Η πολιτική για τους αρχαίους Έλληνες αποτέλεσε ένα νέο τρόπο σκέψης, έναν τρόπο να σχετίζεται κανείς με τους συνανθρώπους του. Οι πολίτες διέφεραν ως προς τον πλούτο, την ομορφιά ή την ευφυΐα, όμως ως πολίτες ήταν ίσοι.
Αυτό συνέβαινε γιατί οι αρχαίοι Έλληνες εκλάμβαναν εαυτούς ως ορθολογικά όντα και η μόνη κατάλληλη σχέση μεταξύ ορθολογικών όντων είναι αυτή της πειθούς. Η πειθώ διαφέρει από την εντολή επειδή προϋποθέτει την ισότητα μεταξύ αυτού που μιλάει και αυτού που ακούει.
Ο Πλάτων μας προσφέρει ένα φημισμένο παράδειγμα αυτού του τύπου του πολιτικού βίου στο διάλογο του Κρίτων. Ο Σωκράτης, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο για διαφθορά των νέων, αρνήθηκε να δραπετεύσει από την Αθήνα με το επιχείρημα ότι η φυγή του θα ήταν λογικά ασυνεπής με την αφοσίωση του στις αξίες της πόλης, αίσθημα το οποίο αντανακλούσε τον τρόπο που είχε ζήσει όλη του τη ζωή. Ακόμη και ο τρόπος της θανάτωσης του αντικατόπτριζε τη βασική πεποίθηση ότι η βία δεν ήταν πρέπουσα μεταξύ πολιτών: του δόθηκε να πιει το κώνειο.
Ο αρχαίος Έλληνας υπάκουε με τη θέλησή του το νόμο της πόλης και ήταν περήφανος γι’ αυτό. […] Η χειρότερη μοίρα για κάποιον ήταν η εξορία, μια μορφή πολιτικού θανάτου που ορισμένες φορές επιβαλλόταν με τον εξοστρακισμό σε Αθηναίους πολιτικούς των οποίων η ισχύς θεωρείτο ότι απειλούσε το πολίτευμα.
Στους Αρχαίους Έλληνες οφείλουμε τη θεμελίωση των θεωρητικών προϋποθέσεων της ελευθερίας: μια ζωή μεταξύ ίσων πολιτών, υποκείμενη στο νόμο με εναλλαγή κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός ιστορικά που δημιούργησε κοινωνίες τέτοιου τύπου και, επίσης, ο πρώτος που δημιούργησε μια θεωρητική παραγωγή που τις μελετούσε.
Η πολιτική ήταν η δραστηριότητα που ασκείτο συγκεκριμένα γι’ αυτή την καινοφανή ιδιότητα που αποκαλείτο «πολίτης». Η πολιτική μπορούσε να έχει πολλές μορφές, ακόμη και τις υποβαθμισμένες μορφές της τυραννίας και του σφετερισμού, όμως οι Έλληνες της ύστερης κλασικής περιόδου ήταν ανένδοτοι: ο ανατολικός δεσποτισμός δεν ανήκε στην πολιτική.
Η πραγματικότητα, χωρίς αμφιβολία, ήταν πολύ πιο σύνθετη. Δημοκρατικές και ολιγαρχικές φατρίες πολεμούσαν σκληρά μέσα στις πόλεις.
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ουμανιστές, όμως ο ουμανισμός τους διαφέρει ριζικά από τον ουμανισμό (όπως αυτός διαμορφώθηκε από το Χριστιανισμό) που απαντάται στο σύγχρονο κόσμο. Η βασική τους πρόταση ήταν ότι ο άνθρωπος είναι ορθολογικό ον και ότι το νόημα της ανθρώπινης ζωής βρίσκεται στον ορθολογισμό. Όταν οι άνθρωποι υπέκυπταν στα πάθη τους, τότε με μεγάλη ντροπή υποβιβάζονταν σε μια κατώτερη μορφή όντος. Όταν η υπερηφάνεια, δηλαδή η ύβρις, τους έσπρωχνε να σκεφθούν ότι είναι θεοί, τότε ξεχνούσαν τους ανθρώπινους περιορισμούς και προκαλούσαν τη νέμεση, τη καταστροφική οργή των θεών. […] Ο άνθρωπος έβρισκε την υψηλότερη και καθοριστικότερη μορφή αυτοέκφρασης στο στοχασμό πάνω στο νόμο και τη δημόσια πολιτική. Αυτό όμως μπορούμε να επιτευχθεί μόνο με τον πολιτικό βίο μέσα σε μια πόλη.
Οι σύγχρονοι ουμανιστές θεωρούν συχνά ότι οι Έλληνες είναι οι θεωρητικοί τους πρόγονοι, όμως οι απόψεις των τελευταίων για τον κόσμο παρουσιάζουν σημαντική, και σε ένα βαθμό ενοχλητική, διάσταση από τις σύγχρονες απόψεις. Από τη στιγμή που κάποιοι άνθρωποι είναι λιγότερο λογικοί από άλλους, είναι, σε τελική ανάλυση, λιγότερο άνθρωποι. Οι δούλοι […] οι γυναίκες, επίσης, θεωρούνταν ότι υστερούσαν σε λογική ικανότητα σε σχέση με τους άντρες […] Έτσι, η ιδιότητα του πολίτη περιοριζόταν στους ελεύθερους ενήλικες άρρενες, και στην περίπτωση ορισμένων πόλεων ούτε καν σε όλους.
