Ήταν τόσο πολλοί οι πρίγκιπες πού επισκέφτηκαν το Αργος με την ελπίδα να παντρευτούν την Αιγεία ή την Δηιπύλη, μια από τις δύο κόρες του βασιλιά Άδραστου, ώστε εκείνος δεν τόλμησε να διαλέξει κανέναν για γαμπρό του, επειδή φοβόταν ότι όλους τούς άλλους θα τούς κάνει εχθρούς του. Απευθύνθηκε λοιπόν στο μαντείο των Δελφών και πήρε τον έξης χρησμό από τον Απόλλωνα: «Ζευξε στο δίφρο σου τον κάπρο και το λιοντάρι πού παλεύουν στο παλάτι σου»
Ανάμεσα στους μνηστήρες με τις μικρότερες πιθανότητες ήταν ο Πολυνείκης και ο Τυδεύς . Ο Πολυνείκης και ο δίδυμος του Ετεοκλής εκλέχτηκαν συμβασιλείς στη Θήβα μετά την εκδίωξη του πατέρα τους Οιδίποδα. Συμφώνησαν να βασιλεύουν εναλλάξ, ένα χρόνο ο καθένας.
Όταν όμως τελείωσε το πρώτο έτος, ο Ετεοκλής, πού η σειρά του είχε έρθει πρώτη, δεν ήθελε να παραδώσει το θρόνο επικαλούμενός μάλιστα ότι ο Πολυνείκης ρέπει προς το κακό, τον εξόρισε από την πόλη . Ο Τυδεύς, γιος του Οινέα από την Καλυδώνα, είχε σκοτώσει στο κυνήγι τον αδελφό του Μελάνιππο. Φώναζε ότι ήταν ατύχημα, αλλά του κάκου – επειδή υπήρχε προγενέστερος χρησμός πού έλεγε ότι ο Μελάνιππος θα σκότωνε εκείνον, οι Καλυδώνιοι υποπτεύτηκαν τον Τυδεα ότι ήθελε να προλάβει τη μοίρα του, γι’ αυτό και τον εξόρισαν.
Σύμβολο της Θήβας είναι το λιοντάρι, ενώ της Καλυδώνας ο κάπρος – οι δύο εξόριστοι μνηστήρες λοιπόν είχαν στολίσει τις ασπίδες τους με αυτά τα δύο σύμβολα. Εκείνο μάλιστα το βράδυ λογόφεραν άγρια για το τίνος η γενέτειρα είναι περισσότερο ένδοξη και περισσότερο πλούσια. Αν δεν έμπαινε ο Άδραστος στη μέση να τούς χωρίσει και να τούς συμφιλιώσει θα έφταναν στο φονικό.
Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε το χρησμό και πάντρεψε την Αιγεία με τον Πολυνείκη και τη Δηιπύλη με τον Τυδεα με την υπόσχεση ότι θα βοηθήσει και τούς δύο να ανέβουν πάλι στο θρόνο. Πάντως θα ξεκινούσε πρώτα εναντίον της Θήβας πού βρισκόταν και πιο κοντά.
Ο Άδραστος συγκάλεσε τούς αρχηγούς των αργείτικων φυλών: τον Καπανέα, τον Ιππομέδοντα, το γαμπρό του Αμφιάραο, το μάντη, όπως και τον Παρθενοπαιο, τον αρκάδα σύμμαχο του, γιο του Μελέαγρου και της Αταλάντης, και τούς διέταξε να πάρουν τα όπλα και να ξεκινήσουν προς την ανατολή. Από όλους αυτούς τούς ήρωες μόνον ο Αμφιάραος απέφευγε να συμμορφωθεί με τη διαταγή, επειδή προέβλεπε ότι με εξαίρεση τον Άδραστο όλοι θα σκοτωθούν στον πόλεμο εναντίον της Θήβας. Στην αρχή δεν ήθελε καθόλου να τούς ακολουθήσει.
