ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ’
Ήδη στα 1935 ο Γιώργος Σεφέρης συνέταξε για λογαριασμό του τις δύο επίμαχες λέξεις «μύθος» και «ιστορία» σε μια, τιτλοφορώντας Μυθιστόρημα την πρώτη νεοτερική του ποιητική σύνθεση.
Εκεί βρίσκεται και η γνωστή εξήγηση του ίδιου για την επιλογή ενός τίτλου που μεταφέρθηκε επίτηδες από την περιοχή της πεζογραφίας στον κύκλο της ποίησης. Ο Σεφέρης γράφει: «Είναι τα δυο του συνθετικά που μ’ έκαναν να αλλάξω τον τίτλο αυτής της εργασίας: ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία· ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί προσπάθησα να εκφράσω, με κάποιον ειρμό, μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος.
Η διάγνωση της εξηγηματικής αυτής πρότασης δεν είναι, όσο φαίνεται, εύκολη. Αποκλείοντας όμως ό,τι πρέπει να αποκλειστεί, μπορούμε να δούμε τι περισσεύει. Προφανώς η λέξη «μύθος» εξυπακούει μια παράδοση, την οποία ο ποιητής υποδέχεται, παραπέμπει σ’ αυτήν και την οικειοποιείται με τον τρόπο του. Εννοείται καταρχήν ο αρχαιοελληνικός μύθος, όπως τον μόρφωσαν προπάντων τα ομηρικά έπη και τα οράματα του 5ου προχριστιανικού αιώνα. Αλλά εμπεριέχεται και ο νεοελληνικός μύθος, εκείνος λ.χ. που μετέφερε τον Μεγαλέξανδρο στα νερά του δικού μας Αιγαίου και τον έδεσα με τις λαβωμένες γοργόνες.
Στο ίδιο σχόλιο ο Γιώργος Σεφέρης ορίζει την ιστορία ως δοκιμή να δοθούν ειρμός και έκφραση σε μιαν κατάσταση, που αντιστοιχεί σε γεγονότα και βιώματα προσωπικά ή συλλογικά, και μάλλον αδιαίρετα. Ιστορία λοιπόν είναι η διήγηση κάποιων περιστατικών, τα οποία συνιστούν την εποχή και τα πρόσωπα του ποιήματος, κοιτάζοντας ωστόσο και προς τη μεριά του ποιητή.
Αν στο σεφερικό Μυθιστόρημα του 1935 μύθος και ιστορία συντάσσονται και φιλιώνουν, τούτο δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται κιόλας ολότελα η διακριτική τους ένταση. Γιατί ο μύθος ριζωμένος και παλιός, μοιάζει νε έχει πια αφήσει πίσω του το χρόνο. Ενώ η ιστορία αγωνίζεται ακόμη μέσα στο δικό μας χρόνο, ψάχνοντας και αλλάζοντας ονόματα και πρόσωπα, να εκφραστεί.
Πλησιάζοντας ο Σεφέρης την ιστορία του στο μύθο, συντάσσοντας δηλαδή το ποιητικό του μυθιστόρημα, θέλησε να ενώσει δύο στοιχεία, τα οποία εξ ορισμού δεν σμίγουν ποτέ ολότελα, γιατί ανάμεσά τους μένει πάντα ένα κενό, ορατό ή αδιόρατο, που υπήρξε όμως από παλιά ο γόνιμος και παραγωγικός χώρος της λογοτεχνίας· τουλάχιστον όπως συνέλαβαν εξαρχής την τέχνη του λόγου οι αρχαίοι Έλληνες και μας την κληροδότησαν, για να μας παρηγορεί και να μας απελπίζει. Σ‘ αυτήν την αρχαία κληρονομιά θα καθυστερήσω λίγο, προτού προχωρήσω στα κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη, που αποτελούν και το κέντρο της μελέτης μου.
Ποια υπήρξε η προλογοτεχνική, καθαρά λατρευτική, μορφή του μύθου στην αρχαία Ελλάδα, ελάχιστα το γνωρίζουμε. Πάντως τα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη προϋποθέτουν ήδη ένα λογοτεχνημένο μύθο και υπακούουν στις βασικές εντολές του. Ο Ηρόδοτος βέβαια ισχυρίζεται ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος ευθύνονται τουλάχιστον για τη σύνταξη του θεολογικού μύθου· υποθέτω όμως ότι ο Αλικαρνασσέας ιστορικός σκέφτεται περισσότερο τις κρίσιμες επιλογές των δύο ποιητών στο κεφάλαιο αυτό, με τις οποίες ένα υλικό παλιό, ντόπιο και ξένο, και πάντως διάσπαρτο, μορφώθηκε σε σύστημα περιγραφής και ερμηνείας του κόσμου, που έγινε εφεξής αποδεκτό, γιατί κρίθηκε βάσιμο.
Όπως κι αν έχει το πράγμα με τους θεούς, ο Όμηρος επέμεινε περισσότερο στα έργα και τα πάθη των ηρώων, ο Ησίοδος στα ονόματα που φέρουν τα στοιχεία που συνέχουν τον κόσμο. Έτσι το παλιό χάος κοσμήθηκε με τον διπλό αυτό μύθο, και προπαντός εξανθρωπίστηκε. Πόσο και πως, αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία, που δεν έχει εδώ τη θέση της. Πάντως με τη λογοτεχνική εργασία του Ομήρου και του Ησιόδου, φυσικά και των εταίρων τους, ο παλιός μύθος έκρυψε τις λατρευτικές ρίζες του βαθιά στο χώμα και ανέλαβε τώρα να διδάξει και κυρίως να τέρψει τους ανθρώπους. Κάπου εδώ αρχίζει η ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, εκεί δηλαδή που η ιστορία του ανθρώπου των γεωμετρικών χρόνων, δοκιμάζοντας να βρει τον ειρμό και την έκφρασή της, χρησιμοποίησε, κατά την έκφραση του Σεφέρη, τον αρχαίο μύθο.
Στα χρόνια της επικής ποίησης, ο λογοτεχνικός μύθος επισκιάζει ακόμη τη λογοτεχνική ιστορία, αργότερα όμως (με τη λυρική ποίηση, την ιωνική επιστήμη, την πρώιμη λογογραφία και φιλοσοφία, και το αττικό δράμα), καθώς η ιστορική συνείδηση ωριμάζει και εγγράφεται στο χώρο της λογοτεχνίας, ο διάλογος μύθου και ιστορίας ακμάζει και οξύνεται. Στον Ευριπίδη η δραματική αυτή ένταση κορυφώνεται, και λίγο αργότερα ο Πλάτων αναγνωρίζει επίσημα τη ρήξη μύθου και λόγου στο σώμα της ποίησης. Στο μεταξύ όμως η αρχαία ελληνική λογοτεχνία έχει βρει τους δρόμους και τους τρόπους της, ιστορώντας συνεχώς τον παλιό μύθο, και μυθοποιώντας την εξελισσόμενη ιστορία.
Όταν, λοιπόν, ο Σεφέρης στην εξήγησή του για το δικό του Μυθιστόρημα μιλά για ορισμένη μυθολογία, που τη χρησιμοποίησε αρκετά φανερά, έχει στο νου του αυτή την αρχαία κληρονομιά, μ’ όλες τις περιπέτειές της. Γιατί για το Σεφέρη μύθος δεν είναι η προλογοτεχνική, λατρευτική και θρησκευτική μυθολογία, αλλά η προβολή και η επεξεργασία της σε κορυφαία έργα της αρχαίας και κλασικής λογοτεχνίας: ο αγώνας δηλαδή μύθου και λόγου, που κράτησε στην αρχαία Ελλάδα πάνω από πεντακόσια χρόνια, προτού κριθεί οριστικά η έκβασή του. Και έχω την αίσθηση ότι αυτόν τον αγώνα μύθου και λόγου, μύθου και ιστορίας, δοκιμάζει ο Σεφέρης να μεταφέρει στους καιρούς μας με σπαραγμένο και νεότερο τρόπο, επιγράφοντας τη σύνθεσή του τού 1935 Μυθιστόρημα.
Βέβαια στο Μυθιστόρημα υπάρχουν και άλλες μυθικές ρίζες: δικές μας και ξένες. Δεν έχει νόημα για τη μελέτη αυτή να καθυστερήσουμε σ’ αυτές. Θα θυμίσω μόνο, σύντομα και σχηματικά, τις περιπέτειες ενός άλλου ποιητή μας με το μύθο, περιπέτειες που ο Σεφέρης ίσως δεν τις αγνοούσε ολότελα, ακόμη κι όταν έγραφε και επέγραφε το δικό του μυθιστόρημα. Εννοώ τον Αλεξανδρινό Καβάφη και τη δική του μυθολογία.
Αν δεχτούμε ότι ο Σεφέρης από νωρίς συνέταξε σε μία λέξη την ιστορία και το μύθο, δοκιμάζοντας το βίαιο σχεδόν ζευγάρωμά τους, ο Καβάφης, πιο υπομονετικός ή πιο ανυποψίαστος, προτίμησε στο κεφάλαιο αυτό μάλλον τη μέθοδο της προοδευτικής παράταξης. Ξεκίνησε από τον προλογοτεχνικό μύθο, προχώρησε στην αρχαιοελληνική (ομηρική και τραγική) λογοτεχνική του μόρφωση, για να καταλήξει στην ποιητική μεταμόρφωση της ρωμαϊκής, αλεξανδρινής και βυζαντινής ιστορίας. Είχα και άλλοτε την ευκαιρία να υποδείξω τη χαρακτηριστική αυτή καβαφική κλίμακα, που βεβαιώνει την πρόοδο του ποιητή από το μύθο στην ιστορία. Θυμίζω και εδώ, σχηματικά πάντα, τους παραδειγματικούς σταθμούς της.
Η «Χαλδαϊκή Εικών» λ.χ. επισημαίνει την προλογοτεχνική (ή την προϊστορική) μυθολογική φράση του Αλεξανδρινού. «Η Κηδεία του Σαρπηδόνος» και το «Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως» ορίζουν τη θητεία του στο μεγάλο λογοτεχνημένο αρχαιοελληνικό μύθο. Τέλος, οι «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» ή η «Άννα Θαλασηνή» παραδειγματίζουν τον ιστορικό σταθμό της ποιητικής του πορείας. Με άλλα λόγια: προτού ο Καβάφης, με τη βοήθεια της ιστορίας, μυθοποιήσει τη δική του Αλεξάνδρεια και τα περίχωρά της, περιπλανήθηκε στη μυθολογία της ανατολής και προπαντός του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η περιπλάνηση αυτή κράτησε ως το 1903· εφεξής ο Καβάφης γύρισε πλάτη στον παλιό μύθο και προτίμησε να δώσει ειρμό στα περιστατικά της ζωής και της εποχής του, μικροσκοπώντας ιστορικά στιγμιότυπα που τα αναζητούσε, ή και τα επινοούσε, ψάχνοντας σε γραμματειακές πηγές με μεταλογοτεχνικό χαρακτήρα. Αυτή ακριβώς η ώριμη καβαφική επιλογή ενδιαφέρει ιδιαιτέρα, γιατί προφανώς την προσέχει και με το δικό του τρόπο την εφαρμόζει και ο Σεφέρης, κυρίως στα κυπριακά του ποιήματα,
Το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’, διορθωμένος τίτλος που επισκίασε τον προηγούμενο… Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…, Απέχει από το Μυθιστόρημα είκοσι ολόκληρα χρόνια. Στο μεταξύ ο Σεφέρης δοκίμασε πολλές φορές και με διαφορετικούς τρόπους, στη ζωή και την ποίησή του, τη σύνταξη μύθου και ιστορίας, όπως την είχε άλλοτε φανταστεί και επιχειρήσει. Αποφασιστική σημασία για τη διάμεση αυτή δοκιμασία έχουν δημόσια γεγονότα μεγάλης ακτίνας, στον τόπο μας και στην Ευρώπη, αλλά και προσωπικά βιώματα ιδιωτικής αντανάκλασης. Τα δημόσια δρώμενα είναι γνωστά και πρόχειρα: μεσοπολεμικός φασισμός και Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος· δική μας Κατοχή και πείνα· αντίσταση πάνω στα βουνά και στις ρημαγμένες πόλεις· ηρωισμοί και παζάρι στη Μέση Ανατολή· απελευθέρωση, και σχεδόν αμέσως τα φρικτά Δεκεμβριανά· ύστερα ξανά η βασιλεία, η αμερικάνικη επιρροή και ο τραγικός εμφύλιος· τέλος, το «ανθρώπινο δράμα της Κύπρου» κατά την έκφραση του ποιητή. Όσο για τις προσωπικές εμπειρίες, που εδώ παραλείπονται , αναγνωρίζονται τώρα πια (τουλάχιστον οι ομολογημένες) στις αντίστοιχες Μέρες.
