Ο ΘησέαςΟ Θησέας (αρχ. Θησεύς) ήταν Έλληνας βασιλιάς της Αθήνας στην Ελληνική μυθολογία, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή.
Η μυθική διαδρομή που χαράζουν τα ίχνη του Θησέα έχει ως αφετηρία την Τροιζήνα όπου βασίλευε ο σοφός Πιτθέας. Σ’ αυτόν κατέφυγε ο άτεκνος Αθηναίος βασιλιάς Αιγέας για να του ερμηνεύσει έναν χρησμό της Πυθίας. Ο Αιγέας την είχε επισκεφθεί προκειμένου να μάθει πως θα μπορούσε να αποκτήσει τον πολυπόθητο διάδοχο του θρόνου του, καθώς όλες οι μέχρι τότε προσπάθειές του είχαν αποβεί άκαρπες. Εκείνη του απάντησε «να μην λύσει το πόδι που προεξέχει από τον ασκό προτού φτάσει στην Αθήνα».
Ο Πιτθέας αναγνωρίζοντας το πραγματικό νόημα του χρησμού που ήταν να μη συνευρεθεί με γυναίκα προτού φτάσει στην Αθήνα, τον προέτρεψε –απατηλά σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις – να σμίξει με την κόρη του Αίθρα. Η σύλληψη του Θησέα έγινε στο νησάκι Σφαιρία το οποίο μπορεί να προσεγγίσει κανείς και με τα πόδια από τη στεριά πατώντας επάνω σε μια σειρά από σκοπέλους. Μετά τον ιερό γάμο της Αίθρας το νησάκι ονομάστηκε Ιερά.
Ο μύθος που θέλει πραγματικό πατέρα του Θησέα τον Ποσειδώνα διηγείται ότι την ώρα που περνούσε η Αίθρα πάνω από τους σκοπέλους για να συναντήσει τον Αιγέα δέχθηκε το θαλάσσιο αγκάλιασμα του θεού και συνέλαβε τον ήρωα προτού σμίξει με τον θνητό σύζυγό της. Σύμφωνα με μια άλλη διήγηση, η Αίθρα οδηγήθηκε στη Σφαιρία ύστερα από ένα όνειρο που της έστειλε η θεά Αθηνά, προκειμένου να προσφέρει θυσία στο πνεύμα του νεκρού ηνιόχου του Πέλοπα, Σφαίρου ή Μυρτίλου του οποίου το μνήμα υποτίθεται ότι βρισκόταν επάνω στο νησάκι. Τόσο η σφαίρα όσο και η μυρτιά συμβόλιζαν την γαμήλια ένωση.
Στους μύθους για την γέννηση του Θησέα πρωταγωνιστούν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, δύο θεοί άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πόλη της Αθήνας. Μετά τη σειρά των χθόνιων βασιλέων φαντάζει πολύ ταιριαστός ο ερχομός ενός βασιλιά γεννημένου από τη θάλασσα με τη συγκατάθεση βέβαια της προστάτιδας θεάς. Ακόμη και οι θνητοί γονείς του αποτελούν καθρεφτίσματα των δύο θεών στο γήινο επίπεδο.
Το όνομα του Αιγέα φανερώνει θαλάσσια φύση, καθώς η αίγα υπήρξε αρχαιότατο σύμβολο για τα κύματα της θάλασσας. Φαίνεται ότι ο Αθηναίος βασιλιάς υπήρξε ένα είδος αντανάκλασης του θεού Ποσειδώνα στον κόσμο των θνητών. Και η Αίθρα όμως που το όνομά της σημαίνει το ουράνιο φως, ως ιέρεια της θεάς Αθηνάς αποτελεί μία σωσία και αντιπρόσωπό της στη γη.
Ο Αιγέας πριν φύγει από την Τροιζήνα άφησε το σπαθί του και ένα ζευγάρι πέδιλα σ’ ένα κοίλωμα κάτω από έναν τεράστιο βράχο παραγγέλλοντας στην Αίθρα, αν γεννούσε γιο που θα μπορούσε μεγαλώνοντας να σηκώσει το βράχο και να πάρει αυτά τα αντικείμενα, να τον στείλει στην Αθήνα. Ο Θησέας πέρασε την παιδική του ηλικία απόλυτα προστατευμένος στο παλάτι του παππού του Πιτθέα. Ήταν όμως ένα παιδί που ανυπομονούσε να μεγαλώσει και να ριχτεί σε περιπέτειες.
Όταν κάποτε ο Ηρακλής επισκέφθηκε την Τροιζήνα, ο μικρός τότε Θησέας δε δίστασε να επιτεθεί στη λεοντή του ήρωα νομίζοντάς την για αληθινό θηρίο, ενώ οι συνομήλικοί του για τον ίδιο λόγο έτρεξαν να κρυφτούν. Αφήνοντας πίσω του την παιδική ηλικία, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς όπου αφιέρωσε, σύμφωνα με το έθιμο, τις παιδικές μπούκλες του. Όταν επέστρεψε στην Τροιζήνα, έμαθε από την μητέρα του για τον Αιγέα, ανασήκωσε τον βράχο, πήρε τα τοποθετημένα εκεί κειμήλια και ετοιμάστηκε να ταξιδέψει για την Αθήνα και να διεκδικήσει τη θέση του εκεί ως γιος και διάδοχος του βασιλιά.
Από την Τροιζήνα προς την Αθήνα μπορούσε να ταξιδέψει κανείς τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά. Η Αίθρα και ο Πιτθέας προσπαθούσαν μάταια να πείσουν τον Θησέα να ακολουθήσει τον ασφαλή θαλάσσιο δρόμο. Εκείνος γνωρίζοντας τους κινδύνους, θεωρούσε ότι θα ήταν ντροπιαστικό να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο, ενώ του δινόταν μια θαυμάσια ευκαιρία να αποδείξει την ανδρεία του. Ο πρώτος αντίπαλος στο δρόμο του ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ηφαίστου τον οποίο συνάντησε στην Επίδαυρο.
Αυτός ο σχεδόν θεϊκός αντίπαλος λεγόταν και Κορυνήτης, καθώς χρησιμοποιούσε για όπλο του ένα σιδερένιο ρόπαλο (κορύνα) που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Το όνομα «Περιφήτης» που σημαίνει «ο περιώνυμος» ταιριάζει, κατά τον Κερένυϊ, στον άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Πράγματι όλοι οι κίνδυνοι που βρέθηκαν στο δρόμο του Θησέα ουσιαστικά προσωποποιούν συνεχόμενες αναμετρήσεις με το υποχθόνιο στοιχείο, δίνοντας την αίσθηση μίας μυητικής εμπειρίας του ήρωα.
Ο Θησέας βγήκε νικητής από την πρώτη του σύγκρουση με τις χθόνιες δυνάμεις σκοτώνοντας τον Περιφήτη με το ίδιο του το ρόπαλο, το οποίο και πήρε στη συνέχεια μιμούμενος τον Ηρακλή που πήρε το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας. Σε συμβολικό επίπεδο απορρόφησε τη δύναμή του και συνέχισε το δρόμο του ισχυρότερος.
Ο επόμενος σταθμός του Θησέα ήταν στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου και εξόντωσε τον Σίνη τον επονομαζόμενο Πιτυοκάμπτη, γιο του Ποσειδώνα ή του Πολυπήμονος (πιθανώς άλλη μία προσωνυμία του Άδη). Ο Σίνης όφειλε το παρατσούκλι του στη συνήθειά του να εξολοθρεύει τους άτυχους διαβάτες δένοντάς τους σε δύο γειτονικά πεύκα, τα οποία αφού πρώτα είχε λυγίσει, άφηνε να επανέλθουν στην αρχική τους θέση με αποτέλεσμα να ξεσχίζονται τα σώματά τους. Και αυτόν ο Θησέας πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα.
Όσο βρισκόταν ακόμη σε Κορινθιακό έδαφος και συγκεκριμένα στην περιοχή που ονομαζόταν Κρομμυών, ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με ένα τρομερό θηρίο, τέκνο του Τυφώνα και της Έχιδνας, την γουρούνα Φαιά. Όπως υποδεικνύει και το όνομά της που σημαίνει «σκοτεινή», επρόκειτο για ένα ον του Κάτω Κόσμου (θηλυκούς χοίρους θυσίαζαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια). Η καταγωγή του, εξάλλου, δηλώνει περισσότερο μία χθόνια στοιχειακή δύναμη παρά ένα κοινό ζώο.
Αφού εξολόθρευσε και την Φαιά, ο Θησέας προχωρώντας έφτασε σε ένα επικίνδυνο σημείο της διαδρομής του που το διαφέντευε ο Σκείρων, τις λεγόμενες Σκειρωνίδες Πέτρες. Ο Σκείρων θεωρούνταν ληστής, αλλά φαίνεται ότι επρόκειτο μάλλον για ένα genius loci, ένα ον που κυριαρχούσε στην περιοχή και ήταν ένα με τον ασβεστολιθικό εκείνο τόπο, όπως υποδηλώνει και το όνομά του (Σκείρων-σκύρον = ασβεστόλιθος).
Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, ο Σκείρων ζητούσε από τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια και, ενώ εκείνοι έσκυβαν, τους γκρέμιζε με κλοτσιές κάτω στη θάλασσα όπου και τους κατασπάραζε μία τεράστια χελώνα η οποία επίσης θεωρείται ζώο του Κάτω Κόσμου. Βρήκε όμως και αυτός το θάνατο από τον Θησέα και έγινε ο ίδιος τροφή για τη χελώνα. Στην ιερή Ελευσίνα ο Θησέας συνάντησε άλλη μία χθόνια στοιχειακή οντότητα, τον Κερκυόνα. Κερκυών σημαίνει «αυτός που έχει ουρά» και ίσως επρόκειτο για ένα πλάσμα αντίστοιχο με τον Κέκροπα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι.
Ο Κερκυών προκαλούσε τους ξένους σε έναν αγώνα πάλης και τους έπνιγε με ένα θανατηφόρο αγκάλιασμα. Νικήθηκε και αυτός από τον νεαρό Θησέα και μάλιστα, σύμφωνα με μία διήγηση, παρουσία της θεάς Δήμητρας. Στην κοντινή περιοχή του Ερινεού όπου έλαβε χώρα η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη και φύτρωνε η ιερή για τα Ελευσίνια μυστήρια αγριοσυκιά (Ερινεός = αγριοσυκιά) παραμόνευε τον Θησέα ο θάνατος με την μορφή του Δαμάστη πιο γνωστού ως Προκρούστη.
Ο Προκρούστης αρέσκονταν να θανατώνει τους διαβάτες προσπαθώντας να τους ταιριάξει στο αποτρόπαιο κρεβάτι του είτε τεντώνοντάς τους είτε κόβοντας τα μέλη που προεξείχαν. Ο Θησέας τον ανάγκασε να ξαπλώσει σ’ αυτό το κρεβάτι όπου δοκίμασε τον ίδιο φρικτό θάνατο που μέχρι πρότινος χάριζε στους άλλους.