Ο ηθοποιός που μας χάρισε μια σειρά από αξέχαστους κινηματογραφικούς ρόλους
Ο αξέχαστος αντισυνταγματάρχης Τόμας Έντουαρντ Λόρενς του μνημειώδους «Λόρενς της Αραβίας» δεν είναι πια στη ζωή. Ένας από τους πραγματικούς αστέρες θεάτρου και κινηματογράφου έφυγε το Σάββατο, σε ηλικία 81 ετών.
Ο πρόεδρος της Ιρλανδίας Michael Higgins δήλωσε για τον χαμό του σταρ: «Η Ιρλανδία, και ο κόσμος, έχασε έναν από τους γίγαντες κινηματογράφου και θεάτρου», την ίδια στιγμή που ο βρετανός πρωθυπουργός David Cameron σχολίαζε: «Οι σκέψεις μου είναι με την οικογένεια και τους φίλους του Πίτερ Ο’Τουλ. Η ερμηνεία του στην αγαπημένη μου ταινία, τον “Λόρενς της Αραβίας”, ήταν εκπληκτική».
Ο εμβληματικός ηθοποιός είχε κάτι από τη βασιλική λάμψη των ρόλων που ερμήνευε -και λάτρεψε κιόλας. «Οι βασιλιάδες είναι οι καλύτεροι ρόλοι. Τόσο στη ζωή όσο και στο θέατρο. Ζητούν ό,τι θέλουν και το αποκτούν», συνήθιζε να λέει ο Ο’Τουλ για μια σειρά από «γαλαζοαίματους» χαρακτήρες που τον έκαναν αστέρα του θεατρικού σανιδιού: «Στο θέατρο κυκλοφορεί ένα παλιό ρητό, τόσο παλιό όσο το ίδιο το θέατρο: Για να βρεις έναν πρωταγωνιστή ή μια πρωταγωνίστρια, δες αν έχει τα κότσια να φορέσει στέμμα. Στην καριέρα μου έχω παίξει αρκετούς βασιλιάδες»…
Ο γεννημένος στην Ιρλανδία Πίτερ Ο’Τουλ έμελλε να γίνει ένας από τους πλέον προβεβλημένους και αξιοσέβαστους αστέρες του Χόλιγουντ, ο οποίος πάλευε εδώ και πολλά χρόνια με την ασθένεια, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά την ηθοποιία το 2012.
Ο κορυφαίος ηθοποιός πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου 2013 σε νοσοκομείο του Λονδίνου…
Πρώτα χρόνια
Γεννημένος στις 2 Αυγούστου 1932 στην επαρχία της Ιρλανδίας, ο θρυλικός ηθοποιός Πίτερ Σέιμους Λόρκαν Ο’Τουλ μεγαλώνει στο Λιντς της Βρετανίας, με τον πατέρα του να αλλάζει δουλειές και να γίνεται τελικά πράκτορας στοιχημάτων ιπποδρόμου, δουλειά που θα σφραγίσει τη μοίρα της φαμίλιας.
Κατά τα πρώτα εφηβικά του χρόνια, ο Πίτερ εγκαταλείπει το σχολείο και καταλήγει να δουλεύει ως μαθητευόμενος ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Yorkshire Evening Post». Η σύντομη καριέρα του μάλιστα στην έντυπη δημοσιογραφία πήγε αρκετά καλά, αν και ο ίδιος αποφασίζει να την παρατήσει για να κυνηγήσει το όνειρο: θέλει να γίνει ηθοποιός ή ποιητής!
«Ανακάλυψα σύντομα ότι αντί να καλύπτω τα γεγονότα, ήθελα να είμαι τα γεγονότα», θα δηλώσει χρόνια αργότερα…
Πρώιμη καριέρα
Αφού ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο Βασιλικό Ναυτικό, ο Πίτερ Ο’Τουλ κατάφερε να εξασφαλίσει μια θέση στη φημισμένη Βασιλική Σχολή Δραματικής Τέχνης, με συμφοιτητές τους Άλμπερτ Φίνεϊ και Άλαν Μπέιτς!
Ο Ο’Τουλ κάνει το θεατρικό του ντεμπούτο με τον θίασο του Bristol Old Vic και πολύ σύντομα θα εγκαθιδρυθεί ως ταλαντούχος νέος ηθοποιός. Η ερμηνεία του μάλιστα στον σεξπιρικό «Άμλετ» μένει ιστορική.