Δεν έχει νόημα να επιμείνω, δείχνοντας πως στιγματίζουν δημόσια και προσωπικά γεγονότα όλη την ενδιάμεση ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Φτάνει να τονιστεί ότι ανάμεσα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’ και Γ’ μεσολαβεί η Κίχλη, που δημοσιεύεται το 1947. Πρόκειται ακριβώς για τη σύνθεση όπου η δραματική σύγκρουση μύθου και ιστορίας κορυφώνεται και οδηγείται σχεδόν σε αδιέξοδο. Στο τέλος όμως, ο Οδυσσέας και ο Οιδίπους, στη σεφερική τους εκδοχή, σμίγοντας τον κάτω με τον πάνω κόσμο, επιβάλλουν τη μυθολογική τους δικαιοσύνη στο ιστορικό ναυάγιο της μεταπολεμικής Κίχλης.
Ύστερα από την Κίχλη κάτι αλλάζει προπαντός στη σύσταση της σεφερικής μυθολογίας. Όχι μόνο γιατί η ιστορική πραγματικότητα, και μάλιστα στη σύγχρονη πολιτική της διάσταση, διεκδικεί και παίρνει μεγάλο μερτικό. Αλλά προπάντων γιατί σε όσα ποιήματα αυτής της συλλογής επαναπροβάλλεται ή υποβάλλεται ο αρχαιοελληνικός μύθος (στα οκτώ από τα δεκαεπτά), συζητείται η προηγούμενη διδακτική του αγωγή, και κάποτε, με τρόπο μελαγχολικό ή ειρωνικό, δοκιμάζεται η διόρθωσή της. Για να φανεί τι εννοώ, παραθέτω και σχολιάζω σύντομα την «Αγιανάπα, α’», με την οποία ανοίγει η συλλογή:
Καὶ βλέπεις τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καθὼς ἔλεγαν οἱ παλαιοί.
Ὡστόσο νόμιζα πὼς ἔβλεπα τόσα χρόνια
περπατώντας ἀνάμεσα στὰ βουνὰ καὶ στὴ θάλασσα
συντυχαίνοντας ἀνθρώπους μὲ τέλειες πανοπλίες·
παράξενο, δὲν πρόσεχα πὼς ἔβλεπα μόνο τὴ φωνή τους.
Εἴταν τὸ αἷμα ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλοῦν, τὸ κριάρι
ποὺ ἔσφαζα κι ἔστρωνα στὰ πόδια τους·
μὰ δὲν εἴταν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κόκκινο χαλί.
Ὅ,τι μου λέγαν ἔπρεπε νὰ τὸ ψηλαφήσω
ὅπως ὅταν σὲ κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σὲ στάβλο
ἢ φτάσεις τέλος τὸ κορμὶ βαθύκολπης γυναίκας
κι εἶναι γεμάτη ἡ κάμαρα πνιγερὲς μυρωδιές·
ὅ, τι μοῦ λέγαν δορὰ καὶ μετάξι.
Παράξενο, τὸ βλέπω ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· τὸ χρυσὸ δίχτυ
ὅπου τὰ πράγματα σπαρταροῦν σὰν τὰ ψάρια
ποὺ ἕνας μεγάλος ἄγγελος τραβᾶ
μαζὶ μὲ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων.
Όπως έγραψα και αλλού η «Αγιανάπα, α’» ανήκει στα αποκαλυπτικά ποιήματα που περιέχει το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’,συστήνοντας μάλιστα ένα νέο τύπο ποιήματος που χάρισε η Κύπρος στο Σεφέρη. Υπογραμμίζω τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα του ποιήματος, γιατί αν, όπως αισθάνομαι, διορθώνεται εδώ η προηγούμενη μυθολογική πορεία του ποιητή, ή διόρθωση πρέπει να θεωρηθεί φώτιση του Σεφέρη στο νησί αυτό, που ο ίδιος το είδε τόπο όπου λειτουργεί ακόμη το θαύμα.
Ότι το ποίημα με τον πρώτο του στίχο συνεχίζει την Κίχλη είναι προφανές και το υπογράμμισαν πολλοί μελετητές ήδη. Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι πως τη συνεχίζει; Το αγγελικό και μαύρο φως της Κίχλης μεταφράζεται πάνω σ’ έναν απολογισμό, που θα τον έλεγα γνωμικό αλλά ταυτόχρονα και ειρωνικό: Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί. Ειρωνικό, γιατί ο αμέσως επόμενος στίχος (ωστόσο νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια) αμφισβητεί με τον τρόπο του το κύρος ακριβώς μιας έμμονης προηγούμενης αίσθησης του Σεφέρη, που του έθρεψε χρόνια ολόκληρα προπάντων ο αρχαιοελληνικός μύθος: οι παλαιοί. Ο ποιητής πάντως αισθάνεται πως πρέπει να ξαναδιαβάσει τώρα την παλιά, μυθολογικά κατοχυρωμένη πείρα για το αγγελικό και μαύρο φως, με το μέτρο, όπως δείχνει η συνέχεια του ποιήματος, μιας νέας (σύγχρονης και πραγματικής) ανθρωπογεωγραφικής εμπειρίας, που του προσφέρει ο θαυμαστός κόσμος της Κύπρου.
Τα επόμενα πάντως στοιχεία του ποιήματος αποφασίζουν, νομίζω, οριστικά για την αλλαγή της μυθολογικής στάσης του Σεφέρη. Στους στίχους 5-8 συντάσσονται δύο επίμονες ιδέες του ποιητή, εντολές της αρχαιοελληνικής του μαθητείας: ο διάλογος με τους νεκρούς κατά το πρότυπο της οδυσσειακής «Νέκυιας» και ο αμήχανος θαυμασμός μπροστά στην ανεξάντλητη θάλασσα, η οποία με την πορφύρα της έβαψε κάποτε το κόκκινο χαλί που έστρωσε στον Αγαμέμνονα η αισχυλική Κλυταιμνήστρα. Αυτά όμως τα δύο μυθολογικά μοτίβα επανέρχονται εδώ, για να δηλωθεί τώρα η οξύμωρη κατά κάποιον τρόπο διδαχή τους στον ποιητή :
Παράξενο, δὲν πρόσεχα πὼς ἔβλεπα μόνο τὴ φωνή τους.
Ἦταν τὸ αἶμα ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλοῦν, τὸ ριάρι
ποὺ ἔσφαζα κι ἔστρωνα στὰ πόδια τους·
μὰ δὲν ἦταν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κόκκινο χαλί.
Προτείνω να διαβαστεί η «Αγιάναπα, α’» ως πρόοδος του Σεφέρη από τη μυθολογική ακοή και αφή του φωτός στην πραγματική και ιστορική όρασή του. Η ακοή και η τυφλή αφή ανήκουν κάπως στη λειψή και στραβή ανάγνωση του παλιού μύθου για το φως· η όραση αντίθετα σηματοδοτεί μιαν νέα εμπειρία, σύγχρονη και εντοπισμένη στο γεωγραφικό χώρο της Κύπρου. Η καινούρια πείρα αφήνει πίσω της την παλιά και, αν δεν την ακυρώνει, πάντως τη διορθώνει: Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου. Το φως επομένως δεν βρίσκεται πια εκεί, αλλά εδώ · όχι ως ακοή και αφή, αλλά επιτέλους ως όραση. Στην παλιά ανάγνωση του μύθου αντιστοιχεί μια μυθική δόξα, που αποκαλύπτεται μπροστά στην καινούρια γνώση δορά και μετάξι. Και γενικότερα: πλάι στον αρχαίο μεγάλο άγγελο, υπάρχουν τώρα ταπεινοί ψαράδες που τραβούν με το δίχτυ τους τα πράγματα, τα οποία σπαρταρούν σαν τα ψάρια.
Αν στην «Αγιάναπα, α’» ο αρχαίος μύθος για το φως διορθώνεται, καθώς εγκοσμιώνεται στο οραματικό παρόν της Κύπρου, το ίδιο αυτό νησί, σε άλλα ποιήματα της συλλογής, συμπληρώνει και βαθαίνει τη μυθολογική φώτιση του Σεφέρη, Τούτο συμβαίνει προπαντός στην πασίγνωστη «Ελένη», η οποία δανείζεται από την ομώνυμη ευριπιδική τραγωδία όχι μόνο τις τρεις επιγραφές της, αλλά και την ειρωνική της διάθεση καθώς και τον έκδηλο λυρικό της τόνο.
Στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’, ο Σεφέρης επιμένει ιδιαίτερα στον Ευριπίδη, ύστερα από τον Όμηρο, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, που τον απασχόλησαν δε προηγούμενα χρόνια. Τρία τουλάχιστον ποιήματα της κυπριακής συλλογής, και ανάμεσά τους η «Ελένη» σε πρώτη θέση, μαρτυρούν της ώριμη αυτή ευριπιδική προτίμηση του ποιητή.
Συνοψίζοντας στην αρχή αυτής της μελέτης τον δραματικό διάλογο μύθου και ιστορίας στην αρχαιοελληνική τραγωδία, υποδήλωσα ότι ο Ευριπίδης, με τη ζωή και τα δράματά του, οξύνει στο έπακρο την ένταση των δύο όρων που μας ενδιαφέρουν, καθώς με τον έναν η τον άλλον τρόπο προσβάλλει συνεχώς το παραδοσιακό κύρος της ηρωικής παράδοσης, προχωρώντας συχνά ως την απομυθοποίησή της. Τούτο συμβαίνει κατεξοχήν στην ευριπιδική Ελένη. Γιατί στην τραγωδία αυτή, με το ευτυχές τέλος, κυριολεκτικά ξηλώνεται ολόκληρος ο τρωικός μύθος, που μετά και μέσα από τον Όμηρο τροφοδότησε τα περισσότερα δράματα του 5ου αιώνα.
Κατά την ευριπιδική Ελένη ο δεκάχρονος πόλεμος των Ελλήνων στην Τροία, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά του υπήρξε φιάσκο: η διαβόητη γυναίκα του Μενελάου δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στην Τροία· όλα αυτά τα χρόνια ξέμεινε στην Αίγυπτο, στο ακροθαλάσσι του Πρωτέα, όπως μεταγράφει ο Σεφέρης. Έλληνες και Τρώες, λοιπόν, έχυναν το αίμα τους δέκα χρόνια μόνο για το είδωλό της. Η μέθοδος, με την οποία ο Ευριπίδης επιχειρεί την ανατροπή του τρωικού, μύθου είναι πράγματι ιδιοφυής: χρησιμοποιεί ένα παραμύθι για να δείξει την κουφότητα του παραδοσιακού μύθου.