Η άσκηση της πολιτικής και η διεξαγωγή του πολέμου ήταν αλληλένδετες[…] υιοθετώντας αυτή την άποψη, οι αρχαίοι Έλληνες εμφανίζονται δέσμιοι των προκαταλήψεων της εποχής τους. Ήταν όμως ιδιαιτέρως ευφάνταστοι στη διερεύνηση του κόσμου κι έτσι δεν δυσκολεύονταν να φανταστούν τις γυναίκες πίσω από μια πληθώρα άλλων πραγμάτων: να είναι πολεμίστριες με τη μορφή των Αμαζόνων, να προβαίνουν σε γενική απεργία προκειμένου να επιβάλουν την ειρήνη στη Λυσιστράτητου Αριστοφάνη, να παίρνουν το ρόλο του φιλοσόφου – βασιλέα μέσα από τους φύλακες της Πολιτείας του Πλάτωνα –οι εικόνες όμως αυτές δεν αποτελούν την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής.
Συνεπώς οι νόμοι και οι πολιτικές μιας αρχαίας ελληνικής πόλης εκπορευόταν όχι από το ανάκτορο του δεσπότη αλλά από το διάλογο μεταξύ οιονεί ίσων πολιτών στην αγορά.Όμως σε μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα στην οποία χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν τέτοιες συνελεύσεις, οι ομιλητές ήταν κυρίως αριστοκράτες που είχαν σπουδάσει την τέχνη της ρητορικής. Στις δημοκρατίες πολλά αξιώματα καταλαμβάνονταν διά του κλήρου, όμως τα σημαντικότερα από αυτά καταλαμβανόταν κατόπιν ψηφοφορίας κυρίως από μέλη ισχυρών οικογενειών.
Οι πολίτες οι οποίοι εμπλέκονταν σε συζητήσεις στη δημόσια ζωή της πόλης ήταν μέλη οικογενειών στην ιδιωτική τους ζωή οι οποίες, άλλωστε, ήταν οι βασικές παραγωγικές μονάδες του αρχαίου κόσμου. Ο οίκος (από την οποία προέρχεται η λέξη «οικονομικά») στηριζόταν σε ένα σύστημα κλιμακωτής υποταγής το οποίο περιγράφεται από τον Αριστοτέλη: υποταγή του θηλυκού στο αρσενικό, των παιδιών στους γονείς, και των δούλων στους κυρίους τους. Η οικογένεια ήταν η σφαίρα στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες ζούσαν τον ιδιωτικό βίο, σφαίρα που, εν πολλοίς, κάλυπτε τις άμεσες υλικές τους ανάγκες.Με την ενηλικίωση, ο νεαρός άρρεν Έλληνας έβγαινε από τη σφαίρα της οικογένειας και εισερχόταν στην αγορά, όπου ήταν πλέον σε θέση να υπερβεί τη φυσική αναγκαιότητα και να αναλάβει τις ευθύνες του πολίτη, εκφέροντας αξιομνημόνευτους λόγους και κάνοντας πράξεις που θα του εξασφάλιζαν ενός είδους αθανασία.
Οι Έλληνες της κλασικής περιόδου είχαν τέτοιο βαθμό αυτογνωσίας ώστε θεωρούσαν τον πολιτισμό τους διακριτό από άλλους πολιτισμούς. Το γεγονός της ιστορικής κατανόησης του εαυτού τους και του κόσμου, τους άνοιξε νέες δυνατότητες στην ανθρώπινη εμπειρία. Η πολιτική και η ιστορία γεννήθηκαν μαζί, έχοντας κοινή αντίληψη περί του τι είναι ένα ανθρώπινο και ποια πράξη είναι αξιομνημόνευτη.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι πόλεις τους είχαν ιδρυθεί από ημίθεους όπως ο Λυκούργος στην περίπτωση της Σπάρτης και ο Θησέας στην περίπτωση της Αθήνας. Κι αν τα σχέδια των θεών έχρηζαν, καμιά φορά αναθεωρήσεων, οι άνθρωποι καλούσαν σοφούς και τους ανάθεταν την αποστολή αυτή. Στο επίπεδο της πολιτικής το πιο φημισμένο παράδειγμα ήταν αυτό του Σόλωνα στην Αθήνακατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π. Χ.. Δύο στοιχεία των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα αντιπροσωπεύουν ουσιώδη χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής πολιτικής.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι ο Σόλων βάσιζε τη πολιτική σε ανθρώπινες ομάδες που προσδιορίζονταν από την εντοπιότητα και χαρακτηριζόταν από δεσμούς αφοσίωσης στην οικογένεια και στη φυλή.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι, μετά τη μεταρρύθμιση του ο Σόλων έφυγε για δέκα χρόνια από την Αθήνα, εγκαταλείποντας σκόπιμα το πολιτικό σύστημα που θέσπισε στον έλεγχο και τη διαχείριση άλλων – μια αρχέγονη ίσως μορφή της διάκρισης των εξουσιών.
Το σύνολο των αξιωμάτων δια του οποίου κυβερνάται μια πόλις και οι νόμοι που ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των αξιωμάτων αυτών αποτελούν ένα πολίτευμα. Διακυβέρνηση χωρίς πολίτευμα σημαίνει απουσία όλων εκείνων των ηθικών περιορισμών που χαρακτήριζαν την πολιτική εμπειρία. Τα πολιτεύματα λειτουργούν με δύο ουσιώδεις τρόπους: περιορίζουν την εξουσία των διάφορων αξιωμάτων και δημιουργούν, ως αποτέλεσμα, ένα προβλέψιμο (όχι όμως άκαμπτο και αμετάβλητο) κόσμο στον οποίο οι πολίτες ζουν. Τα πολιτεύματα είναι οι παράγοντες εκείνοι που δίνουν σάρκα και οστά σε ότι ονομάζουμε πολιτική· η ανάγκη μελέτης τους είναι ο παράγοντας εκείνος που οδήγησε στην εμφάνιση της πολιτικής επιστήμης.