Αρκετά σύντομα (1960), ο Ο’Τουλ θα κάνει το πέρασμα στον κινηματογράφο, εξασφαλίζοντας μικρούς ρόλους στα φιλμ «The Savage Innocents», «Kidnapped» και «The Day They Robbed the Bank of England». Και βέβαια δύο χρόνια αργότερα θα έρθει ένας από τους σημαντικότερους ρόλους της καριέρας του και αναμφίβολα μια από τις καλύτερες ερμηνείες που σημειώθηκαν ποτέ στην κινηματογραφική επικράτεια: ο περίφημος σκηνοθέτης σερ Ντέιβιντ Λιν τον προσλαμβάνει για να ενσαρκώσει τον ομώνυμο ρόλο στο δράμα «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962).
Σε μια ερμηνεία που θα αποθέωναν κοινό και κριτική, ο ρόλος αποδείχτηκε τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά εξουθενωτικός για τον ηθοποιό, καθώς χρειάστηκαν περισσότερο από 2 χρόνια για να ολοκληρωθεί η υπερπαραγωγή που μετέφερε τον Ο’Τουλ σε 7 χώρες για τις ανάγκες των γυρισμάτων! Η σκληρή του δουλειά ωστόσο απέδωσε: ο ηθοποιός προτάθηκε για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και παρά το γεγονός ότι δεν το κέρδισε, ο «Λορενς» έφυγε από την τελετή με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας…
Εκτόξευση στη φήμη
Με τον «Λόρενς της Αραβίας» στο βιογραφικό του, ο Ο’Τουλ ήταν πια αστέρας διεθνούς βεληνεκούς. Πορεία που συνεχίστηκε βέβαια με τη δεύτερη υποψηφιότητά του για Όσκαρ, για τον ρόλο του ως βασιλιά Ερρίκου Β’ στο «Becket» του 1964, με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τον επόμενο χρόνο ο Ο’Τουλ θα επιδείξει την πλήρη έκταση της υποκριτικής του γκάμας με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τόσο στη δραματική ταινία «Lord Jim» του Joseph Conrad όσο και στην κωμωδία του Γούντι Άλλεν «What’s New Pussycat?»!
Και βέβαια το 1968 θα έρθει άλλη μια μνημειώδης ερμηνεία από τον Ο’Τουλ, παίζοντας στο πλευρό της Κάθριν Χέπμπορν στο βρετανικό ιστορικό δράμα «Lion in Winter», όπου ερμηνεύει (για μια ακόμα φορά) τον βασιλιά της Βρετανίας Ερρίκο Β’, ρόλος που θα του εξασφαλίσει άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Την επόμενη χρονιά, ο Ο’Τουλ ερμηνεύει έναν σαφώς πιο σύγχρονο ρόλο στο «Goodbye, Mr. Chips», ενσαρκώνοντας έναν συνεσταλμένο δάσκαλο που ερωτεύεται μια χορεύτρια, με τον ηθοποιό να συνεχίζει να επιδεικνύει τις δυνατότητες του ρεπερτορίου του και τις μεταμορφώσεις του ως ηθοποιού και το 1972, όταν ερμηνεύει έναν ψυχικά διαταραγμένο βρετανό αριστοκράτη που πιστεύει ότι είναι ο Ιησούς Χριστός στο «The Ruling Class»…
Προβλήματα υγείας
Πέρα βέβαια από το να χτίζει συνεχώς τη φήμη του κορυφαίου ηθοποιού, ο Ο’Τουλ ανέπτυξε την ίδια εποχή τον διαβόητο εθισμό του στο αλκοόλ, με την κατάχρηση να τον οδηγεί το 1975 στο νοσοκομείο και να βάζει την υγεία του σε μπόλικες περιπέτειες, αφού ο 43χρονος αστέρας λίγο έλειψε να πεθάνει.