Πιστεύω πως ο Σεφέρης στη δική του «Ελένη» συμμερίζεται τις υποψίες του αρχαίου τραγικού για τη διδακτική αξία του παλιού μύθου και αυτές μεταγράφει με δικό του τρόπο. Δεν ισχυρίζομαι ότι εδώ κρύβεται η μοναδική αιτία για τη σεφερική σύνθεση· η διδακτική της όμως αιχμή οφείλεται στη συμφωνία του σύγχρονου ποιητή με τον αρχαίο εταίρο του ως προς την ανατρεπτική ανάγνωση του τρωικού μύθου.
Στη σεφερική «Ελένη» μιλά ο Τεύκρος, εξόριστος από τη δική του Σαλαμίνα, γυρεύοντας στη Σαλαμίνα της Κύπρου μια νέα πατρίδα, κατά τη μαντική σύσταση του Απόλλωνα. Και εδώ ανακαλύπτει, ύστερα από την πολεμική του περιπέτεια και τη μεταπολεμική του περιπλάνηση, ότι ο τρωικός πόλεμος, στον οποίο θυσιάστηκε μαζί με τόσους άλλους και ο αδελφός του, υπήρξε ένας μάταιος μύθος: θα πει:
Στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχός μ’ αὐτό τὸ παραμύθι,
ἄν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτό τὸ παραμύθι,
ἄν εἶναι ἀλήθεια πὼς οὶ ἀνθρῶποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.
Τεύκρος είναι μέσα στο ποίημα ασφαλώς η persona τού ποιητή, και από την άποψη αυτή η μυθολογική πείρα εκείνου αναλογεί και στον ίδιο. Ο Τεύκρος-Σεφέρης λοιπόν ομολογεί:
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τών θεῶν·
ἡ μοίρα μου ποὺ κοιτάζει
ἀνάμεσα στὸ στερνό σπαθί τοῦ Αἴαντα
καὶ μιὰν ἄλλη Σαλαμίνα
Μ’ ἔφερε έδώ σ’ αὐτό τὸ γυρογιάλι.
Συμπεραίνω σχηματοποιώντας:
Ο σεφερικός Τεύκρος, όπως και ο Ευριπιδικός, στοχάζεται πως ολόκληρη η μυθολογική παράδοση, που της χαρίστηκε τόσα χρόνια, μπορεί μπορεί και να ήτανε ένα πουκάμισο αδειανό. Όπως ο Τεύκρος, έτσι και ο Σεφέρης συλλογίζεται εδώ στην Κύπρο για πρώτη φορά μήπως το παραμύθι είναι κάποτε σοφότερο από το μύθο, μήπως το παραμύθι είναι κάποτε σοφότερο από το μύθο, μήπως η μυθολογική αλήθεια αποδεικνύεται όψιμα εντεταλμένο ψέμα, δόλος των θεών, που υπηρετεί τα δικά τους σχέδια και προγράμματα, αδιαφορώντας για τις ζωές των ανθρώπων. Γιατί ο έγκυρος τρωικός μύθος γέννησε έναν δεκάχρονο πόλεμο, που γέμισε τον Σκάμανδρο κουφάρια ενώ το παραμύθι έμεινε απόλεμο και γίνεται τώρα μελαγχολικό τραγούδι που το τραγουδούν τα’ αηδόνια στις Πλάτρες, και δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς.
Μ’ ένα τέτοιο όμως παραμύθι θα μπορούσε κάποιος ποιητής, όπως το έκανε ο Ευριπίδης, να παρακάμψει ολόκληρο τον κύκλο της εμπόλεμης μυθολογίας και της ανάλογης λογοτεχνίας. Να βρεθεί κατευθείαν από την αρχή στο τέλος της, καταγγέλλοντας τις ενδιάμεσες πλάνες και ζημιές. Η Κύπρος φαίνεται πως ευνόησε τέτοιες θαυμαστές και ώριμες υποθέσεις και, όπως έδειξε στον ποιητή επιτέλους τα πραγματικό φως του ήλιου, τον δίδαξε και το κόστος της προηγούμενης μυθολογικής του μαθητείας.
Ως τώρα δοκίμασα να δείξω πως και σε ποιο βαθμό η ανθρωπογεωγραφία της Κύπρου άλλαξε τη μυθολογική απόφαση του Σεφέρη, χαρίζοντάς του και ένα νέο τύπο ποιήματος με αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Η έκλαμψη όμως που έφερε η πραγματική Κύπρος στο νου του Σεφέρη διόρθωσε, πιστεύω, και την ιστορική ματιά του ποιητή. Τρία τουλάχιστον ποιήματα της συλλογής («Ο δίμον της πορνείας», «Τρεις μούχλες» και «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά-») δείχνουν αποφασιστική αλλαγή και στο κεφάλαιο αυτό.
Το κοινό γνώρισμα των τριών αυτών ποιημάτων είναι πως εκμεταλλεύονται ποιητικά κάποια περιθωριακή ιστορία, που τη δανείζονται από Χρονικά της Φραγκοκρατίας, συνεπαίρνοντας μάλιστα αυτούσιες ή σε παράφραση, φράσεις ολόκληρες από τη χρονογραφική πηγή τους. Στο σημείο αυτό αναγνωρίζεται εύκολα η καβαφική μέθοδος που παραδειγματίζει τον ώριμο Σεφέρη. Για συντομία και συνεννόηση ονομάζω τα ποιήματα αυτά χρονογραφικά και υπογραμμίζω ότι η προτίμηση του Σεφέρη για τη χρονογραφική ποίηση συστηματοποιείται για πρώτη φορά στη Κύπρο, πρέπει επομένως να θεωρηθεί και αυτή, δεύτερη τώρα, δωρεά του νησιού στον ποιητή. Πρόκειται για ποιήματα που ατ χαρακτηρίζει, όπως προσπάθησα και αλλού να δείξω: η αφηγηματική άνεση και ο αλληγορικός τρόπος· η πάλη του κακού με το καλό· η πολιτική ραδιουργία και η σεξουαλική μανία· η χριστιανική πίστη και ο ασκητισμός· τέλος, ένας τόνος αντικειμενικός, ο οοπιός όμως δεν καταργεί ολότελα το πρόσωπο και το ρόλο του αφηγητή-ποιητή.
Το Χρονικό, ως μορφή και περιεχόμενο, είναι είδος παλιό: αναπτύχθηκε στο διάμεσο της μυθολογίας και της ιστορίας ήδη κατά τη ελληνική αρχαιότητα. Προέχει σ’ αυτό η διήγηση, η οποία με τη μέθοδο της εξήγησης και της έκφρασης (της περιήγησης δηλαδή) και της εικαστικής ανατύπωσης), δίνει κατά κανόνα στην ανθρωπογεωγραφία ενός κλειστού χώρου σ’ έναν ορισμένο χρόνο. Οι σχέσεις του Χρονικού με τη λογοτεχνία είναι κάπως χαλαρές. Ανάλογα με τις συνθήκες θα μπορούσε να ονομαστεί είδος παραλογοτεχνικό, προλογοτεχνικό ή και μεταλογοτεχνικό, που με το ύφος και το ήθος του απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, σκοπεύοντας στη μόρφωση και τη διδαχή του μέσα από περιστατικά συλλογικής σημασίας. Στις καλύτερες εφαρμογές του αποκαλύπτει τη φύση των ανθρώπινων πραγμάτων σε καιρούς δύσκολους, κάτω δηλαδή από εξαιρετικές και παραδειγματικές συνθήκες.
Έχω την εντύπωση πως ο Σεφέρης βρήκε στο Χρονικό έναν καινούργιο τρόπο για να σοφιλιάσει το μύθο με την ιστορία. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ, επιμένοντας τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο του γραμματολογικού αυτού τύπου, καταπώς τα είδε και τα εκτίμησε ο ποιητής.
Όπως είναι γνωστό, στην ιστορική έκθεση (απόδεξιν, θα έλεγε ο Ηρόδοτος), ο χώρος μπορεί να ανοίξει πολύ, χάνοντας σχεδόν τα πραγματικά του όρια, και ο χρόνος να γίνει αριθμητικός και σχεδόν αφηρημένος. Οι ανθρώπινες εξάλλου μορφές, με την εξαίρεση κάποιων πρωταγωνιστών, καταλήγουν και αυτές στη συναίρεση κάποιων πρωταγωνιστών, καταλήγουν και αυτές στη συναίρεση και συχνά στην ανωνυμία, αποβάλλοντας τη βιολογική τους ταυτότητα. Στο Χρονικό, αντίθετα, ο τόπος είναι, όπως το υποδήλωσα ήδη, πάντοτε ορισμένος και κλειστός, ο χρόνος μοιράζεται σε περιστατικά συγκεκριμένα που τον γεμίζουν και τον μετρούν. Τέλος, οι άνθρωποι, επώνυμοι και χαρακτηρισμένοι, αναλαμβάνουν τις τύχες του τόπου και του χρόνου τους, τις ορίζουν και συνάμα ορίζονται από αυτές. Τα τρία χρονογραφικά ποιήματα της συλλογής δανείζονται από την χρονογραφική πηγή τους αυτές ακριβώς τις πρόσφορες για την ποίηση αρετές. Κάτι περισσότερο: τα Χρονικά που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης, για να συντάξει τα τρία αυτά ποιήματα, μιλούν για την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου με τέτοιο τρόπο, ώστε τα χθεσινά γεγονότα καλύπτουν θαρρείς τα σημερινά και προλέγουν τα αυριανά περιστατικά. Έτσι ο ποιητής δεν χρειάζεται να μεταμορφώσει ή και να παραμορφώσει καταστάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, αφού τις βλέπει να σχηματίζονται καθαρά σ’ αυτόν το χρονογραφικό καθρέφτη, που δεν πρόλαβε ακόμη να θολώσει από τον καιρό, παραμένοντας οικείος, ένα σπιτίσιο σκεύος.
Οι σχέσεις εξάλλου χρονογραφικής αφήγησης και μυθολογικής διήγησης, η κλήση και η απόκλισή τους, βοήθησαν το Σεφέρη εξίσου στην ανασύνταξη του παλιού ζεύγους που χρόνια τον βασάνισε. Εξηγούμαι: όπως Ο μύθος έτσι και το Χρονικό δεν αποκρούει στο όνομα της ψυχρής λογικής το θαυμαστό και το ασυνήθιστο ή και το παραμυθικό ακόμη στοιχείο, όταν και όπου χρειάζεται. Όπως ο μύθος έτσι και το Χρονικό προκρίνει από την απρόσωπη έκθεση γεγονότων την εμπρόσωπη διήγηση, με την οποία οι άνθρωποι εύκολα συνεννοούνται μεταξύ τους, διδάσκονται και συγχρόνως τέρπονται, δηλαδή ψυχαγωγούνται. Τέλος, όπως ο μύθος έτσι και το Χρονικό μιμείται τον προφορικό λόγο, αντιγράφει την ανθρώπινη λαλιά, προφέρει τη γραφή του. Όλα αυτά τα στοιχεία αναγνωρίζονται στα τρία χρονογραφικά ποιήματα του Σεφέρη για τα οποία μιλώ. Το τελευταίο μάλιστα με παραδειγματική έμφαση. Έτσι στον «Δαίμονα της πορνείας», όταν το ποίημα φτάνει στο αυτούσιο παράθεμα από το Χρονικό του Μαχαιρά, ο ποιητής εξηγεί: λέει ο χρονογράφος, όχι: γράφει ο χρονογράφος: Ο προφορικός εξάλλου λόγος προβάλλεται ακόμη και στον τίτλο του τρίτου ποιήματος της σειράς, που είναι ίσως και το σημαντικότερο για το θέμα που συζητώ: «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά-», το επιγράφει ο Σεφέρης.
