Τα τσακώνικα είναι επιβίωση της αρχαίας Λακωνικής και το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα, από αυτά που κρατούν από τις αρχαίες Ελληνικές διαλέκτους, το οποίο έμεινε ζωντανό- δηλαδή ομιλούμενο- τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. Εκτός του Ελλαδικού χώρου παρόμοιους δεσμούς έχουν η Ποντιακή, η Καππαδοκική και τα Ελληνικά της Νότιας Ιταλίας.
H σπανιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εντεύθεν, όπως είναι γνωστό, επικράτησε στον Ελληνικό κόσμο η Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή, που προήλθε από την Αττική διάλεκτο και είχε υπερδιαλεκτικό χαρακτήρα. Διάδοχός της ήταν η Μεσαιωνική ελληνική (6ος 18ος αι.) που εξελίχθηκε στη σημερινή Νέα Ελληνική. Έτσι, τα τσακώνικα θεωρούνται σαν παραφθορά και εξέλιξη της αρχαίας Λακωνικής, αναμεμιγμένη με όλες τις επιρροές της ελληνικής γλώσσας κατά την εξέλιξή της μέχρι σήμερα.
H διάλεκτος ομιλείται στις περιοχές της Κυνουρίας όπου υπάρχει τσακώνικος πληθυσμός, δηλαδή στον Τυρό, τα Σαπουνακαίϊκα, τα Μέλανα, τον Αγιο Ανδρέα, την Πραματευτή, τη Βασκίνα, το Λιβάδι, τη Σαμπατική, τον Πραστό, τη Σίταινα και την Καστάνιτσα.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται ότι τα τσακώνικα μιλήθηκαν κατά το παρελθόν και εκτός των ορίων της σημερινής Τσακωνιάς, όπως, για παράδειγμα, στη γειτονική περιοχή της Λακωνίας, αλλά και στις τσακώνικες αποικίες. Η τελευταία εκτίμηση στηρίζεται στην πρόσφατη -σχετικά- αποκάλυψη ότι στα χωριά Βάτικα και Χαβουτσί, των ανατολικών παραλίων της θάλασσας του Μαρμαρά, όπου ήταν συγκεντρωμένοι Τσάκωνες, μέχρι του έτους 1924 τουλάχιστον ήταν σε χρήση τα τσακώνικα.
Σήμερα, βέβαια, η χρήση αυτού του ιδιώματος έχει υποχωρήσει αισθητά. Υπολογίζεται ότι το μιλούν (από μέτρια έως καλά) έως και 2.000 κάτοικοι της Τσακωνιάς, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι υπερήλικες. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1997 τα τσακώνικα εδιδάσκοντο στο Γυμνάσιο του Τυρού από ντόπιους καθηγητές.
Tα κυριότερα γλωσσικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Τσακωνική έχει στενούς δεσμούς με την Αρχαία Λακωνική είναι:
α) Διατήρηση του Δωρικού α εκεί που η Ιωνική είχε η (μάτηρ- μήτηρ).
β) Τροπή του σ σε δασεία, μεταξύ φωνηέντων, και αποκοπή του έπειτα.
γ) Τροπή του θ σε σ.
δ) Τροπή του τελικού ς σε ρ (ρωτακισμός) όταν ακολουθεί φωνήεν.
ε) Διπλή προφορά του υ σαν ου και ιου, ανάλογα με το ποιο σύμφωνο υπάρχει πριν το υ (κύων-κούε, λύκος-λιούκο).
ζ) Αποβολή του τελικού ς (τοίχο-τοίχος).
Η διάλεκτος γράφεται σήμερα με στοιχεία της νέας ελληνικής εμπλουτισμένα με μερικά επιπλέον σύμβολα φθόγγων. Η τσακώνικη διάλεκτος θεωρείται από τις αρχαιότερες στον κόσμο. Η αρχαιότητα και η καταγωγή της αποδείχθηκε και από τον μεγάλο Γερμανό φιλόλογο Μιχαήλ Δέφνερ. Για τη διάλεκτο έχουν γίνει αρκετές έρευνες από Έλληνες και ξένους επιστήμονες και γλωσσολόγους. Ένας από τους πρώτους είναι ο Γάλλος Η. Pernot, ο οποίος δημοσίευσε τις μελέτες του στο βιβλίο του “Εισαγωγή στη μελέτη Τσακωνικής Διαλέκτου”. Έχει επίσης εκπονηθεί γραμματική (Κωστάκης) και λεξικό της τσακώνικης γλώσσας, όπως και αναγνωστικό με στοιχεία λεξιλογίου και γραμματικής.
Tα τσακώνικα ζωντανεύουν σήμερα και στη μουσική παράδοση, με αρκετά δημοτικά τραγούδια που συνοδεύουν κυρίως τον τσακώνικο χορό. Αλλά και στην λογοτεχνία υπάρχει αξιόλογη παρουσία του ιδιώματος, αφού τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε αυτήν ποιήματα και πεζογραφήματα.
Μια καλή αναφορά για την τσακώνικη διάλεκτο, μεταξύ άλλων, είναι τα “Χρονικά των Τσακώνων”, έκδοση του συλλόγου του “Αρχείου των Τσακώνων” με έδρα το Λεωνίδιο, όπου δημοσιεύονται αρκετά άρθρα και αναφορές γύρω από την προέλευση και την εξέλιξη της γλώσσας.