Το πιο σύντομο ανέκδοτο. Δύο τραβεστί, που δεν ήταν εγχειρισμένες, τσακώνονται στην παραλία γυμνιστών των Λεγρενών για τα μάτια ενός αλγερινού, τόσο μελαμψού, που αν δεν χαμογελάει δεν φαίνεται τίποτα στις φωτογραφίες [είχα έναν γάτο έτσι – αν δεν τον έβαζες με φόντο ένα κόκκινο χαλί ή μια υφαντή πολύχρωμη κουβέρτα από το Μαρόκο, δεν έβγαινε τίποτα στις φωτογραφίες… ένα μαύρο κενό, μια μαύρη τρύπα, η σκοτεινή και μαύρη Υλοενέργεια που λένε οι Φυσικοί οι υπόψηφιοι για Νόμπελ – κλείνει η μακρά παρένθεση – κόντεψε να είναι μεγαλύτερη κι από το ανέκδοτο].
Η μικροκαμωμένη τραβεστί με τις φακίδες και το μικρό πουλί (άρα φτωχιά, αφού στις τραβεστί πηγαίνουνε οι νταγλαράδες για να γλείψουνε και να πηδηχτούνε, αν ήθελαν γυναίκα θα πήγαιναν στις πουτάνες!)… [πάλι παρένθεση στην παρένθεση – γαμώ την τεχνική μου, ο …αφηγητής!!!]…
Η φτωχή μικροτσούτσουνη τραβεστί λοιπόν με τις φακίδες και το ξεπλυμένο οξιζεναρισμένο μαλλί είπε στην άλλη, τη νταρντάνα, τη δίμετρη, την προικισμένη, με τη μαύρη κορακίσια χαίτη και τις βυζόμπαλες από σιλικόνη να κρέμονται πάνω από τον φαλλό του σάτυρου [πω πω περιγραφή! Με εξόντωσε. Ούτε ο …Χεμινγουέι].
Είπε λοιπόν η κοντόχρονη με τις φακίδες και τα επτά κακά της μοίρας της, στην άλλη, τη θεά, την κερδισμένη, τη νικήτρια, δείχνοντας με άσεμνη χειρονομία [κωλύομαι να σας την περιγράψω – λόγω αγωγής και κατηχητικού που πήγαινα επί Χούντας – «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια»}….
Εν τέλει ιδού τι είπε το συμπαθητικό ασχημόπαππο από τη «Λίμνη των Λουγκρών» στην …Μαργκότ Φοντέιν …του τρεβαστισμού, δείχνοντας τα φουσκωτά παπάρια του τεκνού και τις τεράστιες – ίδιες καρύδες – αρχιδάρες του (που τις είχε σαφώς νοσταλγήσει):
«Μωρή, τη σοκολάτα που βάζεις στο στόμα σου, την είχα βάλει στη σβούνια μου πριν!!!» (κι ολοκλήρωσε το δρώμενο με την ανάλογη αριστοφανική χειρονομία, σκύβοντας κι αποκαλύπτοντας τον …Καιάδα που έχασκε πίσω της κι απειλούσε να καταπιεί τους πάντες.
Το «γκύρνα» (έτσι λένε τα μελαμψά κι αλλόθρησκα από την ξενική παραφθορά του ρήματος «γύρνα», στην προστακτική – καταλαβαίνετε! Αυτές οι παρενθέσεις θα με φάνε και δεν θα κάνω μπεστ-σέλλερ στον αιώνα τον άπαντα)… το νεαρό αυτό άτομο, που έφερε την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα, αλλά και του οικονομικού μετανάστη, φαίνεται σα να ερεθίστηκε από την …αναπαράσταση του εγκλήματος κι ήρθε και κόρωσε [μερικά πράγματα δεν κρύβονται], κινήθηκε απειλητικά ενάντια στη χαζή πεταχτούλα, όμως η άλλη, η νταρντάνα, η αφέντρα, η ντομινατρίς, που το είχε ξεκωλιάσει το άτομο (για μαλλί πήγε και βγήκε κουρεμένος), του άστραψε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό ανάποδα.
«Ή αυτή ή εγώ», του είπε. «Διάλεξε!». Κι αυτός, αφού δεν αμφιταλαντεύτηκε, διάλεξε την κοντή, χοντρή, με φακίδες, που ήταν του χεριού του. Γιατί αυτή δεν τον πόναγε κάθε βράδι, δεν τον διέταζε, δεν είχε απαιτήσεις, μόνο όρκους πίστης και κάτι χαζορομαντικά ξεστόμιζε. Άσε που τον χαρτζιλίκωνε κανονικά και με το νόμο. Την άλλη, την κράτησε για τις αναβροχιές… για τα έκτακτα – πώς το λένε; – για τις κρύες νύχτες του χειμώνα με φεγγάρι (πανσέληνο κατά προτίμησιν) – που ήθελε κάτι …βαρύ πίσω του, να ξεχαρμανιάσει κι αυτός ο …στρέιτ. Κι οι μπινέδες έχουν ψυχή.
Αυτά που λέτε, φίλοι μου, όλων των φύλων. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς …καλύτερα [γιατί γλιτώσαμε την …ακράτεια].
Πλάκα-πλάκα, αυτή η μυξοπαρθένα τραβεστί είχε πέραση γιατί ήταν ψυχοπονιάρα. Μόλις έκανε δεσμό {με νταβατζή, εννοείται} κλεινόταν σπίτι της μετά τη δουλειά και δεν πήγαινε ούτε στα βραχάκια να κολυμπήσει, από φόβο να μην τον απατήσει και τον χάσει. Όταν εκείνος έφευγε για …αλλού [σε αυτόν τον κόσμο ή στον …Άλλον] σκάριζε αυτή στις παραλίες γυμνιστών κι έπαιζε το …μάτι της [κι όχι μόνον].
Μια φορά έλεγε σε μια γριά λούγκρα, που της έριχνε την ταρώ: «Καλέ εγώ δεν έχω την επάρατη αρρώστια, τον καρκίνο τον γκέι. Ένα καρβέλι ψωμί τρώω στην καθισιά. Ξέρεις κανένα έιντς που να παχαίνει;! Πήγα να κάνω εξετάσεις σε μια μικροβιολόγο. Με κοίταξε υποτιμητικά – ένεκα η δουλειά που κάνω. Φεύγοντας, κι αφού είχε σιγουρέψει ότι ήμουνα καθαρή, της είπα “Κι εσύ πουτάνα είσαι, μόνο που δεν το ξέρεις”. Για μπεν, για μπεν φιλενάδα, θα βρω καινούργιο δεσμό; Έχω κιαλάρει ένανε, αλλά είναι μικρός. Μόλις πήρε το πτυχίο του από το αναμορφωτήριο. Απαπαπα! Εγώ δεν τα κάνω αυτά. Είμαι θρήσκα. Να βγει από τη φυλακή, να ξαναπάει και να ξαναβγεί και τα λέμε …τότε. Με ανήλικα εγώ δεν νταραβερίζομαι».
Εκεί δεν άντεξα άλλο κι έφυγα. Τις άφησα να χαριεντίζονται και να τρώνε τα σάλια τους. Μέχρι να πλακωθούνε πάλι. Έτσι είναι αυτά τα πλάσματα, θεσπέσια σαν παγόνια, κυκλοθυμικά σαν τον καιρό της Ελλάδας, απρόβλεπτα σα σεισμοί και καταστροφικά σαν τυφώνες. Αλλά …ενδιαφέροντα. Έχω δει εκεί διάσημους σκηνοθέτες θεάτρου και κινηματογράφου, ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους, βουλευτές, υπουργούς, μέχρι κι ένα μέλος της …τρόικας, να αλωνίζουν ινκόγκνιτο …στα τέσσερα. Αλλά δεν θα το ομολογήσω ποτέ, ακόμα κι αν με βασανίσουνε. Είμαι …τάφος εγώ. Πείτε μου τα μυστικά σας και κοιμηθείτε ήσυχα.
Ουφ. Το έβγαλα πέρα κι αυτό. Και χωρίς πολλές παρενθέσεις. Είναι μέχρι να ζεσταθούν τα χέρια μου [άτιμα αρθριτικά!] και να πάρουν φωτιά τα πλήκτρα του κομπιούτερ (παλιά είχα μια Ρέμινγκτον, αλλά την πούλησα σε έναν ενεχυροδανειστή – κακή του ώρα! – και την έχασα… να ήτανε το μόνο… εδώ έχασα πενήντα χρόνια από τη ζωή μου κι ακόμα βλάκας, φτωχός, γέρος κι άσοφος παραμένω – τώρα κλείνω αναγκαστικά: ήρθε η ώρα μου ν’ αυτομαστιγωθώ!!!). Τέέέέλοοοοοςςςςςςςςςςς.