Ανακεφαλαιώνω: Όταν στον καιρό του Μυθιστορήματος μίλησε ο ποιητής για μυθολογία, είχε στο νου του προπάντων τα έργα του Ομήρου, του Σοφοκλή και του Αισχύλου. Η αναμέτρηση ενός σύγχρονου τεχνίτη μ’ ένα μύθο τόσο σπουδασμένο, που βρήκε ήδη και την εντελέστατη μορφή του, είχε τις δυσκολίες της: η αντιγραφή και η αυτούσια μεταφορά του θα αποτελούσε αφέλεια· έμενε η λύση των υπαινιγμών και των σπαραγμένων υποδηλώσεων.
Γράφοντας ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα για την ιστορία, συλλογιζόταν μια κατάσταση πολύ εξαρτημένη ακόμη από τον εαυτό του και το περιβάλλον του, που δεν ήθελε να τη μεταφέρει στο ποίημα ως βιογραφικό υλικό. Προτίμησε λοιπόν, για να αποφύγει τη μαλακή αισθηματολογία, την υπόκρισή της πίσω από διάφορα προσωπεία που του εξασφάλιζαν ιστορικό άλλοθι.
Συντάσσοντας στα 1935 ο Σεφέρης τον παλιό σπαραγμένο μύθο με την υποκρινόμενη σύγχρονη ιστορία, ήξερε πως δημιουργούσε μιαν αφύσικη σχεδόν ένταση, που αργότερα έφτασε σε δραματικό αδιέξοδο. Ωστόσο ήρθε ο καιρός της Κύπρου: τώρα και στο χώρο αυτόν ο παλιός μύθος μπόρεσε να διορθωθεί, καθώς έγινε ορατός μέσα σε μια σύγχρονη πραγματικότητα και θυμήθηκε το παραμύθι. Όσο για την ιστορία, που γύρεψε παλιά ο ποιητής τον ειρμό και την έκφρασή της, εδώ στην Κύπρο την είδε να παίζεται ζωντανό το δράμα του ανθρώπου, παρόμοιο με εκείνο που είχε παιχτεί κάποια χρονιά πριν, και οι άνθρωποι του νησιού το ήξεραν στη δική τους γλώσσα και από πρώτο χέρι. Έχω την αίσθηση ότι μπροστά στο διπλό αυτό θαύμα ο Σεφέρης ταπεινώθηκε, και ο ποιητικός του λόγος γύρεψε και βρήκε καινούργιους δρόμους, χωνεύοντας το μύθο και την ιστορία μέσα στον καημό της Ρωμιοσύνης, όπως του τον αποκάλυψε η Κύπρος κινδυνεύοντας και γυρεύοντας το ζύγιασμα της καλοσύνης, δηλαδή της δικαιοσύνης, που ακόμη δεν το βρήκε.
Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Πίσω Μπρος, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986
Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη
Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ – ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «… θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε …». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυρρανισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.
Ο Γιώργος Σεφέρης το 1965 στο Θέατρο του Διονύσου
(αυτή την εποχή ολοκληρώνεται η συντήρηση και ανάδειξη των γλυπτών του μνημείου)
Ἡ «Δήλωση» τοῦ Σεφέρη κατὰ τῆς δικτατορίας
«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
1900: 29 Φεβρουαρίου-13 Μαρτίου: Ο ποιητής γεννιέται στη Σμύρνη. Είναι πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως Σεφεριαδη. Ο πατέρας του Στέλιος Σεφεριάδης (γεν. 1873) έχει σπουδάσει νομικά στη Γαλλία και είναι διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Παρισιού. Την εποχή της γέννησης του ποιητή δικηγορεί στη Σμύρνη. Πέρα από τις άριστες νομικές του σπουδές ασχολείται και με τα γράμματα. Θα μεταφράσει Μίμνερμο, Ανακρέοντα, Σοφοκλή (Οιδίποδα Τύραννο, Ηλέκτρα), Τα τραγούδια του Μπάυρον για την Ελλάδα, Σαπφώ, Οράτιο και πολλούς Γάλλους Ποιητές. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Στέφανος Μύρτας. Η μητέρα του ποιητή Δέσπω (γεν. 1874) ήταν το γένος Γ. Τενεκίδη. Στον πατέρα της Γιωργάκη Τενεκίδη, έμπορο σταφίδων και κτηματία από τη Νάξο, ανήκε το κτήμα στη Σκάλα στα Βουρλά (αρχαίες Κλαζομενές) όπου ο Σεφέρης περνούσε τα καλοκαίρια του, όταν ήταν παιδί.
1902: Ο Στέλιος Σεφεριάδης βραβεύεται σε ποιητικό διαγωνισμό. Γεννιέται η Ιωάννα, το δεύτερο παιδί της οικογένειας.
1905: 8 Ιουλίου. Γεννιέται ο αδελφός του Άγγελος.
1906: Ηλικίας δέκα χρόνων ο ποιητής παρακολουθεί για πρώτη φορά στο Σπόρτιγκ Κλαμπ της Σμύρνης την παράσταση του Οιδίποδα Τύραννου, με την Κυβέλη και τον Παπαγεωργίου. Θυμάμαι «τα σφυρίγματα και τους γλωσσαμύντορες να χτυπιούνται με τους άλλους θεατές». Η μετάφραση σε ριμαρισμένους δεκαπεντασύλλαβους είναι του πατέρα του.
1912: Ο Στέλιος Σεφεριάδης συνοδεύει, ως νομικός σύμβουλος, στην επαναστατημένη Σάμο, τους Γενικούς Προξένους Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας.
1914: Πρώτες ποιητικές απόπειρες του Σεφέρη. Το καλοκαίρι, μόλις αρχίζει ο παγκόσμιος πόλεμος, η οικογένεια Σεφεριάδη εγκαθίσταται στην Αθήνα, Κορδιγκτώνος 10.
1917: Ο Σεφέρης αποφοιτά από το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο Αθηνών, όπου είχε καθηγητές τον Δ. Γουδή και τον Δημήτρη Γληνό. Ο Δ. Ν. Γουδής, στη σειρά των φυλλαδίων «Αι εκθέσεις των μαθητών μου» δημοσιεύει μετά δέκα χρόνια εκθέσεις του Γιώργου και του Άγγελου Σεφεριάδη.
1918: 14 Ιουλίου. Η Δέσπω Σεφεριάδη με τους δυο γιους της και την κόρη της Ιωάννα (αργότερα σύζυγος Κων. Τσάτου) πηγαίνουν στο Παρίσι όπου εργάζεται ο Στέλιος Σεφεριάδης ως δικηγόρος.
Νοέμβριος. Ο Σεφέρης ανακαλύπτει την ποίηση του Jules Laforgue.
Δεκέμβριος. Ο Στέλιος Σεφεριάδης, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Αλύτρωτων Ελλήνων, εκλέγεται έκτακτος καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1919: Η οικογένεια επιστρέφει στην Αθήνα. Ο Σεφέρης θα μείνει στο Παρίσι ως το 1924 σπουδάζοντας νομικά στη Σορβόνη και μελετώντας τη γαλλική λογοτεχνία.
Μάιος. Η Σμύρνη υποδέχεται με παραλήρημα ενθουσιασμού τον Ελληνικό Στρατό.
1920: Ο πατέρας του, νομικός σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών και μέλος του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, προάγεται σε ταχτικό καθηγητή. Παύεται όμως σχεδόν αμέσως για τα δημοκρατικά του φρονήματα (είναι βενιζελικός).
28 Ιουλίου – 10 Αυγούστου. Ο Βενιζέλος υπογράφει τη συνθήκη των Σεβρών. Δύο μέρες αργότερα, πέφτει θύμα δολοφονικής απόπειρας. Στις εκλογές του Νοεμβρίου ο Βενιζέλος καταποντίζεται και εκπατρίζεται.
1921: Συνεργάζεται με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης, στο φοιτητικό περιοδικό «Βωμός», που στο Παρίσι. Δίνει την πρώτη του διάλεξη: «Ο Jean Moréas», στο σύλλογο ελλήνων σπουδαστών του Παρισιού. Προσανατολίζεται καθαρά στη λογοτεχνία. Η οικογένειά του εγκαθίσταται στην οδό Κυβέλης 2.
1922: Σχεδιάζει ένα βιβλίο με ποιήματα: «Νυχτιάτικο».
13-14 Σεπτεμβρίου. Η Σμύρνη, η πατρίδα του Σεφέρη, παραδίδεται στις φλόγες. Αρχίζει η δραματική μετακίνηση των προσφύγων.
Ζωγραφική σύνθεση-σχόλιο του Γιάννη Μόραλη για τη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη
(εκδόσεις Ίκαρος, 1965), 1965. Κραγιόνια σε χαρτόνι, 24,5 x 35 εκ. Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης
1923: Γράφει μερικά ποιήματα γαλλικά. Αποκαθίσταται στο Πανεπιστήμιο ο πατέρας του.
1924: Καλοκαίρι. Ο Σεφέρης πτυχιούχος της Νομικής πηγαίνει για πρώτη φορά στο Λονδίνο για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του. Θα μείνει εκεί ως τα τέλη του 1925.
1925: Χειμώνας. Επιστρέφει στην Αθήνα. Αρχίζει το ημερολόγιο που μας έγινε γνωστό το 1975.
1926: Διαβάζει για πρώτη φορά τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, που μόνιμα τον συντροφεύουν μετά. Αρχίζει σε μια πρώτη φάση το πεζό που πήρε τελικά τον τίτλο. Έξι νύχτες στην Ακρόπολη.
9 Σεπτεμβρίου. Θάνατος Δέσπως Στεφανίδη στην Κηφισιά.
29 Δεκεμβρίου. Διορίζεται ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών
1927: Ο Στέλιος Στεφανίδης κοσμήτωρ της Νομικής Σχολής.
1928: Ιούλιος. Δημοσιεύεται στη Νέα Εστία, η μετάφραση του Σεφέρη «Μια βραδιά με τον κ. Τεστ» του Βαλερύ· υπογραφή Γ. Σεφεριάδης. Ο πατέρας του διδάσκει για πρώτη φορά στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου της Χάγης. Ο Βενιζέλος κερδίζει θριαμβευτικά τις εκλογές και σχηματίζει την τελευταία του κυβέρνηση (1928-1932).
1929: Αύγουστος. Συνοδεύει τον Εδουάρδο Ερριό, πρώην Πρωθυπουργό της Γαλλίας και τότε Δήμαρχο Λυών, στο ταξίδι του στην Ελλάδα. Ο πατέρας του Σύμβουλος Επικρατείας. Ο Σεφέρης με τον Κ. Τσάτσο επισκέπτονται τον Κωστή Παλαμά.
1930: Αρχίζει να γράφει μιας «Αιολία» που αφήνει ατελείωτη. Ο πατέρας του Πρόεδρος του Δ. Σ. της Παντείου. Γάμος της αδελφής του Ιωάννας με τον Κ. Τσάτσο.
1931: Μάιος. Εκδίδει την Στροφή σε 200 αντίτυπα με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης. Η κριτική διχάζεται.
Καλοκαίρι. Υποπρόξενος και έπειτα πρόξενος στο Γενικό Προξενείο Λονδίνου, όπου θα μείνει ως το 1934.