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, αποφασίζει να αλλάξει ρότα στη ζωή δηλώνοντας: «Η ώρα έχει έρθει να σταματήσω να περιπλανιέμαι. Το πειρατικό καράβι έπιασε λιμάνι, μπορώ ακόμα να διασκεδάζω, μόνο που τώρα θα το κάνω νηφάλιος». Κι αυτό γιατί πριν από το επεισόδιο η καριέρα του είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Ο ίδιος συνέχισε να κάνει μια σειρά από κακές επιλογές ρόλων για τα επόμενα χρόνια, μια καθοδική πορεία δηλαδή που θα κορυφωνόταν στο ρωμαϊκό δράμα εποχής «Καλιγούλας» (1980), με τους κριτικούς να χύνουν όλη τους τη χολή για την εμφάνισή του…
Θριαμβευτική επιστροφή
Παρά τις προσωπικές περιπέτειες, ο Ο’Τουλ κατάφερε να υπερβεί τις δυσκολίες της ζωής και να επιστρέψει στους κορυφαίους ρόλους που τον είχε συνηθίσει το κοινό. Πρωταγωνιστεί σε άλλον έναν ρόλο που θα του φέρει υποψηφιότητα για Όσκαρ, ως εγωμανής σκηνοθέτης στο «The Stunt Man» (1980), συνεχίζοντας τις πολύ καλές ερμηνείες και στο «My Favorite Year» (1982), ερμηνεύοντας έναν αστέρα του κινηματογράφου.
Συνεχίζοντας την ίδια ασύλληπτη πορεία για τις επόμενες δύο δεκαετίες, ο Ο’Τουλ θα αποσπάσει Βραβείο Έμι το 1999 για τη δουλειά του στη μίνι τηλεοπτική σειρά «Ιωάννα της Λωραίνης», ενώ το 2003 θα τιμηθεί με Όσκαρ για «τα αξιοσημείωτα ταλέντα του που παρείχαν στην κινηματογραφική ιστορία μια σειρά από αξιομνημόνευτους χαρακτήρες».
Ο ίδιος αρνήθηκε μάλιστα να το δεχτεί αρχικά και έστειλε μια επιστολή στην Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών: «Αφού είμαι ακόμη στο παιχνίδι και θα μπορούσα να κερδίσω τον αγαπητό λεχρίτη στα ίσια, θα μπορούσε παρακαλώ η Ακαδημία να αναβάλει την τιμή μέχρι να γίνω 80;». Η Ακαδημία τον πληροφόρησε ότι θα του απένειμαν το βραβείο είτε το ήθελε είτε όχι κι αυτός συμφώνησε τελικά να εμφανιστεί στην τελετή και να δεχθεί το τιμητικό βραβείο, το οποίο έβαλε στην τροπαιοθήκη του πλάι στις 4 Χρυσές Σφαίρες, ένα Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και το Έμι φυσικά. Ο Ο’Τουλ κατέχει ένα ιδιαίτερο ρεκόρ: προτάθηκε 8 φορές για Όσκαρ και δεν το κέρδισε ποτέ!
Το 2006, ο Ο’Τουλ θα είναι για όγδοη φορά στην καριέρα του υποψήφιος για Όσκαρ, αυτή τη φορά για τον ρόλο του στο «Venus», όπου ενσαρκώνει έναν ηλικιωμένο ηθοποιό που ερωτεύεται πλατωνικά μια νεαρότερη γυναίκα.
Το 2008 επιστρέφει στη μικρή οθόνη, παίζοντας τον Πάπα Παύλο Γ’ στο «The Tudors», και το 2012 ανακοινώνει την απόσυρσή του από την υποκριτική. Έπειτα από 50 χρόνια δουλειάς ως ηθοποιός, εξέδωσε μια ανακοίνωση όπου ισχυριζόταν ότι είχε χάσει τη θέληση να ερμηνεύει!
«Είναι καιρός για μένα να σταματήσω. Να απομακρυνθώ από τη σκηνή και τον κινηματογράφο. Δεν έχω πια την αντοχή και δεν θα την έχω ξανά. Η επαγγελματική μου ζωή ως ηθοποιού -στην οθόνη και τη σκηνή- μου έφερε τη στήριξη του κοινού, τη συναισθηματική άνθηση και τις υλικές ανέσεις. Πιστεύω ότι καθένας πρέπει να αποφασίζει ο ίδιος πότε είναι καιρός να σταματήσει. Γι’ αυτό αποχαιρετώ το επάγγελμα, με στεγνά μάτια και με μια βαθιά ευγνωμοσύνη».
Ήταν το τέλος μιας μνημειώδους καριέρας που κόσμησε τόσο την έβδομη τέχνη όσο και το θεατρικό σανίδι για μισό αιώνα..