Είχε συμβεί όμως και παλιότερα να λογοφέρει ο Άδραστος με τον Αμφιάραο για τις κρατικές υποθέσεις του Αργους. Οι δύο οργισμένοι άντρες μπορεί και να σκοτώνονταν αν δεν τούς εμπόδιζε η αδελφή του Άδραστου και σύζυγος του Αμφιάραου Εριφύλη . Αρπάζοντας την ηλακάτη της μπήκε ανάμεσα και έριξε κάτω τα σπαθιά τους. Μετά τούς όρκισε να δεχτούν τη δική της κρίση, αν τυχόν προκύψει νέα διαφωνία μεταξύ τους. Όταν ο Τυδεύς έμαθε γι’ αυτό τον όρκο, βρήκε τον Πολυνείκη και του είπε:
– Η Εριφύλη φοβάται μήπως χάσει την ομορφιά της. Αν της χάριζες το μαγικό περιδέραιο, το δωρο της Αφροδίτης στην προγιαγιά σου Αρμονία στους γάμους της με τον Κάδμο, η Εριφύλη θα έλυνε με μιας τη διαφωνία ανάμεσα στον Αμφιάραο και στον Άδραστο, και θα έπειθε τον Αμφιάραο να έρθει μαζί μας.
Η υπόθεση κανονίστηκε διακριτικά και το στράτευμα ξεκίνησε με αρχηγούς τούς εφτά ήρωες: τον Πολυνείκη, τον Τυδεα και τούς πέντε Αργείους. Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών ο Πολυνείκης δεν συμπεριλαμβάνεται στους εφτά και στη θέση του τοποθετούν ένα από τούς γιους του αργείου Ίφιος, τον Ετεοκλή.
Ο δρόμος τους περνούσε από τη Νεμέα όπου εκείνο τον καιρό βασίλευε ο Λυκούργος. Όταν ζήτησαν άδεια από τον Λυκούργο να πιουν οι στρατιώτες τους από τα νερά της χώρας, ο Λυκούργος τούς παραχώρησε την άδεια και έστειλε τη δούλα Υψιπύλη να τούς οδηγήσει στην κοντινότερη πηγή . Η Υψιπύλη ήταν πριγκίπισσα από τη Λήμνο, και όταν οι Λημνιες ορκίστηκαν ότι θα σκοτώσουν όλους τούς άντρες του νησιού ως εκδίκηση για κάθε αδικία πού υπέστησαν από αυτούς η Υψιπύλη έσωσε τη ζωή του πατέρα της Θοαντα.
Για τιμωρία την πούλησαν σκλάβα και ζούσε στη Νεμέα ως τροφός του γιου του Λυκούργου Οφέλη. Όταν οδήγησε το στρατό του Άδραστου στην πηγή και ακούμπησε κατάχαμα για ένα λεπτό το αγοράκι, ένα φίδι τυλίχτηκε, γύρω από το λαιμό του παιδιού και το δάγκωσε. Ώσπου να επιστρέψουν από την πηγή ο Άδραστος και οι άντρες του, ήταν ήδη αργά: δεν τούς έμενε παρά να σκοτώσουν το φίδι και να θάψουν το παιδί.
Όταν ο Αμφιάραος τούς προειδοποίησε ότι το σημάδι αυτό ήταν δυσοίωνο, εκείνοι ιδρύσαν τα Νεμέα στη μνήμη του παιδιού, ενώ το ίδιο το ονόμασαν Αρχεμορο πού σημαίνει «η αρχή του τέλους». Καθένας από τούς εφτά ήρωες κατόρθωσε να νικήσει σε ένα από τα εφτά αγωνίσματα. Τα Νεμέα οργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια και οι κριτές φορούσαν από τότε μαύρα ως ένδειξη πένθους για το θάνατο του Οφελτη, ενώ τα στεφάνια πλέκονταν από πετροσέλινο πού συμβολίζει την ατυχία.
