Επίκουρος,το κυνήγι της Ηδονής!

Επίκουρος,το κυνήγι της Ηδονής!

Ο Επικούρειος “Ηδονισμός”, πρόκληση για τους φαρισαίους της ασκητικής “αγνότητας”, παρεξηγήθηκε, παρανοήθηκε και έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες και κακόβουλες διαστροφές..Λαβή για μεγαλύτερη συσκότιση έδωσε και η μετάφραση της “ηδονής” στα λατινικά με τη λέξη voluptas, που είναι περισσότερο φορτωμένη με αισθησιακή απόχρωση, καθώς και πλαστογραφημένες επιστολές που κυκλοφορούσαν με το όνομα του Επίκουρου. Πενήντα τέτοιες ασελγείς επιστολές έγραψε μόνο ο Διότιμος ο Στωικός!..Στην πιο γυμνή της μορφή η διαστροφική παρερμηνεία λέει : << Για ύψιστο αγαθό έχουν (οι επικούρειοι) την ηδονή. Αποθέωση της κοιλιάς. Να φάμε να πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε..>>.

Η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτε­λούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστα­τικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ’ αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών.

Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν’ αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι’ αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή. Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν’ αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».

Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλι­σης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.

Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιο­τικό· οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρό­τερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν’ απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδο­νές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλο­ντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπο­ρεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πεί­νας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προ­κληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ’ αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυ­χισμένο.

Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυ­χισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του.Πίστευε ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν’ αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψο­κίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ’ έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυπνήσεις, ν’ αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πρά­ξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παι­διά … και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν’ αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και κατα­λάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊ­όντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν’ απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, … δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου.  Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπο­ρούσε ν’ αναπαύσει και ν’ ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανή­συχου ανθρώπου.

http://cloudconnected.pblogs.gr

Leave A Response