Σεπτέμβριος: Επιστολή του Παλαμά στη Νέα Εστία για τη Στροφή. Ο Σεφέρης διαβάζει Έλιοτ. Ο Ανδρέας Καραντώνης εκδίδει το Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
1932: Ιανουάριος. Δημοσιεύει στη Νέα Εστία το Παντούμ με τίτλο Μια νύχτα στην ακρογιαλιά.
Οκτώβριος. Έκδοση, εκτός εμπορίου, της Στέρνας, σε 50 αντίτυπα. Είναι αφιερωμένη στον Γ[ιώργο] Α[ποστολίδη], τον άνθρωπο που ο Σεφέρης δεν δίστασε να τον κατονομάσει ως τον καλύτερό του φίλο.
1933: Δεκέμβριος: Αρχίζει η σύνθεση του Μυθιστορήματος που θα τελειώσει το Δεκέμβριο του 1934. Άρθρο του Τέλλου Άγρα για τον Σεφέρη στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Ο Άριστος Καμπάνης μνημονεύει τον Σεφέρη στη γ’ έκδοση της Ιστορίας της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ο Στέλιος Σεφεριάδης εκλέγεται πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκός.
1934: Στις αρχές του χρόνου επιστρέφει στην Αθήνα και εγκαθίσταται στην οδό Κυδαθηναίων 9 στην Πλάκα, όπου εγκατασταθεί η οικογένειά του από την προηγούμενη χρονιά. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος του δείχνει για πρώτη φορά πίνακες του Θεόφιλου.
1935: Ιανουάριος. Αρχίσει τη συνεργασία του στα Ελληνικά Γράμματα, αναδημοσιεύοντας Τη Στέρνα. Μέσα στην ίδια χρονιά δημοσιεύει στα Ελληνικά Γράμματα τις μεταφράσεις: «Δυσκολίες πολιτευόμενου» του Έλιοτ, δύο χρονικών από το Φονικό στην εκκλησία του Έλιοτ και «Γράμμα ξενιτεμένου» του Ραχακού από την απόδοση του Πάουντ.
Μάρτιος. Έκδοση του Μυθιστορήματος σε 150 αντίτυπα.
Οκτώβριος. Τελειώνει η σύνθεση της Γυμνοπαιδίας.
1936: 27 Μαρτίου. Κηδεία Βενιζέλου στα Χανιά. «Μπροστά στο λιμάνι, με το απόμακρο μερμήγιασμα του κόσμου στα μουράγια… Ο νεκρός γέροντας, σα θαλασσινό εύρημα, απλώνει κύκλους μυθολογίας: Αιγαίας, Θησέας, μαύρα πανιά: Οι Κρητικοί τα έχουν όλα μαύρα. Οι μαύρες βάρκες πηγαίνουν κι έρχονται… » (Μέρες Γ’).
Ιούλιος. Εκδίδεται το βιβλίο Θ.Σ. Έλιοτ («Δοκίμιο εισαγωγής». Μετάφραση: «Η έρημη χώρα», «Οι κούφιοι άνθρωποι, Ι», «Μαίνα», «Δυσκολίες πολιτευομένου», «Τρία χορικά») σε 120 αντίτυπα, αφιερωμένο στον Γ.Κ. Κατσίμπαλη.
Το φθινόπωρο αρχίζει στην Αίγινα ο δεσμός το με τη Μαρώ.
Νοέμβριος. Τοποθετείται Πρόξενος στην Κορυτσά, όπου θα μείνει ως το τέλος του 1937.
1937: 13 Φεβρουαρίου. Δημοσιεύεται στα Νεοελληνικά Γράμματα επιστολή του Σεφέρη σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής.
Απρίλιος. Δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιμνημόσυνο άρθρο «Για τον Κωνσταντίνο Κατσίμπαλη», και το «Η σκοτεινότητα της κριτικής», σε δύο συνέχειες (Αυγ.-Οκτ. και Νοέμβριος), όπου ο Σεφέρης με το ψευδώνυμο Λάμπης Παπαβασίλης σχολιάζει απόψεις του Αιμίλιου Χουρμούζιου για τον υπερρεαλισμό.
Νοέμβριος. Δημοσιεύεται στα Νέα Γράμματα η μετάφραση «Σας γράφω από έναν τόπο μακρινό» του Henri Michaux. Δημοσίευση στη Revue Internationale des études Balkaniwues της πρώτης γαλλικής μετάφρασης ποιήματος του Σεφέρη από την Έλλη Λαμπρίδη.
1938: Στις αρχές του χρόνου ο Σεφέρης μετατίθεται στην Αθήνα, ως προϊστάμενος της Διευθύνσεως Εξωτερικού Τύπου του Υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών, κι αφήνει μισοτελειωμένο ένα δοκίμιο για τον Καβάφη. Δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα μεταφράσεις (Archibald Macleis, Ronald de Reneville, Eluard) και ποιήματά του. Δημοσιεύεται στο The Link της Οξφόρδης, η πρώτη αγγλική μετάφραση ποιημάτων του από το Nicholas Bachtin σε συνεργασία με τον Samuel Baud–Bovy.
Αύγουστος. Τελειώνει τη δοκιμή «Διάλογος πάνω στην ποίηση» που απευθύνεται στον Κ. Τσάτσο για το δοκίμιό του «Πριν από το ξεκίνημα» δημοσιευμένο τον Απρίλιο.
Δεκέμβριος. Ο Στέλιος Σεφεριάδης υποχρεώνεται από ειδικό νομοθετικό μέτρο, να εγκαταλείψει την πανεπιστημιακή του έδρα πέντε χρόνια πριν από το νόμιμο όριο ηλικίας.
1939: Εκδίδονται τα ποιήματα του Στέλιου Σεφεριάδη. Από το Συρτάρι μου (1895-1912).
Απρίλιος. Ο Σεφέρης συναντιέται με τον André Gide στο σπίτι του Κ.Θ. Δημαρά.
Μάιος. Ταξιδεύει με τον Τ.Κ. Παπατσώνη στη Ρουμανία. Κάνει παρέα στην Αθήνα με τον L. Durrell και τον Η. Miller, που μιλά γι’ αυτόν στο βιβλίο του Ο Κολοσσός του Μαρουσίου (The Colossus of Maroussi) (1941). Δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα μεταφράσεις (Pierre Jean Jouve, Pound. D.H. Lawrence. Marianne Moore) και ποιήματά του. Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύονται ταυτόχρονα με τίτλο «Το τέλος ενός διαλόγου» δύο επιστολές του Σεφέρη και του Τσάτσου (ο δεύτερος βρίσκεται εξόριστος σε νησί).
1940: Μάρτιος. Εκδίδεται το Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), σε 356 αντίτυπα.
Απρίλιος. Εκδίδει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’ σε 317 αντίτυπα. Επτά από αυτά τυπωμένα σε ειδικό χαρτί, αριθμημένα και υπογραμμένα από τον ποιητή περιέχουν σε ένθετο τετρασέλιδο αυτόγραφο το ποίημα η «Τελευταία μέρα» που δεν το άφησε να δημοσιευτεί την προηγούμενη χρονιά η μεταξική λογοκρισία.
Μάιος. Εκδίδει τα Ποιήματα Ι (περιλαμβάνουν: Στροφή, Η Στέρνα, Μυθιστόρημα, Γυμνοπαιδία) σε 525 αντίτυπα.
Υπογράφει μαζί με 33 άλλους νέους συγγραφείς μανιφέστο κατά του ιταλικού φασισμού.
1941: 6 Απριλίου. Γερμανική εισβολή.
10 Απριλίου: Γάμος του Σεφέρη με τη Μαρώ Ζάννου.
Απρίλιος-Σεπτέμβριος. Ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, Αλεξάνδρεια, Νότιο Αφρική (Γιοχάνεσμπουργκ, Πρετόρια). Στην Πρετόρια μένει ως τον Απρίλιο 1942, γραμματέας Πρεσβείας. Απομονωμένος εκεί γράφει ποιήματα και άρθρα. Ασχολείται με τον Καβάφη. Γράφει το Χειρόγραφο Σεπτ. 41. «Έγραψα αυτές τις σελίδες χωρίς άλλο σκοπό παρά να βάλει τάξη στη συνείδησή μου».
1942: Μάρτιος. Έκδοση στην Αλεξάνδρεια, της Λύρας του Κάλβου με πρόλογο του Σεφέρη.
Απρίλιος. Μετατίθεται στο Κάιρο, στη Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Ελληνικής Κυβέρνησης.
1934: 10 Μαρτίου. Διάλεξη του Σεφέρη στο Κάιρο για το θάνατο του Παλαμά.
16 Μαΐου. Διάλεξη στην Αλεξάνδρεια για τον Μακρυγιάννη. Ο κόσμος εντυπωσιάζεται: «Ποτέ δεν μας μίλησαν έτσι», λένε.
19 Μαΐου. Επανάληψη της διάλεξης για το Μακρυγιάννη στο Κάιρο.
12 Ιουνίου. Διπλασιασμένη η ομιλία για τον Παλαμά στην Αλεξάνδρεια. «Ύστερ’ απ’ τη διάλεξη για το Μακρυγιάννη που ήταν σαν ανακάλυψη εδώ, το πλήθος γέμισε την αίθουσα ως την άκρη. Μου φαίνεται πως δεν μίλησα όπως λογάριαζα. Ορθός, πίσω από ένα υπερβολικά χαμηλό τραπέζι, με ελεεινό φως, δεν ένιωθα βολικά», γράφει στο Ημερολόγιό του (Μέρες Δ’). Συνεργάζεται στην έκθεση «Δύο χρόνια σκλαβιάς-Δύο χρόνια αγώνα 1941-1943» που οργάνωσε ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΕΑΣ). Τότε γνωρίζεται και με τον Στρατή Τσίρκα που ήταν καθοδηγητικό στέλεχος του ΕΑΣ.
Ζωγραφική σύνθεση-σχόλιο του Γιάννη Μόραλη για τη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη
(εκδόσεις Ίκαρος, 1965), 1965. Κραγιόνια σε χαρτόνι, 24,5 x 35 εκ. Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης
1944: Φεβρουάριος. Εκδίδονται στο Κάιρο οι Δοκιμές σε 600 αντίτυπα. Δίνει διάλεξη στο Κάιρο, γαλλικά, με θέμα τις ελληνογαλλικές πνευματικές ανταλλαγές.
Μάρτιος. Φωτολιθογραφική έκδοση, στο Κάιρο, της χειρόγραφης έκδοσης των Ακριτικών του Σικελιανού με ξυλογραφίες του Σπ. Βασιλείου και αυτόγραφο πρόλογο του Γ. Σεφέρη. Επανάληψη της γαλλικής διάλεξης στην Αλεξάνδρεια. Δημοσιεύεται στη La Reforme της Αλεξάνδρειας γαλλική επιστολή του Σεφέρη για την ελληνική γλώσσα.
Καλοκαίρι. Εκδίδει στην Αλεξάνδρεια σε ιδιωτική φωτολιθογραφική έκδοση το χειρόγραφο του Ημερολογίου Καταστρώματος Β’, σε 75 αντίτυπα. Το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’ είναι η σπανιότερη σεφερική έκδοση. Ας αθροίσουμε τα χαρακτηριστικά της: «Αποκλειστικά ιδιωτική», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, τυπώνεται σε 75 μόνο αντίτυπα, αριθμημένα και υπογεγραμμένα με το χέρι του ποιητή. Κοσμείται με σχέδια του Σεφέρη, που αποτελούν ζωγραφικά σχόλια στο τέλος κάθε ποιήματος και σχηματίσουν πρωτογράμματα στην αρχή του πρώτου στίχου, «πλουμίδια» κατά τον ποιητή. (Δ. Δασκαλόπουλος: Εργογραφία Σεφερη).