Μόλις έφτασαν στον Κιθαιρώνα, ο Άδραστος έστειλε αγγελιαφόρο τον Τυδέα στη Θήβα για να ζητήσει από τον Ετεοκλή να παραχωρήσει το θρόνο στον Πολυνείκη. Όταν οι Θηβαίοι αρνήθηκαν, ο Τυδεύς προκάλεσε σε μονομαχία τούς αρχηγούς των φυλών τον έναν μετά τον άλλον και βγήκε νικητής σε κάθε αγώνα. Σύντομα ούτε ένας Θηβαίος δεν βρισκόταν να τολμήσει να τον πολεμήσει. Τότε οι Αργειοι πλησίασαν περισσότερο τα τείχη της Θήβας , και ο καθένας από τούς ήρωες κατασκήνωσε απέναντι σε μια από τις εφτά πύλες της πόλης.
Μετά από παράκληση του Ετεοκλή ο μάντης Τειρεσίας χρησμοδότησε ότι οι Θηβαίοι θα νικήσουν μόνον εφόσον κάποιος πρίγκιπας με Βασιλική καταγωγή θυσιαστεί με τη θέληση του στο βωμό του Άρη. Τότε ο γιος του Κρέοντα Μενοικεύς αυτοκτόνησε μπροστά στα τείχη.
Με τον ίδιο τρόπο είχε πέσει κάποτε ψηλά από τα τείχη ο θειος του από τον οποίο και πήρε το όνομα του. Ο χρησμός του Τειρεσία επαληθεύτηκε: οι Θηβαίοι αρχικά, ηττήθηκαν σε κάποια αψιμαχία και οπισθοχώρησαν στην πόλη, όταν όμως ο Καπανεύς έριξε σκάλα στο τείχος και άρχισε την αναρρίχηση ο Ζευς τον κατατρόπωσε αμέσως με έναν κεραυνό. Οι Θηβαίοι πήραν θάρρος και πραγματοποιώντας μια σφοδρή έξοδο σκότωσαν άλλους τρεις από τους εφτά ήρωες. Ένας από αυτούς μάλιστα πού συνέβη να λέγεται Μελάνιππος, πλήγωσε και τον Τυδεα στην κοιλιά .
Η θεά Aθηνά που αγαπούσε πολύ τον Τυδεα, τον λυπήθηκε όπως κειτόταν εκεί μισοπεθαμένος και έτρεξε αμέσως στον πατέρα της Δία για να του ζητήσει το ελιξίριο, με το οποίο ο ήρωας θα συνερχόταν γρήγορα. Ο πονηρός Αμφιάραος όμως, ο οποίος μισούσε τον Τυδεα επειδή τούς εξανάγκασε να εκστρατεύσουν επιτέθηκε στον Μελάνιππο και του έκοψε το κεφάλι.
– Εκδικήθηκα για σένα, φώναξε τείνοντας το κεφάλι στον Τυδεα άνοιξε το και ρούφηξε το μυαλό.
Έτσι και έπραξε ο Τυδεύς όταν η Αθηνά τον είδε φτάνοντας ακριβώς εκείνη τη στιγμή με το ελιξίριο, το έχυσε χάμω και όλο αποστροφή τράπηκε σε φυγή.
Μόνον ο Πολυνείκης, ο Αμφιάραος και ο Άδραστος ζούσαν πια από τούς εφτά ήρωες. Για να εμποδίσει την συνέχιση των σκοτωμών, ο Πολυνείκης πρότεινε στον Ετεοκλή να κριθεί σε μονομαχία η τύχη του θρόνου . Ο Ετεοκλής δέχτηκε την πρόκληση και στη σκληρή μονομαχία τραυματίστηκαν θανάσιμα και οι δύο.
