίου 1966. Ο μεγάλος στρατηγός της πρώιμης κινηματογραφίας, που συνέβαλε όσο λίγοι στην εξέλιξη της κωμικής γλώσσας, άφησε κληρονομιά μια σειρά από παγκόσμια -και ξεκαρδιστικά, αλίμονο!- αριστουργήματα, χάρισμα στους σινεφίλ όλων των εποχών…