Σεπτέμβριος. Ο Σεφέρης ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Γ. Παπανδρέου) στην Ιταλία (Cava deiTirreni).
23 Οκτωβρίου. Επιστροφή στην απελευθερωμένη Αθήνα.
6 Δεκεμβρίου. «Μαύρη μέρα. Από την αυγή ο αλληλοσπαραγμός. Τα προαισθήματά μου και οι βραχνάδες, εδώ και δυόμισι χρόνια βαίνουν αληθινά»(Μέρες Δ’).
21 Δεκεμβρίου. «Αεροπλάνα πολυβολούν. Η Ελλάδα, αλλοίμονο η Ελλάδα: ένα σταυρωμένο κορμί και όλοι καρφώνουν, λυσσασμένοι». (Μέρες Δ’).
1945: Ιανουάριος. Π Σεφέρης διευθυντής του πολιτικού γραφείου του αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως το 1946.
Φεβρουάριος. Σύμβουλος του Εθνικού Θεάτρου ως τον Απρίλιο 1946.
Αύγουστος. Απαντά στην έρευνα της Νέας Εστίας «Η τέχνη και η εποχή».
1945: Νοέμβριος. Εκδίδεται από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το βιβλίο του Robert Levesque, Seferis (ποιήματα του Σεφέρη σε γαλλική μετάφραση).
Δεκέμβριος. Αναδημοσιεύονται στο Τετράδιο και στη συνέχεια εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο «Ίκαρος» το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’ σε 313 αντίτυπα (είχε κυκλοφορήσει χειρόγραφο στην Αλεξάνδρεια το 1944).
1946: 11 Μαρτίου. Ο Σεφέρης διαβάζει στον «Παρνασσό» το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του για τον Ερωτόκριτο.
Απρίλιος. Αρχίζει τη συνεργασία του με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση με τη μετάφραση Η Δευτέρα Παρουσία του W.BYeats.
Μάιος. Γνωριμία στην Αθήνα με τον Paul Eluard.
Οκτώβριος. Τυπώνεται ο Ερωτόκριτος από τις εκδόσεις «Άλφα». Του Ι.Μ. Σκαζίκη. Παύει η απόσπαση του Σεφέρη στο Πολιτικό Γραφείο του Δαμασκηνού. Παίρνει άδεια δύο μήνες, «την πρώτη του καλοκαιριού του ’37», και την περνά στον Πόρο στην έπαυλη «Γαλήνη» της οικογένειας Δραγούμη. Τελειώνει τη σύνθεση της Κίχλης.
3 Δεκεμβρίου. Επιστροφή στην Αθήνα.
17 Δεκεμβρίου. Διαβάζει στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας τη δοκιμή «Κ.Π. Καβάφης – Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι».
1947: 26 Φεβρουαρίου. Βραβεύεται με το «Έπαθλο Παλαμά», γεγονός που προκαλεί έντονες αντιδράσεις σε διάφορους λογοτεχνικούς κύκλους.
Μάρτιος. Δημοσιεύει στο Τετράδιο τον «Τελευταίο σταθμό». Εκδίδεται από τον «Ίκαρο» η Κίχλη σε 300 αντίτυπα.
2 Μαΐου. Ομιλία για το Θεόφιλο στα εγκαίνια έκθεσης έργων του ζωγράφου που έγινε στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών.
Αύγουστος και Οκτώβριος. Ο Σεφέρης δημοσιεύει στη Νέα Εστία δύο επιστολές απαντώντας σε επίθεση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Μεταφράζει το ποίημα Η ερημιά του Sidney Keyes. Γνωριμία με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο.
1948: 2 Φεβρουαρίου. Ο Σεφέρης με πολλούς άλλους γνωστούς συγγραφείς υποβάλουν παραίτηση από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.) «[…] Επειδή φρονούμε ότι η Ε.Ε.Λ. όσο και τα λοιπά λογοτεχνικά σωματεία έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα και δεν μπορούν πια να εκπληρώσουν τον προορισμό τους και ότι επιβάλλεται να γίνει μια ενιαία και πάνω σε υγιείς βάσεις οργάνωση του λογοτεχνικού κόσμου, υποβάλλουμε τις παραιτήσεις μας από μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών για να ευκολύνουν το έργο αυτό.
Φεβρουάριος. Ο Σεφέρης σύμβουλος στην Πρεσβεία της Άγκυρας, όπου θα μείνει ως το 1950.
Ιούλιος. Εκδίδεται από τον John Lehmann, Λονδίνο το: The King o A sin and other poems σε μετάφραση BernardSpancer, Νάνου Βαλαωρίτη, Lawrence και με πρόλογο του Durrell Rex Warner.
Σεπτέμβριος. Δημοσιεύεται στον τιμητικό τόμο T.S. Eliot: A Symposium το «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο» σε αγγλική μετάφραση Νάνου Βαλαωρίτη.
1949: Αύγουστος. Εκδίδεται από τον «Ίκαρο» τα βιβλίο του Θ.Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα και άλλα ποιήματα, με εισαγωγή, σχόλια και μετάφραση του Σεφέρη σε 400 αντίτυπα. Δημοσιεύονται στη La Rasegna d’ Italia, τέσσερα ποιήματα του Σεφέρη μεταφρασμένα από τον F.M. Pontani.
Ζωγραφική σύνθεση-σχόλιο του Γιάννη Μόραλη για τη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη
(εκδόσεις Ίκαρος, 1965), 1965. Κραγιόνια σε χαρτόνι, 24,5 x 35 εκ. Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης
1950: 19 Ιανουαρίου. Δημοσιεύεται στο Life and Letters άρθρο του Kenneth Young για την επίδραση του Σεφέρη στους Άγγλους ποιητές Lawrence Durrell και Bernard Spencer.
Φεβρουάριος. Δημοσιεύεται στον τιμητικό τόμο Erza Pound: A Collection of Essays, Peter Nevill Ltd., Λονδίνο, αγγλική μετάφραση του σημειώματος του Σεφέρη για τα Κάντος του Έζρα Πάουντ. Δημοσιεύονται στο Prisma έξι ποιήματα του Σεφέρη μεταφρασμένα από τον Hjalman Gullberg στα σουηδικά.
26 Ιουνίου. Ο Σεφέρης στη Λάβρανδα, παρακολουθεί επί τρεις μέρες τις ανασκαφές του Alex Persson που είναι επικεφαλής της σουηδικής αρχαιολογικής ομάδας που ενεργούσε τις ανασκαφές· «[…] είδα ν’ αναστυλώνουν ένα κομμάτι από ιωνική κολώνα· πόσο πιο αλαφριά από μύθο είναι αυτά τα ελληνιστικά απομεινάρια» (Μέρες του 1945-1951).
Ιούλιος. Επισκέπτεται τη Σμύρνη, τη Σκάλα, το Αϊβαλί και την Καππαδοκία. Εκδίδονται από τον «Ίκαρο» τα Ποιήματα, 1924-1946, σε 2.000 αντίτυπα.
Αύγουστος. Ο Σεφέρης στην Πόλη.
Δεκέμβριος. Επιστροφή στην Αθήνα.
1951: Μάιος. Μετατίθεται στην Πρεσβεία του Λονδίνου ως σύμβουλος, όπου θα μείνει ως το 1952. Εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια το βιβλίο του Τίμου Μαλάνου Η ποίηση του Σεφέρη.
Ιούνιος. Γνωριμία με τον Γ.Π. Σαββίδη.
7 Ιουλίου. Ραδιοφωνική ομιλία του Σεφέρη με τον Σικελιανό από το σταθμό του Λονδίνου.
6 Αυγούστου. Θάνατος του Στέλιου Σεφεριάδη στο Ezanville της Γαλλίας.
Σεπτέμβριος. Ο Σεφέρης στις «Ευρωπαϊκές Ποιητικές Συναντήσεις» του Knokkele–Zoute.
Νοέμβριος. Στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου ο Louis MacNeice, o Rex Warner και ο ίδιος ο Σεφέρης διαβάζουν ποιήματά του. Στο Βρετανικό Ινστιτούτο Αθηνών ο Ph. Sherrard δίνει διάλεξη με θέμα: «Η ποίηση του T.S.Eliot και του Γ. Σεφέρη – μια αντίθεση» [κυκλοφόρησε και αυτοτελώς από τις εκδόσεις «Άλφα» του Ι.Μ. Σκαζίκη].
1952: Απρίλιος. Ομιλία του Σεφέρη στον ραδιοφωνικό σταθμό Λονδίνου για τον Νίκανδρο Νούκιο στην Αγγλία. Ομιλία του Σεφέρη στους «Δειπνοσοφιστές» του Λονδίνου, για τις εκκλησίες της Καππαδοκίας.
Νοέμβριος. Ο Σεφέρης μετατίθεται ως πρεσβευτής στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ και φτάνει από το Λονδίνο στην Αθήνα με δεκαήμερη ενδιάμεση παραμονή στη Βενετία.
1953: Ιανουάριος. Ο Σεφέρης στη Βηρυτό, όπου θα μείνει ως το 1956.
Απρίλιος. Εκδίδεται το Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, στη σειρά του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου. Το βιβλίο κυκλοφορεί και σε γαλλική μετάφραση χωρίς όνομα μεταφραστή [Σεφέρης και Μερλιέ;].
Νοέμβριος. Το ζεύγος Σεφέρη ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Κύπρο. Γνωριμία με τον ζωγράφο Διαμαντή.
1954: Ιανουάριος. Δημοσιεύεται στα Κυπριακά Γράμματα η μετάφραση του: Η ερημιά του Sidney Keyes.
Φθινόπωρο. Δημοσιεύει στη Νέα Εστία και στα Κυπριακά Γράμματα «ποιήματα της κυπριακής εμπειρίας» (από τη συλλογή …Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…). Δημοσιεύεται στην Ελευθερία (Λευκωσίας) συνέντευξη του Σεφέρη με τον Γ. Μπουκουβάλα. Δεύτερο ταξίδι του ζεύγους Σεφέρη στην Κύπρο.
1955: Εκδίδεται στη Λευκωσία το βιβλίο του Ν. Κρανιδιώτη Ο ποιητής Σεφέρης. Δημοσιεύονται στα Κυπριακά Γράμματα σελίδες «Από το ημερολόγιο του ‘46».
Σεπτέμβριος. Τρίτο ταξίδι του ζεύγους Σεφέρη στην Κύπρο. Σύντομη διαμονή στη Ρόδο (γνωριμία με τον Νίκο Κασδάγλη) και την Πάτμο.
Οκτώβριος. Δημοσιεύεται στη Νέα Εστία η «Ελένη».
Δεκέμβριος. Εκδίδεται από τον «Ίκαρο» το … Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν… σε 1030 αντίτυπα. Δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση στην Αλεξάνδρεια της μελέτης του Τίμου Μαλάνου Η ποίηση του Σεφέρη.
1956: Μάιος Εκδίδεται το βιβλίο του Στέλιου Σεφεριάδη Η θυσία του Αβραάμ. Δράμα σε δύο πράξεις. Πριν από τον κολοφώνα: «Το βιβλίο αυτό γράφτηκε από τον Στέλιο Σεφεριάδη λίγο πριν το θάνατό του. Τα παιδιά του Γιώργος Σεφέρης και Ιωάννα Τσάτσου, ακολουθώντας την τελευταία του επιθυμία του, το εκδίδουν όπως τους το παράδωσε. Ίσως αν ζούσε ο ίδιος, θα έκανε μερικές διορθώσεις».
Καλοκαίρι. Ο Σεφέρης διευθυντής της Β’ Πολιτικής Διευθύνσεως του Υπουργείου Εξωτερικών, στην Αθήνα, όπου θα μείνει ως το 1957.
29 Σεπτεμβρίου. Το Figaro Littéraire σημειώνει πως ο Σεφέρης έχει κι αυτός πιθανότητες για το Νόμπελ.
1957: Φεβρουάριος. Στα Ηνωμένα Έθνη για τη συζήτηση του Κυπριακού. Γνωριμία με τον Jaint-John Perse.
Μάιος. Διορίζεται πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου θα μείνει ως το 1962. Δεύτερη, σχεδόν διπλάσια, έκδοση του βιβλίου του Α. Καραντώνη, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
1958: Δημοσιεύεται στην Καινούργια Εποχή η μελέτη του Αλεξ. Αργυρίου «Διάγραμμα εισαγωγής στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη» και επιλογή ποιημάτων του από τους Α. Αργυρίου και Γ.Π. Σαββίδη. Ο Σεφέρης εμφανίζεται στη μορφωτική ταινίαEternal Greece του Basil Wright.
1959: 9 Ιανουαρίου. Παρίσταται σε ανεπίσημο πρόγευμα του King’s College, Cambridge, για τα ογδοντάχρονα του E.M. Forster.
Οκτώβριος. Ενεργεί για την ανεύρεση των οστών του Κάλβου.
1960: Το Πανεπιστήμιο του Cambridge απονέμει στον Σεφέρη τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα της φιλολογίας.
19 Μαρτίου. Ο Σεφέρης φροντίζει για τη μετακομιδή των οστών του Κάλβου στην Ελλάδα.
14 Αυγούστου. Παρίσταται στα αποκαλυπτήρια της αναμνηστικής πλάκας του Κάλβου στην εκκλησία του κοιμητηρίου Λάουθ.
20 Αυγούστου. Αναχώρηση του ζεύγους Σεφέρη για διακοπές στην Αθήνα.
3 Σεπτεμβρίου. Δημοσιεύεται στον Ταχυδρόμο το «Στο κοιμητήριο του Κάλβου» Εκδίδονται στο Λονδίνο το Poems σε μετάφραση Rex Warner. Δημοσιεύεται στο Panorama Moderner Lyriker γερμανική μετάφραση του «Ελένη» από τον J. W.Rieger. Δημοσιεύεται στην Anthologuia na novata gretzka poesia, Σόφια, βουλγαρική μετάφραση τεσσάρων ποιημάτων του Σεφέρη.
1961: 3 Μαρτίου. Το βραβείο Foyle απονέμεται στον Σεφέρη (για πρώτη φορά σε ξένα ποιήματα).
23 Ιουλίου. Ανάγνωση ποιημάτων του Σεφέρη στο Mermaid Theatre του Λονδίνου, σε αγγλική μετάφραση και (από τον ίδιο) ελληνικά.
Αύγουστος. Επιστροφή στην Ελλάδα για διακοπές, πρώτα στους Δελφούς και ύστερα στην Αμοργό.
Οκτώβριος. Δημοσιεύεται στη Revista de la Universidad de Mexico το «Ελένη» σε ισπανική μετάφραση του Jaime GarsiaTerres. Το βραβείο Guinness απονέμεται στη μετάφραση του Rex Warner «Ο βασιλιάς Ασίνης».
13 Νοεμβρίου. Πρώτη δημόσια εκτέλεση των Επιφανίων του Μίκη Θεοδωράκη πάνω σε τέσσερα ποιήματα του Σεφέρη.
1962: Ιανουάριος. Εκδίδεται ο τόμος Για το Σεφέρη, τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, με επιμέλεια Λεων. Ζενάκου και Γ. Π. Σαββίδη, ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία για την έκδοση. Πολλές και ενδιαφέρουσες συνεργασίες.
Φεβρουάριος. Δημοσιεύεται στο The London Magazine απάντηση απάντηση του Σεφέρη στην έρευνα «Ποίηση 1962».
Απρίλιος. Κυκλοφορεί η τρίτη έκδοση των Ποιημάτων από τον «Ίκαρο». Αύγουστος. Ο Σεφέρης επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα και εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Άγρας 20.
Οκτώβριος. Εκδίδεται στη σειρά του «Γαλαξία» Ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, με εισαγωγή το δοκίμιο του Σεφέρη.
Νοέμβριος. Εκδίδονται σε γερμανική μετάφραση Ισιδώρας Rosenthal – Καμαρινέα οι Δελφοί. Το ελληνικό κείμενο δημοσιεύεται στον Ταχυδρόμο 10 και 17 Νοεμβρίου.
Δεκέμβριος. Δεύτερη, αυξημένη έκδοση των Δοκιμών από τον οίκο Φέξη. Έκδοση των Poesie σε γερμανική μετάφραση τουChristian Enzenberger.
1963: Μάιος. Σύμβουλος του περιοδικού Εποχές έως το Μάρτιο του 1966.
Οκτώβριος. Βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.
Δεκέμβριος. Δημοσιεύονται στις Εποχές «Τέσσερα ποιήματα». Ταξίδι στη Στοκχόλμη για την απονομή του βραβείου. Ομιλίαμε θέμα «Quelques points de la tradition grecque modern».
1964: 16 Απριλίου Επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, με εισήγηση των καθηγητών Λίνου Πολίτη και Βασ. Τατάκη. Ομιλία του Σεφέρη με θέμα «Η γλώσσα της ποίησής μας».
Μάιος. Δημοσιεύονται στο Παρίσι το Poéms (1933-1955), σε μετάφραση Jaques Lacarriére και Egénie Avraki, πρόλογο του Yves Bonnefoy και επίλογο Gaetan Picon.
Ιούνιος. Δημοσιεύονται στις Εποχές το «Παραλλαγές πάνω στο βιβλίο», ομιλία που έκανε ο Σεφέρης στη Βαρκελώνη το Σεπτέμβριο του 1964. (Η ομιλία έγινε στα γαλλικά και την ελληνική μετάφραση έκανε ο Γ.Π. Σαββίδης). Εκδίδεται από τον «Ίκαρο» το Φονικό στην εκκλησία του Θ.Σ. Έλιοτ, μεταφρασμένο από το Σεφέρη. Κυκλοφορεί το βιβλίο του Ι.Α. Σαρεγιάννη Σχόλια στον Καβάφη με πρόλογο του Σεφέρη.
Ο Γιώργος Σεφέρης μεε τον Έζρα Πάουντ στην Αθήνα το 1965
1965: Φεβρουάριος. Δημοσιεύεται στις Εποχές το «Θ.Τ. Έ[λιοτ]. Σελίδες από ένα ημερολόγιο», με αφορμή το θάνατο του άγγλου ποιητή.
Μάρτιος. Τυπώνεται το Άσμα Ασμάτων σε μετάφραση Γ. Σεφέρη και ξυλογραφίες Τάσσου, σε 465 αντίτυπα, καλλιτεχνική έκδοση σπάνια σήμερα.
Απρίλιος. Εκδίδονται από τον «Ίκαρο» οι Αντιγραφές.
Ιούνιος. Επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Princeton.
Νοέμβριος. Συνάντηση στην Αθήνα με τον Ezra Pound. Τυπώνονται τα Ποιήματα, σε έκτη έκδοση, με ζωγραφικά σχόλια του Γιάννη Μόραλη· είναι έκδοση καλλιτεχνική σε 300 αντίτυπα.
Δεκέμβριος. Δημοσιεύεται στην Ιταλία, με επιμέλεια του F.M. Pontani, μια επιλογή από τις Δοκιμές και άλλα πεζά κείμενα του Σεφέρη με τον τίτλο Le parole e I marmi. Εκδίδεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το: Ο Γ. Σεφέρης επίτιμος διδάκτωρ της φιλοσοφικής σχολής· περιέχει τα κείμενα που σχετίζονται με την απογοήτευσή του.
Μάρτιος. Δημοσιεύεται στις Εποχές «Ο άλλος κόσμος» (Από τις μέρες του 1950).
Ιούνιος. Επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences.
Νοέμβριος. Δημοσιεύεται στην Αμερική μια επιλογή από τις Δοκιμές με τον τίτλο On the Greek style, Selected Essays inPoetry and Hellenism, με μια εισαγωγή του Rex Warner, που έχει κάνει και τη μετάφραση, σε συνεργασία με τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο. Δημοσιεύεται στις Εποχές το «Στα 700 χρόνια του Δάντη»· κείμενο ομιλίας που δόθηκε στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης (12 Μαΐου) και επανελήφθη στα Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών (18 Οκτ.)
Δεκέμβριος. Κυκλοφορούν στην Αθήνα τα Τρία κρυφά ποιήματα, από τα τυπογραφικά εργαστήρια του Γαλλικού Ινστιτούτου, σε 2050 αντίτυπα. Εκδίδεται από τον «Ίκαρο» Η αποκάλυψη του Ιωάννη, μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη μαζί με το πρωτότυπο. Κυκλοφορεί το βιβλίο: Δημήτρης Μητρόπουλος. Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσόγιαννη, με πρόλογο του Σεφέρη.
1967: Ιανουάριος. Δημοσιεύεται στις Εποχές «Η συνομιλία με τον Φαβρίκο», με αφορμή το θάνατο του Γιώργου Θεοτοκά. Δημοσιεύει στο περιοδικό Ο Ταχυδρόμος με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελόπς το δοκίμιο: «Οι Ώρες της “Κυρίας Έρσης”».
21 Απριλίου. Σημειώνει υπαινικτικά στο σημειωματάριό του: «Προκόβουμε καταπληκτικά».
Ιούλιος. Εκδίδεται από τον «Ίκαρο» με φροντίδα και σημειώματα του Σεφέρη, το τεύχος Σήμα, συναγωγή κειμένων του αδελφού του Άγγελου Σεφεριάδη.
1968: Άνοιξη. Ταξίδι στην Ιταλία και συνάντηση με τον Enzo Crea, εκδότη των καλλιτεχνικών εκδόσεων Elefante. Το Institute for Advnanced Studies του Princeton εκλέγει τον Σεφέρη ως μέλος.
Φθινόπωρο. Ταξίδι στην Αμερική, όπου του ζητούν να διδάξει στο Harvard, στην έ δρα που είχαν διδάξει παλιότερα ο Eliotκαι ο Stravinsky. Ο Σεφέρης αρνείται, τη τιγμή που οι άλλοι Έλληνες λογοτέχνες δεν μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα. (Ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις από την παραμονή του Σεφέρη στην Αμερική με τίτλο «Χειρόγραφο Οκτ. ‘68» παρουσιάζει στο αφιέρωμά μας ο Παύλος Ζάννας).
Δεκέμβριος. Δίνει συνέντευξη στον Edmund Keeley. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αμερική, ο ποιητής διαβάζει ποιήματά του στο Harvard, στο Princeton, στο Rutgers, στο Pittsburgh, στην Washington, στη Νέα Υόρκη.
29 Δεκεμβρίου. Επιστροφή στην Ελλάδα.
1969: Ιανουάριος. Δίγλωσση έκδοση στην Αμερική του Τρία κρυφά ποιήματα, σε μετάφραση Walter Kaiser.
29 Μαρτίου. Ο Σεφέρης δίνει στη δημοσιότητα τη «Δήλωση» με την οποία καταγγέλλει τη δικτατορία. «Μετά τη δήλωση ο Παν. Πιπινέλης, Υπουργός Εξωτερικών της Χούντας, αφαίρεσε από τον Γ. Σεφέρη τον τίτλο του «Πρέσβη επί τιμή» και τη χρήση του διπλωματικού διαβατηρίου, με την υπ αρ. Π.7 Σ-5965 πράξη του, με αιτιολογικό πως η δήλωση του Γ. Σεφέρη εκπέμφθηκε από σοβιετικούς και άλλους σταθμούς της Ανατολικής Ευρώπης, και αποτελούσε έτσι “αντεθνική προπαγάνδα”» (Πολιτικό Ημερολόγιο Β’, επιμέλεια Αλεξ. Ξύδης). Κυκλοφορεί στην Αγγλία ο τόμος Collected Poems (1924-1955) σε δίγλωσση έκδοση και μετάφραση Edmund Keeley και Philip Sherrard.
1970: Δημοσιεύονται στα Δεκαοχτώ ποιήματα «Οι γάτες τα’ Αϊ-Νικόλα». Δημοσιεύεται αγγλικά το «Προλόγισμα” στηΜουσική ποιητική του Igor Stravinsky.
1970: Φεβρουάριος-Μάρτιος. Πολλά δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο και αρκετές εκδόσεις για τα 70χρονα του ποιητή. Ο Λίνος Πολίτης τυπώνει στη Θεσσαλονίκη, εκτός εμπορίου τη μελέτη του: Ενάργεια και κατάφαση στην ποίηση του Σεφέρη· ο Ξενοφών Κοκόλης το: Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Γ. Σεφέρη· o Peter Levi το: Ο τόνος της φωνής του Σεφέρη (σε μετάφραση Στρατή Τσίρκα) και ο E. M. Pontani και οι μαθητές του στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας κυκλοφορούν τοOmaggio a Seferis, αφιερώνοντάς το
Στον «διδάσκαλο τέχνης και τίμιας ζωής». Περιλαμβάνει μεταφράσεις ποιημάτων, μελετήματα και βιβλιογραφία.
Γράφει το «“Γλώσσες” στον Αρτεμίδωρο και Δαλδιανό» για τον Ιταλό εκδότη Enzo Crea. Πρώτη ελληνική δημοσίευση σταΚυπριακά χρονικά, καλοκαίρι 1970. Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύονται τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο τα «Ξεστρατίσματα από τους ομηρικούς ύμνους», δοκίμιο του Σεφέρη ανέκδοτο στα ελληνικά που είχε μπει ως πρόλογος της ιταλικής μετάφρασης των Ομηρικών Ύμνων από τον F. M. Pontani.
1971: 7 Φεβρουαρίου. «Πάντα πλήρη θεών» (Η τελευταία δοκιμή του Σεφέρη).
31 Μαρτίου. Γράφει το τελευταίο του ποίημα «Επί ασπαλάθων».
11 Μαΐου. Τελευταία ημερολογιακή καταγραφή του Σεφέρη για το Κυπριακό.
22 Ιουλίου. Μπαίνει στον «Ευαγγελισμό». Χειρουργείται στο δωδεκαδάκτυό.
27 Αυγούστου. Δημοσιεύεται στην παρισινή εφημερίδα Le Monde (η τελευταία) συνέντευξή του με την Anna Philipe. (Πρώτη ελληνική δημοσίευση «Το Βήμα», 29 Αυγούστου 1971). Πεθαίνει στις τρεις το απόγευμα στις 20 Σεπτεμβρίου. Η κηδεία του, που έγινε 22 Σεπτεμβρίου, πήρε το χαρακτήρα πάνδημης αντιδικτατορικής εκδήλωσης.
Πηγή: Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 142, 1986, επιμέλεια Μαρίας Στασινοπούλου
Γιώργος Σεφέρης, έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη
Σύνδεσμοι:
Ο Σεφέρης στη Βιβλιονέτ: Κλικ εδώ
Ο Σεφέρης στη Βικιπαίδεια: Κλικ εδώ
Ο Σεφέρης στις εκδόσεις Ίκαρος: Κλικ εδώ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
ΑΓΙΆΝΑΠΑ, Β’
Ἄνοιξη 1156
(Στίχοι γιὰ μουσική)
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
τρελὸς ὁ ἀγέρας ἔπαιζε
μὲ τὰ πουλιὰ μὲ τὰ κλωνιὰ
καὶ δὲ μᾶς ἔκραινε.
Ὥρα καλή σου ἀγέρα τῆς ψυχῆς
ἀνοίξαμε τὸν κόρφο μας
ἔλα νὰ μπεῖς ἔλα νὰ πιεῖς
ἀπὸ τὸν πόθο μας.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
ὁ ἀγέρας σηκώθη κι ἔφυγε
κατὰ τὰ κάστρα τοῦ βοριὰ
καὶ δὲ μᾶς ἄγγιξε.
Θυμάρι μου καὶ δεντρολιβανιά,
δέσε γερὰ τὸ στῆθος σου
καὶ βρὲς σπηλιὰ καὶ βρὲς μονιὰ
κρύψε τὸ λύχνο σου.
Δὲν εἶναι ἀγέρας τοῦτος τοῦ Βαγιοῦ
δὲν εἶναι τῆς Ἀνάστασης
μὰ εἶναι τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ
τῆς ζωῆς τῆς ἄχαρης.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
στεγνὸς ὁ ἀγέρας γύρισε
ὀσμίζουνταν παντοῦ φλουριὰ
καὶ μᾶς ἐπούλησε.
Από τη συλλογή Μυθιστόρημα – 1935
***
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά·
Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι
ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.
Από τη συλλογή, Γυμνοπαιδία – 1935
***
Α’. ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
Σκύψε ἂν μπορεῖς στὴ θάλασσα τὴ σκοτεινὴ ξεχνώντας
τὸν ἦχο μιᾶς φλογέρας πάνω σὲ πόδια γυμνὰ
ποὺ πάτησαν τὸν ὕπνο σου στὴν ἄλλη ζωὴ βυθισμένη
Γράψε ἂν μπορεῖς στὸ τελευταῖο σου ὄστρακο
τὴ μέρα τ᾿ ὄνομα τὸν τόπο
καὶ ρίξε το στὴ θάλασσα γιὰ νὰ βουλιάξει
Βρεθήκαμε γυμνοὶ πάνω στὴν ἁλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τὰ ἀναδυόμενα νησιὰ
κοιτάζοντας τὰ κόκκινα νησιὰ νὰ βυθίζουν
στὸν ὕπνο τους, τὸν ὕπνο μας
Ἐδῶ βρεθήκαμε γυμνοὶ κρατώντας
τὴ ζυγαριὰ ποὺ βάραινε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀδικίας.
Φτέρνα τῆς δύναμης θέληση ἀνίσκιωτη λογαριαμένη ἀγάπη
στὸν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ σχέδια ποὺ ὡριμάζουν
δρόμος τῆς μοίρας μὲ τὸ χτύπημα τῆς νέας παλάμης στὴν ὠμοπλάτη
στὸν τόπο ποὺ σκορπίστηκε δὲν ἀντέχει
στὸν τόπο ποὺ ἦταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τὰ νησιὰ σκουριὰ καὶ στάχτη.
Βωμοὶ γκρεμισμένοι
κι οἱ φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα τῆς φοινικιᾶς στὴ λάσπη.
Ἄφησε τὰ χέρια σου ἂν μπορεῖς νὰ ταξιδέψουν
ἐδῶ στὴν κόχη τοῦ καιροῦ μὲ τὸ καράβι
ποὺ ἄγγιξε τὸν ὁρίζοντα.
Ὅταν ὁ κύβος χτύπησε τὴν πλάκα
ὅταν ἡ λόγχη χτύπησε τὸ θώρακα
ὅταν τὸ μάτι γνώρισε τὸν ξένο
καὶ στέγνωσε ἡ ἀγάπη μέσα σὲ τρύπιες ψυχὲς
ὅταν κοιτάζεις γύρω σου καὶ βρίσκεις
κύκλο τὰ πόδια θερισμένα
κύκλο τὰ χέρια πεθαμένα
κύκλο τὰ μάτια σκοτεινὰ ὅταν δὲ μένει πιὰ οὔτε νὰ διαλέξεις
τὸ θάνατο ποὺ γύρευες δικό σου
ἀκούγοντας μία κραυγὴ
ἀκόμη καὶ τοῦ λύκου τὴν κραυγή, τὸ δίκιο σου
ἄφησε τὰ χέρια σου ἂν μπορεῖς νὰ ταξιδέψουν
ξεκόλλησε ἀπ᾿ τὸν ἄπιστο καιρὸ καὶ βούλιαξε,
βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες.
Από τη συλλογή, Γυμνοπαιδία – 1935
***
ΕΛΕΝΗ
ΤΕΥΚΡΟΣ : … ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
… … … … … … … … … … … … …
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
… … … … … … … … … … … … … … …
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν.
Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους – ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; – ἡ Ἑλένη!
… … … … … … … … … … … … … … …
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
Από τη συλλογή, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’ – 1955
***
ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ
Στὴν Ἕλλη, Χριστούγεννα 1931
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ… βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
Από τη συλλογή, Τετράδιο Γυμνασμάτων – 1940
***
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα
θὰ ἰδοῦμε τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
τὴ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα,
νὰ σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα.
Από τη συλλογή Μυθιστόρημα – 1935
***
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
– Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
– Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
– Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
– Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
– Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
– Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
– Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.
– Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38
Από τη συλλογή, Ημερολόγια Καταστρώματος Α’ – 1940
***
Ἄνθη τῆς πέτρας
Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα
μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες
γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,
ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες
ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν
ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ
μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.
Από τη συλλογή, Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι – 1937
***
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ
τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτί-
σουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
Από τη συλλογή Μυθιστόρημα – 1935
***
ΣΧΟΛΙΑ
Εἶχε ἡ βεράντα σκοτεινιάσει
πλάι μας φτερούγισε μιὰ βιάση
στὶς δυὸ καρδιὲς εἶχε φωλιάσει
ἀντίρροπι μιὰ ἐξομολόγιση
Καὶ ἡ ἄκαρπη φωνή ἐμαράθη
στα χείλη μας μελίσσι λάθη
καὶ μόνο ἀπ’ τοῦ κορμιοῦ τὰ βάθη
θεέ μου, προσμέναμε μιὰ βλόγηση.
Σκοτάδι βούιζε μὲς στὸ σπίτι
κι άπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη
ὣς τῶν μαλλιῶν σου το μαγνήτη,
θυμίσου τὸν ἀπρόσιτο ἄγγελο
μὲ τὰ γοργὰ τὰ δαχτυλίδια
πεσμένα ξάφνου, δυὸ ριπίδια
στὴ σκέψη ποὺ μὲ δέηση ἴδια
διαβάζαμε σὰν τετραβάγγελο.
Γυναίκα, τῆς ψυχής μου ξένη
τὸ ξάφνιασμά σου μοῦ ἀπομένει
ὡραία γυναίκα ἀγαπημένη,
τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ ἀνόητο, σήμερα
καὶ τῶν ματιῶν σου οἱ μαῦροι κρίκοι
καὶ τῆς νυχτιᾶς ἡ ἀνάερη φρίκη…
Σκύψε νὰ μπεῖς πάλι στὴ θήκη
λεπίδι τῆς σιωπῆς μου, χίμαιρα.
Από τη συλλογή, Στροφή – 1933
Τὰ παραπάνω ποιήματα εἶναι ἀπό τὸν τόμο: Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα, ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα, 1974
***
ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ…
Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ.) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).
Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
ἀκόμη…
Γαλήνη
-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
τ᾿ αὐλάκια.
Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βρά
δυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος
31 τοῦ Μάρτη 1971