Τότε παίρνοντας την αρχηγία των θηβαϊκών στρατευμάτων ο θειος τους Κρέων διέλυσε τούς απελπισμένους αργείους. Ο Αμφιάραος προσπάθησε να διαφύγει με το άρμα του στις όχθες του Ισμηνίου ποταμού ένας Θηβαίος πού τον καταδίωκε προσπάθησε να τον χτυπήσει από πίσω, εκείνη όμως τη στιγμή ο Ζευς έριξε αστροπελέκι, άνοιξε η γη και ο Αμφιάραος εξαφανίστηκε μαζί με το άρμα του και έκτοτε βασιλεύει ανάμεσα στους νεκρούς, εκείνος ο ζωντανός . Ο ηνίοχος του Βάτων εξαφανίστηκε μαζί του.
Διαπιστώνοντας ότι η μάχη χάθηκε ο Άδραστος ανέβηκε στο φτερωτό άλογο του Αρίωνα και διέφυγε. Όταν όμως αργότερα έμαθε ότι ο Κρέων δεν επέτρεπε να ταφουν οι νεκροί του εχθρού, πήγε ως ικέτης στην Αθήνα και έπεισε τον Θησέα να εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας και να τιμωρήσει τον Κρέοντα για την ασέβεια του.
Αιφνιδιάζοντας τους ο Θησεύς κατέλαβε την πόλη, αιχμαλώτισε τον Κρέοντα και παρέδωσε τις σορούς των νεκρών ηρώων στους συγγενείς τους, οι οποίοι τούς τοποθέτησαν σε ψηλές πυρές. Όταν η γυναίκα του Καπανέα Ευάδνη είδε ότι ο άντρας της ήρωοποιηθηκε από το αστροπελέκι του Δία, αποφάσισε να μην τον αποχωριστεί ποτέ. Επειδή όμως το έθιμο ήθελε να θάβουν τούς κεραυνοβολημένους σε διαφορετικό μέρος από τούς άλλους, και μάλιστα να περιφράσσεται ο τάφος τους, εκείνη έπεσε στην πυρά και κάηκε ζωντανή.
Η αδελφή του Ετεοκλή και του Πολυνείκη Αντιγόνη, προτού ακόμα ο Θησεύς φτάσει στη Θήβα, έφτιαξε μυστικά μια μεγάλη πυρά παραβαίνοντας την εντολή του Κρέοντα και απίθωσε πάνω τη σορό του Πολυνείκη. Κοιτώντας από τα παράθυρα του παλατιού ο Κρέων παρατήρησε κάτι να κοκκινίζει μέσα στο σκοτάδι, λες και έβλεπε τις φλόγες της πυρράς. Βγήκε να δει τι συμβαίνει και ξάφνιασε την ανυπάκουη Αντιγόνη. Κάλεσε το γιο του Αιμονα με τον οποίον η Αντιγόνη ήταν αρραβωνιασμένη και τον διέταξε να θάψει ζωντανή την κοπέλα στον τάφο του Πολυνείκη.
Εκείνος προσποιήθηκε ότι εκτελούσε την εντολή , αντί να το κάνει όμως παντρεύτηκε μυστικά την Αντιγόνη και μετά την έστειλε να ζήσει ανάμεσα στους βοσκούς του. Η Αντιγόνη του γέννησε ένα γιο, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια επέστρεψε στη Θήβα για να πάρει μέρος σε κάποιους ταφικούς αγώνες . Ο Κρέων όμως που βασίλευε ακόμα στη Θήβα τον αναγνώρισε αμέσως από το σημάδι σε σχήμα φιδιού το όποιο ξεχώριζε όλα τα μέλη της οικογένειας του Κάδμου και τον καταδίκασε σε θάνατο.
Ο Ηρακλής προσπάθησε να μεσολαβήσει για να τον σώσει, ο Κρέων όμως φάνηκε ανένδοτος. Τότε ο Αίμων σκότωσε την Αντιγόνη και κατόπιν αυτοκτόνησε.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr